Στην οθόνη της νύχτας, η πόλη ψιθυρίζει: Ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» και τα μυστικά του άλλου μας εαυτού
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης στήνει στον «Νυχτερινό Εκφωνητή» ένα μικρό, εσωτερικό σύμπαν
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης στήνει στον «Νυχτερινό Εκφωνητή» ένα μικρό, εσωτερικό σύμπαν μια Αθήνα βουτηγμένη στα πορτοκαλί φώτα και στα μπλε μελάνια της νύχτας, όπου ο ραδιοφωνικός παραγωγός του τίτλου, πενηντάρης πια, βρίσκει σ’ ένα κουτί παλιές κασέτες από τηλεφωνητή και επιχειρεί να τις παίξει on air.
Αυτό που μοιάζει αρχικά με νοσταλγικό λυγμό γίνεται σιγά-σιγά πολυεπίπεδο δοκίμιο πάνω στον χρόνο, στη μνήμη, στη μοναξιά της μεγαλούπολης και ίσως το πιο σημαντικό στη δύναμη της δημόσιας εξομολόγησης. Γιατί εδώ το ραδιόφωνο δεν λειτουργεί ως σκηνικό, αλλά ως τελετουργικός μηχανισμός. Μια τεράστια «εκκλησία» ετεροχρονισμένων φωνών, όπου ο καθένας μπορεί να καταθέσει τις πληγές και τις αυταπάτες του χωρίς να φοβάται το βλέμμα του άλλου.
Η ταινία συνομιλεί πρώτα με τον ίδιο τον ελληνικό κινηματογράφο των τελευταίων δεκαετιών. Ο ήρωας, άτυπο alter ego του σκηνοθέτη, θυμίζει τους μοναχικούς περιπατητές της δεκαετίας του ’90, μόνο που τώρα κουβαλά επιπλέον βάρος: τις ψηφιακές σιωπές μιας εποχής όπου όλα αρχειοθετούνται, αλλά κανείς δεν ακούει πραγματικά. Με αυτήν την έννοια, ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» στέκεται δίπλα σε έργα όπως το «Απ’ τα Κόκαλα Βγαλμένα» ή το «Τέλος Εποχής», ταινίες που εξερεύνησαν τους λογαριασμούς της γενιάς τους με το παρελθόν. Εδώ, όμως, το βλέμμα δεν είναι θυμωμένο, αλλά απεγνωσμένα τρυφερό.
Σε κοινωνικό επίπεδο, η αφήγηση αντανακλά μια Αθήνα που έχει πάψει να είναι οικεία, μια πόλη που μετασχηματίζεται αθόρυβα και ανεπίστρεπτα, ενίοτε βίαια, ακόμη και όταν η καθημερινότητά της μοιάζει αδρανής. Οι άδειοι συρμοί του μετρό, οι σβησμένες βιτρίνες, τα διαρκώς φωτισμένα περίπτερα και τα ξεχασμένα αστικά τοπία μετατρέπονται σε σκηνικό μοναξιάς, όπου οι ρυθμοί επιβίωσης αντικαθιστούν κάθε αυθεντική επαφή. Σε αυτό το αστικό κενό, η φωνή του αφηγητή δεν εκπέμπει μόνο σε συχνότητες FM. Λειτουργεί σαν συλλογικός μηχανισμός αποκατάστασης μιας μνήμης που δεν είναι ατομική, αλλά μοιρασμένη. Μέσα από παλιές κασέτες, εγκαταλελειμμένους ήχους και ηχητικά σπαράγματα, συγκροτείται μια άτυπη κοινότητα ακροατών, ξάγρυπνοι κάτοικοι της πόλης, που βρίσκουν στους νυχτερινούς ψιθύρους έναν τρόπο να επανεφεύρουν την έννοια της συντροφικότητας. Το ραδιόφωνο δεν είναι πια απλώς τεχνολογία· γίνεται κοινωνική πράξη, μια μορφή αντίστασης απέναντι στη σιωπή και τον κατακερματισμό του παρόντος. Η μαγνητική ταινία, αυτό το παλαιολιθικό μέσο ήχου, λειτουργεί όχι ως ρετρό σύμβολο αλλά ως υπόμνηση ότι ο ήχος διασώζει τις αποχρώσεις της ανθρώπινης μνήμης πιο πιστά από την εικόνα. Σε έναν κόσμο όπου η επικοινωνία έχει ψηφιοποιηθεί και επιταχυνθεί σε τέτοιον βαθμό ώστε να χάνει τη σωματικότητά της, η ραδιοφωνική λαλιά του ήρωα αποκαθιστά όχι απλώς τη φωνή αλλά και την παρουσία· ξαναχτίζει έναν συναισθηματικό χώρο όπου η ανθρώπινη σχέση μπορεί ακόμη να ανασάνει.
Ο σκηοθέτης επιλέγει την αναλογική υφή ως πολιτική δήλωση. Το γρατζούνισμα του βινυλίου, ο μεταλλικός ήχος της αλλαγής κασέτας, ακόμη και το κόκκινο λαμπάκι REC στον τηλεφωνητή παίρνουν σχεδόν ερωτική διάσταση. Το φιλμ γίνεται έτσι ύμνος στην υλικότητα του ήχου μια υπενθύμιση ότι, πριν από τα podcast, το ραδιόφωνο ήταν ζωντανός, χειροποίητος χρόνος. Η νυχτερινή φωτογραφία, βουτηγμένη σε ζεστές αντιθέσεις, προσφέρει στην Αθήνα την κινηματογραφική μελαγχολία μιας ιταλικής πόλης του ’60, ενώ το μοντάζ ακολουθεί ρυθμό καρδιάς. Αργές αναπνοές, ανάμεικτες με απότομες εξάρσεις όταν η φωνή της παλιάς αγαπημένης διακόπτει τη σιωπή του στούντιο.
Στο υπαρξιακό του βάθος, ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» μιλά για το δικαίωμα στη δεύτερη ευκαιρία. Ο ήρωας δεν ζητά να ξαναζήσει τη νεότητά του· ζητά να αποκαταστήσει το ηθικό υπόλοιπο μιας ιστορίας που έμεινε ημιτελής. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η ταινία σχολιάζει έμμεσα και την τηλεοπτική κουλτούρα της εξομολόγησης, υποδεικνύοντας ότι η αλήθεια δεν αφορά τα νούμερα, αλλά το εύρος της ανθρώπινης απελπισίας που καταθέτουμε στον αέρα. Και παρότι η λύση που προσφέρει στο τέλος δεν είναι ακριβώς κάθαρση, η ίδια η πράξη της δημόσιας μοιρασιάς μετατρέπεται σε λυτρωτικό βήμα: ο ακροατής γίνεται μάρτυρας, ο αφηγητής ξαναγίνεται πρωταγωνιστής της ζωής του.
Με μια φράση, ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» είναι ένα κινηματογραφικό ραδιοφωνικό γράμμα για όσους έμαθαν να αγαπούν μέσα από σήματα FM, ένα μελαγχολικό αλλά και τρυφερό ντοκουμέντο για τις φωνές που μένουν κλεισμένες σε κασέτες κι όμως επιμένουν να μας οδηγούν στο μέλλον.