The Naked Gun (2025): Η επιστροφή ενός θρύλου με μισή καρδιά (VIDEO)
Κλασικές παρωδίες όπως το The Pink Panther με τον Peter Sellers και το Hot Shots! αξιοποιούν αυτήν την τεχνική με χειρουργική ακρίβεια, φροντίζοντας κάθε σκηνή να λειτουργεί σαν σκαλοπάτι προς την τελική ατάκα.
Η κωμωδία και ο τρόμος μοιράζονται την ίδια αφηγηματική ρίζα: και τα δύο χτίζουν μεθοδικά τις σκηνές τους, οδηγώντας τον θεατή σε μια κορύφωση — που στον τρόμο προκαλεί τρόμο, ενώ στην κωμωδία πυροδοτεί το γέλιο.
Σε αυτό το πλαίσιο επιστρέφει το The Naked Gun, το τέταρτο κεφάλαιο ενός franchise που ξεκίνησε από τους δημιουργούς του Airplane! και της σειράς Police Squad!. Η νέα ταινία προσπαθεί να αναβιώσει ένα είδος χιούμορ σχεδόν ξεχασμένο στη μεγάλη οθόνη — βασισμένο στη φυσική κωμωδία, τις παρεξηγήσεις και τις υπερβολικές, συχνά σουρεαλιστικές καταστάσεις.
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν αναμφίβολα η αντικατάσταση του αξεπέραστου Leslie Nielsen. Τη σκυτάλη παίρνει ο Liam Neeson, ένας ηθοποιός με μακρά πορεία σε δραματικούς ρόλους (Schindler’s List, Michael Collins, Silence), ακολουθώντας κάπως αντίστροφα την πορεία του Nielsen που πέρασε από το δράμα στη φαρσοκωμωδία. Η επιλογή του Neeson, θεωρητικά, θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέροχα — η σοβαρή του παρουσία να δώσει αντίθεση μέσα στο χαοτικό κωμικό σύμπαν.
Στην πράξη, όμως, το αποτέλεσμα μένει πίσω. Ο Neeson δεν μοιάζει να παραδίδεται πλήρως στην υπερβολή του ρόλου, με αποτέλεσμα οι σκηνές του να αποπνέουν αμηχανία και να δείχνουν συχνά έξω από το πνεύμα της ταινίας. Το «σοβαρό πρόσωπο» μπορεί να είναι όπλο στην κωμωδία, αλλά μόνο όταν συνοδεύεται από πλήρη επίγνωση του παραλόγου — κάτι που εδώ λείπει.
Η Pamela Anderson κλέβει την παράσταση
Στον αντίποδα, η Pamela Anderson δείχνει απόλυτα συντονισμένη με τον τόνο της ταινίας. Δεν προσπαθεί να αποδείξει κάτι παραπάνω από αυτό που είναι· χειρίζεται το υλικό με κωμικό timing, φυσικότητα και ακρίβεια, παραδίδοντας μια ερμηνεία που πραγματικά σε κάνει να χαμογελάς. Είναι εκείνη που δίνει την αίσθηση ανανέωσης, αποδεικνύοντας ότι γνωρίζει πολύ καλά πού βρίσκεται και τι χρειάζεται ο ρόλος της.
Παρά την προσεγμένη παραγωγή και τη διάθεση να αναβιώσει η παραδοσιακή παρωδία, το σενάριο υπολείπεται της σπιρτάδας που χαρακτήριζε την αρχική τριλογία. Πολλές σκηνές στερούνται ρυθμού και κωμικής κλιμάκωσης, με αποτέλεσμα να καταλήγουν επίπεδες. Λείπει εκείνο το διαρκές «χτίσιμο» που έκανε τα αστεία των προηγούμενων ταινιών να εκρήγνυνται τη σωστή στιγμή.
Παρά τις προσωπικές μου ενστάσεις, η ταινία έχει ήδη κερδίσει θετικά σχόλια από πολλούς θεατές και κριτικούς, γεγονός που δείχνει ότι τουλάχιστον καταφέρνει να ξυπνήσει το ενδιαφέρον για το είδος. Για μένα, όμως, παραμένει ένα άνισο κεφάλαιο που δεν στέκεται αντάξιο της κληρονομιάς του franchise. Αν μη τι άλλο, μου έδωσε αφορμή να επιστρέψω στις παλιές ταινίες και να θυμηθώ γιατί το χιούμορ τους παραμένει αξεπέραστο.