Πωλίνα στο TheOpinion: «Ο Γιώργος Μαρίνος σημάδεψε τη μουσική μου καριέρα»

H «ροκ» και ακομπλεξάριστη Πωλίνα, μιλά στο TheOpinion και την Δέσποινα Δαϊλιάνη

Πωλίνα στο TheOpinion: «Ο Γιώργος Μαρίνος σημάδεψε τη μουσική μου καριέρα»

Περί τα μέσα Οκτώβρη, βρέθηκα, τυχαία, στο Ανοιχτό Θέατρο Συκεών «Μάνος Κατράκης», να χορεύω μαζί με το υπόλοιπο κοινό υπό τις πιο «πιασάρικες», ντίσκο μελωδίες των 80’s-90’s.

Ήταν η επανάληψη του πάρτι «Γρανίτα από Ντισκοτέκ», που λίγο νωρίτερα είχε πραγματοποιηθεί στην Πλαζ Αρετσούς. Ή για να το θέσω πιο σωστά, ήταν η πιο ανθρώπινη, ξεσηκωτική φθινοπωρινή συναυλία που έχω παρακολουθήσει.

Τη «ροκ» και ακομπλεξάριστη Πωλίνα, η οποία τραγουδούσε και χόρευε, επί σκηνής, παρέα με τους λιλιπούτειους ακόλουθούς της, έδινε τον παλμό για τα τίμια «Push-ups» και δεν δίστασε μέχρι και να πέσει στα χέρια των φαν της, αυτήν συνάντησα και στην κουβέντα που διεξήχθη.

Σίγουρα δεν τα είπαμε όλα. Και πώς, δηλαδή, να χωρέσουν όλα μέσα σε μερικές λέξεις; Ίσως και σκόπιμα να ειπώθηκαν μόνον όσα έπρεπε για τη δεδομένη στιγμή, με τη δέσμευση ότι βάλαμε κι οι δυο μία άνω τελεία στη συζήτηση αυτή.

«Γρανίτα από Ντισκοτέκ»: Από πότε μετράει αυτή η «συνταγή», Πωλίνα;

Αυτή η «συνταγή» ξεκίνησε με δύο «χάπια». Με τον Μπίγαλη και εμένα από το ’13, μέσα στην οικονομική κρίση. Αρχίζοντας, λοιπόν, περί τα τέλη του ’12 και συνεχίζοντας στο Κύτταρο, στο Gagarin -και βλέποντας ότι υπάρχει ανταπόκριση- δεχτήκαμε την πρόταση του Κυττάρου και μετά από λίγο γίναμε τρεις· με τον Κώστα τον Χαριτοδιπλωμένο μέχρι το 2017. Αυτό συνεχιζόταν…

Μετά βρεθήκαμε στο καζίνο της Θεσσαλονίκης και, γυρίζοντας, προστέθηκαν ο Δάκης και η Μαντώ. Για σχεδόν τρεισήμισι χρόνια, ήμασταν στο φουλ, χειμώνα – καλοκαίρι.

Φέτος, τέλος Μαΐου, χάσαμε τον Δάκη, μετά από πολύ ταλαιπωρία. Για ένα χρονικό διάστημα ήταν μαζί μας η Σοφία Αρβανίτη. Είναι δηλαδή… Στο θέατρο Συκεών είδατε τη Σοφία Βόσσου, ακριβώς επειδή η Σοφία η Αρβανίτη ήταν σε μία τηλεοπτική συνεργασία και υποχρέωση. Οπότε, είχαμε τη Βόσσου, κάτι που μας χαροποίησε πάρα πολύ. Και, φυσικά, πιστεύουμε ότι θα το επαναλάβουμε με την πρώτη ευκαιρία, μόλις θα είμαστε τετράδα.

Όλα αυτά, βέβαια, συντονίστηκαν, οργανώθηκαν και εδραιώθηκαν από ένα πολύ σπουδαίο άτομο που μπήκε στη ζωή μας, τον Ηλία τον Αραβίδη. Ο Ηλίας ήταν ήδη στη ζωή του Κώστα του Μπίγαλη. Για ‘μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό, ότι ένας άνθρωπος κανονίζει και σε προστατεύει, σε πηγαίνει στα καλύτερα. Κάτι που έκανα πάντα μόνη μου. Αν δεν ήταν αυτός, θα ήμασταν χαμένοι μέσα στο χάος αυτής της δουλειάς.

Αποδείξατε ότι η δεκαετία 80’s – 90’s κρατάει διαχρονικά…

Δεν είχαμε να αποδείξουμε κάτι, γιατί εμείς αυτό το πράγμα το είχαμε τελειωμένο. Εγώ, προσωπικά, προχωρώντας με τον Σταμάτη Κραουνάκη στη Σπείρα – Σπείρα, στις αρχές του 2000 -το 2003 μέχρι το ’08 – ’09, που συνεργάστηκα μαζί τους σε μουσικο-θεατρικές παραστάσεις- το ‘χα λίγο όχι αποποιημένο αλλά λίγο ξεχασμένο. Γιατί πιστεύω ότι κάποια πράγματα κάνουν τον κύκλο τους και προχωράμε. Έτσι, τουλάχιστον, λειτουργώ, ακόμη κι από την εποχή που ήμουν στον Μαρίνο. Είχα αυτές τις καταπληκτικές γνωριμίες και επαφές και ξέρανε κάποιοι άνθρωποι, όπως ο Σταμάτης, η Λίνα και διάφοροι άλλοι, ότι έχω τη δυνατότητα να κάνω πράγματα τα οποία δεν έχουν μόνον την εμπορική πλευρά της δισκογραφίας, αλλά και πράγματα τα οποία αφορούν στο θέατρο.

Έλα, όμως, που η κρίση μας γύρισε στα χρόνια της αθωότητας. Τι να σου πω; Πιστεύω ότι, περνώντας ο καιρός, γιατί κοντεύει δεκαετία, ναι μεν υπήρχε αυτή η τάση να ακούσουμε τα τραγούδια που αγαπάμε, να νιώσουμε ωραία λόγω της πίεσης που ζούσαμε… Αλλά αυτοί που δημιούργησαν αυτή την κατάσταση είναι οι πολύ νέες γενιές. Αυτές που ανακάλυψαν, μέσω της τεχνολογίας και του YouTube, αυτά τα τραγούδια και τα έφεραν στην επικαιρότητα. Γιατί ο μέσος όρος ηλικίας στις συναυλίες είναι 30; Είναι και η δική μας η γενιά… Αλλά πάνω στην σκηνή, όπως είδες, ήταν «κόκκαλο» όλο το βράδυ πεντάχρονα, επτάχρονα, εννιάχρονα, δωδεκάχρονα –το ίδιο ζήσαμε και σε μία τεράστια συναυλία που κάναμε στο Μεσολόγγι, με 4.000 κόσμο. Δεν ήταν πάνω στη σκηνή τα παιδιά, επειδή απλώς τα έβαλαν οι γονείς τους. Τραγούδαγαν τα τραγούδια μας.

Οπότε έγινε μία αναβίωση. Ξεκίνησε με χιλιάδες λόγους και διατηρήθηκε, ενώ στην αρχή λέγαμε έναν χρόνο, δύο χρόνια, τρία χρόνια; Και κάποια στιγμή είδαμε ότι, όχι μόνον δεν τελείωνε, αλλά «φούντωνε» και περισσότερο. Και μέσω ραδιοφώνου και μέσω τηλεόρασης και μέσω των συναυλιών και του κόσμου, ο οποίος τρελαινόταν να έρθει –και ειδικά μετά τον κορωνοϊό γύρισαν όλοι φορτσάτοι. Φέτος το καλοκαίρι, ειδικά, σε κατάσταση του τύπου πώς αμολάς κάποιον που τον έχεις μαντρωμένο; Δεν θέλεις να ξέρεις!

Φυσικά, το ίδιο ισχύει και εμάς. Μαντρωθήκαμε κι εμείς και πληγήκαμε από αυτό το πράγμα, γιατί η εστίαση και ο κλάδος ο δικός μας ήταν το νούμερο ένα. Όλοι οι άλλοι, λίγο πολύ, δουλέψανε, μα από το σπίτι… Θέλω να πω ότι οι βασικοί κλάδοι που επλήγησαν ήταν η εστίαση και οι καλλιτέχνες. Να τα λέμε όπως είναι. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν κάτι στην άκρη και η αβεβαιότητα αυτή δημιουργούσε ψυχολογικά προβλήματα. Υπήρξαν άνθρωποι του κλάδου που πείνασαν πάρα πολύ.

Κι αφού παρήλθε η περίοδος αυτή, μέσα στον Φλεβάρη κυκλοφόρησες νέο τραγούδι. Αποτελεί και την αρχή, ίσως, ενός νέου δίσκου;

Αυτό ήταν ένα δώρο από τη Σάννυ Μπαλτζή, τη σπουδαία στιχουργό και φίλη, ένα εξαιρετικό πλάσμα, και του Ανδρέα Λάμπρου. Μου το ‘καναν δώρο, δηλαδή μου είπαν «Πάμε, γιατί μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό το κομμάτι». Κι έτσι κι έγινε.

Προς το παρόν, ενισχύουμε και προωθούμε το «Samba Carioca».

«Πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλλες»: Εκτός από το ρεκόρ πωλήσεων, δημιουργήθηκε την εποχή εκείνη και αερογραμμή Αθήνα – Σεϋχέλλες. Πότε αντιλήφθηκες το μέγεθος της επιτυχίας;

Οι «Σεϋχέλλες» παρέσυραν πολύ κατάσταση. Το ’88 κυκλοφόρησε ο δίσκος και το ’89 – ’90 έγινε η εταιρεία.

Μου φαίνονταν λίγο τρελά όλα αυτά. Το συνειδητοποίησα, όταν κάποια στιγμή το ’90, ήμουν με την Άντζελα σε ένα μαγαζί παραλιακό, και έρχεται ο μετρ και μου λέει -επειδή τελείωνα νωρίς εγώ λόγω του ρεπερτορίου- ότι ήταν κάποιοι κύριοι έξω,  λίγο σκούροι, και ήθελαν να μου μιλήσουν. Κι ήταν καπετάνιοι, είχαν αράξει το καράβι στη Θεσσαλονίκη, και ήταν από Σεϋχέλλες. Και τότε μου είπαν «Η φωτογραφία σας βρίσκεται, παντού, δίπλα με τον δικτάτορα». Με το δικτάτορα, λέω, δεν τρελαίνομαι αλλά τι να κάνω…

Μία επιτυχία ξεκινάει, πάντοτε, όταν βρίσκει να καλύψει μία τρύπα. Κι αυτό το πάμε να φύγουμε, τα παρατάω όλα και φεύγω, είναι πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού. Και τώρα να γινόταν, δηλαδή, που όλοι θέλουν να το σκάσουν από οποιαδήποτε κατάσταση… Ήταν το σλόγκαν: πάμε για τρέλες, πάμε να φύγουμε. Πούλα το αμάξι και το ψυγείο, δώσ’ τα όλα, κλείσε το σπίτι, φύγαμε.

Ποιος είναι ο άνθρωπος που σημάδεψε τη μουσική σου καριέρα;

Ο άνθρωπος που σημάδεψε τη μουσική μου καριέρα είναι ο Γιώργος Μαρίνος. Με έβαλε κατευθείαν στα βαθιά και σε ένα περιβάλλον, σε έναν χώρο, που πραγματικά είχε απαιτήσεις. Ένα καμπαρέ της εποχής, που ήταν πολύ δύσκολο να είσαι εκεί πάνω και να συνυπάρχεις με τον Γιώργο Μαρίνο, να χορεύεις, να παίζεις και να τραγουδάς.

Το πιο δύσκολο είδος, που το ξέρει πολύ καλά η Ζαννίνου, η Κατιάνα και ελάχιστες άλλες, είναι αυτό που λέμε σήμερα μιούζικαλ. Αυτό το πράγμα, λοιπόν, δίπλα στον Γιώργο, ήταν η μεγαλύτερη εκπαίδευση και τα μεγαλύτερα «γαλόνια».

Δεν μπορώ να σου μεταφέρω τι ακριβώς συνέβαινε εκεί. Όσοι είχαν την τύχη να δουν τα προγράμματα αυτά, καταλαβαίνουν. Απλώς, από μία σεζόν και μετά, και για να υπάρξω στον χώρο -επειδή ‘καναν όλα τον κύκλο τους- έπρεπε να μπω στη δισκογραφία. Κι έτσι το αποφάσισα, μέσω του Γιώργου του Πολυχρονίου, κι έβγαλα τη «Μπιρίμπα». Έναν πολύ ωραίο δίσκο.

Εκτός από το τραγούδι, ασχολείσαι και με τη ζωγραφική;

Ερασιτεχνικά. Δεν με άφησε ο πατέρας μου τότε που ήθελα να δώσω στη σχολή Καλών Τεχνών, ήθελε να δώσω Γαλλική Φιλολογία. Και δεν με άφησε, λέει, γιατί είχε πολλούς Χίπις. Και του βγήκα τραγουδίστρια και μετά γέλαγε μόνος του…

Ζωγραφίζω για ‘μένα, όποτε έχω κέφια. Και τα χαρίζω στους φίλους μου. Κρατάω κι εγώ κάτι, αλλά βασικά τα χαρίζω στους φίλους μου. Κάποια κομμάτια βγαίνουν πολύ καλά και τα αγαπώ και θέλω να τα αφήνω σε φίλους που αγαπώ.

Πάντως και στην κουβέντα μας, ρε ‘συ Πωλίνα, είσαι αυτή η «ροκ» Πωλίνα που είδα να πέφτει από τη σκηνή πάνω στο κοινό κατά τη διάρκεια της συναυλίας…

Αυτό πάλι, ποιος το πήρε βίντεο; Κάποιος θα μου το στείλει, δεν μπορεί…

Όταν ξεκίνησε η «χοντρή» η αναβίωση, ας πούμε… Γενάρη του ’14, πάω πρώτη φορά στο Eightball στη Θεσσαλονίκη. Με έχει προετοιμάσει ψυχολογικά και μου έχει περιγράψει τι γίνεται εκεί ο Μπίγαλης, ο οποίος όταν πρωτοεμφανίστηκε τέλος του ’13, οι ουρές στρίβανε σαλίγκαρο γύρω γύρω από τα Λαδάδικα. Μου λέει «Μην τρομάξεις. Αλλά εκεί, επειδή θα είσαι μόνη σου με τους μουσικούς, και λόγω του ότι είσαι γυναίκα, θα σε σεβαστούν». Τι να με σεβαστούν; Ένας από τους αρχηγούς εκεί, που συνεχίζουμε να είμαστε φίλοι, με προκάλεσε: «Ο Μπίγαλης πέφτει κι εσύ είσαι κότα». Κότα;;; Και στο «Push-ups» δίνω ένα cross και έγινε της κακομοίρας. Έτσι «βαφτίστηκα». Το Eightball είναι πια σπίτι μας. Όπως αγαπώ το Κύτταρο, αγαπώ και το Eightball πολύ.

Κάποια κατάλοιπα, λοιπόν, από αυτούς τους «ψυχοπαθείς», ήρθαν να με δουν στη συναυλία -γιατί τώρα έχουν οικογένεια, μεγάλωσαν, ωρίμασαν κι αυτοί, αλλά δεν ξεχνιούνται τα παλιά τα χούγια. Και μου έλεγαν «Πέσε και πέσε»…και μετά δεν μπορούσα να ανέβω.