«Η νέα γενιά, και κάθε γενιά, οφείλει να είναι ελεύθερη» – Κατερίνα Φαχούρι και Όλγα Καπαγιορίδου στο TheOpinion για την «Αναρχική» του David Mamet
Η Κατερίνα Φαχούρι και η Όλγα Καπαγιορίδου, με αφορμή την παράσταση «Η Αναρχική», μιλούν στο ΤheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη
Το έργο «Η Αναρχική» του David Mamet, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο «Από Μηχανής Θέατρο», έρχεται στη Θεσσαλονίκη από 21 έως 23 Μαρτίου, στο Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ, σε σκηνοθετική συνεπιμέλεια και παραστατική απόδοση των Κατερίνα Φαχούρι και Όλγα Καπαγιορίδου.
Έχοντας ήδη εκτίσει τριάντα πέντε χρόνια από την ποινή ισόβιας κάθειρξης στην οποία είχε καταδικαστεί, η Κάθι αιτείται την απελευθέρωσή της. Με τον σκοπό αυτό, συναντά για τελευταία φορά την Ανν, που την επιτηρούσε όλα αυτά τα χρόνια στη φυλακή και τη μόνη που μπορεί να εκδώσει την απόφαση της αποφυλάκισής της.
Η Κάθι έχει διαπράξει, όμως, ως μέλος ενός ριζοσπαστικού κινήματος, ένα πολιτικά φορτισμένο έγκλημα και η Ανν, ως αντιπρόσωπος της πολιτείας, οφείλει να αξιολογήσει την αυθεντικότητα της μεταμέλειας της κατηγορουμένης.
Κορίτσια, πείτε μου λίγα λόγια για εσάς…
Κ.Φ.: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Τρίπολη, από Ελληνίδα μητέρα και Ιορδανό πατέρα. Είμαι το πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας. Στα 18 μου έφυγα από την επαρχία και ανέβηκα στην Αθήνα να σπουδάσω Αγγλική Φιλολογία.
Φοίτησα μέρος των σπουδών μου στη Φινλανδία όπου και πήρα την απόφαση, βλέποντας τη ζωή μου από μακριά, να επιστρέψω στην Ελλάδα, να ολοκληρώσω γρήγορα τις σπουδές μου για να προσπαθήσω να ασχοληθώ με αυτό που αισθανόμουν πως με καλεί. Έκτοτε η ζωή μου πήρε άλλη τροπή, με την τέχνη να είναι το κέντρο της.
Όλγ. Κ.: Είμαι η Όλγα. Είμαι 24. Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη. Κατέβηκα στην Αθήνα, στα 18 μου, και έχω τελειώσει τη δραματική σχολή «Αρχή».
Με αγχώνουν οι συνεντεύξεις. Είμαι πολύ αγχώδης άνθρωπος, αλλά προσπαθώ να το δουλεύω. Μου αρέσει πολύ το θέατρο, και να βλέπω και να παίζω, αν και ακόμα και αυτό καμιά φορά με αγχώνει. Αλλά, τουλάχιστον, μπορώ να πω ότι, αυτό που κάνω, μου αρέσει περισσότερο από όσο το φοβάμαι.
«Η Αναρχική», του David Mamet: Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο έργο; Ποιο το ιδεολογικό και κοινωνικο-πολιτικό υπόβαθρο που ενέχει;
Κ.Φ.: Το έργο αυτό καταφέρνει, μέσα από μία συζήτηση, να φέρει στη σκηνή έναν πυρηνικό και βαθιά ανθρώπινο προβληματισμό: Είμαι παιδί, μεγαλώνω, γίνομαι πολίτης. Νιώθω πως ζω σε ένα παράλογο κράτος, που αδικεί, που ασκεί έμμεση και άμεση βία. Θέλω να ευτυχήσω, αλήθεια το θέλω. Και θέλω και οι άνθρωποι γύρω μου να είναι ευτυχείς και να ζουν ωραία. Όμως, βιώνω έναν καθημερινό πόλεμο, μια παράνοια. Προσπαθώ, αλλά υπάρχουν εμπόδια παντού. Tο κράτος, μάλλον, δεν είναι αρωγός μου στην προσπάθειά μου να ζήσω, αλλά κινείται ως «μαφιόζος», δωροδοκεί ή τιμωρεί. Καραδοκεί παντού να καπηλευτεί ό, τι καλό καταφέρνω. Τι να κάνω; Ποια να είναι η θέση μου; Πώς να αντιδράσω; Πώς να προστατευτώ; Να αποταθώ στη δικαιοσύνη; Μα το κράτος ελέγχει και τη δικαιοσύνη.
Ο Mamet δίνει δύο πιθανές απαντήσεις. Η μία είναι να απαντήσω με βία, στη βία που μου ασκείται. Η άλλη είναι να γίνω ένα με το κράτος, να γίνω ο «καταπιεστής» και τουλάχιστον, έτσι, δεν θα είμαι πια εγώ το θύμα. Δεν φαίνεται να συμφωνεί με καμία από τις δύο και δεν είναι και αυτός ο λόγος που τις φέρνει στη σκηνή, φυσικά.
Όλγ. Κ.: Όταν διαβάσαμε πρώτη φορά αυτό το έργο με την Κατερίνα, δεν ήξερα ακριβώς τι συμβαίνει μέσα του, αλλά ήμουν σίγουρη ότι αυτό που συμβαίνει με ενδιαφέρει πολύ. Πιστεύω ότι κάτι τέτοιο μπορεί να πάθει και ο θεατής.
Έχει στη βάση του έναν προβληματισμό· την εξουσία και το πώς τη διαχειρίζονται οι άνθρωποι, αν υποτάσσονται ή επαναστατούν απέναντί της. Ίσως για κάποιους να είναι εύκολη η απάντηση, εγώ δεν ξέρω αν είναι. Και ο Mamet νομίζω δεν ξέρει και αναρωτιέται. Νομίζω αυτό το άνοιγμά του προς την αβεβαιότητα είναι που κάνει αυτό το έργο τόσο ανθρώπινο και τόσο τρομακτικό.

Προσεγγίσατε σκηνοθετικά το έργο χρησιμοποιώντας, εξ ολοκλήρου, την τεχνική του Νikolai Demidov. Δηλαδή;
Κ.Φ.: Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σκηνοθετήσουμε το έργο, η αλήθεια είναι αυτή. Ήμασταν «βουτηγμένες» σε μία τεχνική, την οποία ορκιζόμασταν ότι δεν είχαμε καμία φιλοδοξία να «φιγουράρουμε» ως σκηνοθέτες, γιατί δεν είμαστε. Είμαστε «βαμμένες» ηθοποιοί! Όμως, θέλαμε να πειραματιστούμε με ελευθερία πάνω σε μία τεχνική που κι εμείς τώρα μαθαίνουμε, οπότε η σκηνοθεσία ήταν τουλάχιστον για ‘μένα αναγκαίο κακό!
Πέρα από τα αστεία, το να σκηνοθετείς αφουγκραζόμενος το κείμενο, είναι πολύ λυτρωτικό. Γιατί δεν παίρνεις καμία απόφαση εσύ, τα αποφασίζει όλα εκείνο. Αυτή είναι η «μαγεία» της σχολής αυτής. Τα σκηνικά τα βλέπεις κι ας μην είναι ακόμα εκεί και, ως ηθοποιός, έχεις όλη την ελευθερία του κόσμου, κάθε φορά, να κάνεις κάτι άλλο αν αυτό απαιτεί η αλήθεια της στιγμής. Φυσικά, αυτό μπορέσαμε να το κάνουμε επειδή είχαμε αφιερώσει, πρώτα, τόσο χρόνο εκπαίδευσης πάνω στην τεχνική του Nikolai.
Όλγ. Κ.: Η μέθοδος του Νikolai Demidov ήταν, ίσως, το πρώτο βήμα στην απόφαση να ανεβάσουμε ένα έργο η Κατερίνα κι εγώ. Όταν ξεκινήσαμε τις συναντήσεις με την coach/δασκάλα μας, Βίκυ Γεωργιάδου, άρχισα να νιώθω ότι πραγματικά τα πράγματα γίνονται «χωρίς ραφές». Ότι εμπιστεύομαι, πλέον, τη δημιουργικότητα που έχω μέσα μου και τα λόγια του συγγραφέα πιο πολύ από όσο εμπιστευόμουν το κεφάλι μου. Δεν έχουμε σταματήσει την εξάσκηση, είμαστε κάθε εβδομάδα μαζί με την ομάδα του DSA Lab και εξασκούμαστε.
Στη φύση κρύβεται όλο το ενδιαφέρον και εμείς μαθαίνουμε να της παραδινόμαστε, είναι πιο έξυπνη από τη λογική μας σκέψη. Το ίδιο προσπαθούμε κάθε φορά να κάνουμε και στην «Αναρχική». Δεν επινοούμε κάτι. Δεν είμαστε πιο έξυπνες από τον συγγραφέα, από τη φύση μας και τη φύση των χαρακτήρων. Αφήνουμε όλα αυτά να μας κινήσουν μπροστά στους θεατές με την εμπιστοσύνη ότι, όταν μια ανθρώπινη ψυχή βλέπει μια άλλη να ζει αληθινά, δεν μπορεί παρά να υπάρξει μαζί της και να νιώσει αληθινά ότι ζει.
Εκτός από τη συν-σκηνοθεσία, συμπράττετε και υποκριτικά επί σκηνής. Αναφορικά, λοιπόν, με τους ρόλους που ενσαρκώνετε;
Κ.Φ.: Η Κάθι ανήκει στην πλευρά εκείνων που στη βία του κράτους απάντησε με βία. Δεν την αδικώ. Την καταλαβαίνω. Δεν συμμερίζομαι την άποψή της, δεν το έκανα στη ζωή μου-μέχρι στιγμής τουλάχιστον, γιατί το κράτος τεστάρει τα όριά μας τελευταία- όμως την καταλαβαίνω. Μακάρι να μην βρισκόμασταν μπροστά σε τέτοια διλήμματα. Όμως σε έναν πόλεμο, αν κάποιος σου «βάλει το μαχαίρι στον λαιμό», είναι πολύ πιθανό να το στρίψεις προς το μέρος του για να επιβιώσεις. Αυτό που δεν ξέρω είναι αν μπορείς να σταματήσεις τους πολέμους συμμετέχοντας σε αυτούς.
Η «Αναρχική» είναι ένας άνθρωπος βαθιά αλτρουιστής. Έρχονται ή δεν έρχονται στο θέατρο γιατί τη βρίσκουν γραφική, όμως η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολο να ζεις έτσι. Η Κάθι έχει θυσιάσει τη βολή της και την προσωπική της ευτυχία. Να κινδυνεύεις να μπεις στη φυλακή, επειδή λυσσάς να αντιδράσεις στο παράλογο που σε περιβάλλει. Όχι μόνον για τον εαυτό σου, αλλά για το σύνολο. Δεν συμφωνώ μαζί της όσον αφορά στον τρόπο. Τη σέβομαι, όμως, απεριόριστα. Γιατί πιστεύω πως, μόνον σκεπτόμενοι το σύνολο, θα σταματήσουμε να υποφέρουμε ατομικά.
Όλγ. Κ.: Η Ανν είναι η υπεύθυνη αποφυλάκισης της Κάθι. Είναι μάλλον ο αντιήρωας. Το διάβασα κάπου αυτό και μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι μου έκανε εντύπωση. Πρακτικά, δραματουργικά, ισχύει. Είναι. Αλλά εγώ σαν Ανν, έχω νιώσει ότι είμαι απλώς μια γυναίκα που μπορεί να έχω περάσει δύσκολα και να έχω κάνει λάθη, αλλά κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ τη δεδομένη στιγμή. Έχω θυμό, έχω κουραστεί, κάτι μέσα μου, όμως, ακόμη ζει.
Κι αυτό, καμιά φορά, είναι πολύ πρωτόγονο συναίσθημα· να είσαι εσύ, αλλά κάτι μέσα σου να νιώθεις ότι δεν σου ανήκει και ότι το κινεί κάποιος άλλος. Δεν ξέρεις μετά ποιος είναι σωστός σύμβουλος και ποιος όχι, ποιο «εγώ» σου είναι το πραγματικό και ποιο χτίστηκε για να επιβιώσει σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε.

Ποια στοιχεία της μίας συμπληρώνουν την άλλη σε αυτήν την συνύπαρξη;
Κ.Φ.: Την Όλγα τη νιώθω σαν προέκταση του εαυτού μου. Όταν δουλεύουμε μαζί, είτε στη σκηνοθεσία είτε επί σκηνής ως ηθοποιοί είτε στην οργάνωση της παραγωγής, νιώθω πως είμαστε ένας ενισχυμένος άνθρωπος με σούπερ δυνατότητες.
Είμαστε πολύ διαφορετικές. Η Όλγα είναι πιο πρακτική και οργανωτική, εγώ πιο θεωρητική και άναρχη. Και αυτή είναι η δύναμή μας. Γιατί η μία συμπληρώνει τις ελλείψεις της άλλης, ενώ την ίδια στιγμή έχουμε ένα πολύ κοινό όραμα, όχι μόνο όσον αφορά στην παράσταση αλλά και όσον αφορά στο θέατρο εν γένει.
Όλγ. Κ.: Η συνεργασία μου με την Κατερίνα είναι μία ακόμα στιγμή που έγινε «χωρίς ραφές». Ξέραμε ότι έχουμε μέσα μας συσσωρευμένα τόσα πράγματα που θέλαμε να αφήσουμε ελευθέρα στη σκηνή και ξέραμε ότι εμπιστευόμαστε η μία την άλλη. Για ‘μένα η αίσθηση της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας είναι το μόνο μέρος που μπορεί να «ανθίσει» η δημιουργική διαδικασία. Και αυτόν τον χώρο μου τον έδωσε και συνεχίζει να μου τον δίνει απλόχερα η Κατερίνα.
Είναι πολύτιμο να έχεις τέτοιους συνεργάτες και φίλους, με θεωρώ πολύ τυχερή. Με εμπνέει πολύ. Μπορεί να πιάσει ένα έργο, να διαβάσει δυο φράσεις του δυνατά και να θέλω να γίνει το επόμενο έργο που θα ανεβάσουμε. Κάνει τη δουλειά μας πιο εύκολη. Εκεί που εγώ μπορεί να διστάσω, εκείνη θα με «σπρώξει» λίγο παρακάτω. Έχει πολύ υπομονή. Με προστατεύει από το άγχος μου. Πάνω από όλα, αγαπάει αυτό που κάνουμε τόσο πολύ όσο κι εγώ. Πάντα ονειρεύεται μεγάλα πράγματα και γι’ αυτό ελπίζω να της δίνω την ίδια ελπίδα που μου δίνει και εκείνη.
Επηρεασμένη κι από το θεατρικό αυτό εγχείρημα, θα ήθελα να ρωτήσω: Οφείλει η νέα γενιά να υποτάσσεται ή να επαναστατεί; Ποια η γνώμη σας;
Κ.Φ.: Η νέα γενιά, και κάθε γενιά, οφείλει να είναι ελεύθερη. Όταν δεν νιώθει ελεύθερη ναι, οφείλει και πρέπει να επαναστατεί. Για ‘μένα η επανάσταση δεν είναι μια βίαιη πράξη.
Επανάσταση, ίσως, είναι να απαντάς στη σκληρότητα με αφοπλιστική αγάπη, στον ατομικισμό με συλλογικότητα, στον κυνισμό με ρομαντισμό. Να έχεις τη γενναιότητα να χαρακτηριστείς τρελός, δειλός, λιποτάκτης, τεμπέλης. Η επανάσταση για ‘μένα δεν είναι κάτι που θα γίνει μια μέρα, που θα ξυπνήσω και θα έχουν βγει όλοι στους δρόμους να χορεύουν ή να σφάζουν παλιά είδωλα. Αυτό έχει γίνει. Και πάντα στην ιστορία εκείνοι που με βία ξεσηκώθηκαν, έγιναν οι επόμενοι δυνάστες. Ή αν όχι αυτοί οι ίδιοι, εκείνοι οι σωτήρες που χώθηκαν μέσ’ το πλήθος και εκμεταλλεύτηκαν τα όνειρά τους.
Το θέμα δεν είναι να αλλάξουν τα πρόσωπα, το θέμα είναι να εξελιχθεί η συλλογική και η ατομική μας συνείδηση ώστε να μην μπορούμε παρά να ζούμε ελεύθεροι. Δεν αρκεί να βγει κανείς στον δρόμο να φωνάξει και να εκτονωθεί η επαναστατικότητά του επί τόπου. Η επανάσταση γίνεται κάθε μέρα. Με κάθε επιλογή της ζωής μας, μικρή ή μεγάλη. Όπως ο καθένας μπορεί και όπου φτάνει. Η επανάσταση απαιτεί θυσίες, πολύ προσωπικές, και πάντα έχει κόστος. Στην εποχή που ζούμε επανάσταση είναι, ίσως, να δημιουργείς για το σύνολο και να μην σε κινεί το χρήμα, το πλεόνασμα ή η έλλειψή του. Νομίζω πως η νέα γενιά ήδη επαναστατεί.
Όλγ. Κ.: Δεν ξέρω. Αλήθεια δεν ξέρω. Νομίζω ότι, πριν παρθεί η απόφαση του αν κάποιος θα υποταχθεί ή θα επαναστατήσει, πρέπει να κάνει ένα βήμα πίσω και να προσπαθήσει να δει το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται την εκάστοτε στιγμή. Μπορεί και να πρέπει να «βουτάμε» με τα μούτρα. Δεν ξέρω.
Από την εμπειρία μου, από αυτό το έργο τουλάχιστον, νιώθω ότι τα πράγματα δεν είναι απλά και ότι, πολλές φορές, το να επαναστατείς και το να υποτάσσεσαι, σε φέρνουν στο ίδιο σημείο. Ξέρω ότι η βία είναι βία, από όπου και να προέρχεται, όσο καλή και να είναι η πρόθεση, η βία γεννά βία. Δεν ξέρω αν και πώς μπορεί αυτό να σταματήσει, αν αρχίσει σε μια κοινωνία. Ή απλώς, εγώ, δεν ξέρω πώς. Μακάρι να ήξερα.

Πληροφορίες
«Η Αναρχική», του David Mamet
Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ (Τσιμισκή 136, Πλατεία ΧΑΝΘ)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τρίτη 21/03, Τετάρτη 22/03 & Πέμπτη 23/03 στις 21.00
Εισιτήρια: 15€ Κανονικό, 13€ Φοιτητικό, Ανέργων, ΑμεΑ
Προπώληση εισιτηρίων: Ταμείο Θεάτρου ΑΥΛΑΙΑ, viva.gr
Τηλέφωνο: 231 023 0013
Διάρκεια παράστασης: 100 λεπτά
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Φαχούρι, Όλγα Καπαγιορίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Εύα Μοσχολιδάκη
Ηθοποιοί: Κατερίνα Φαχούρι, Όλγα Καπαγιορίδου
Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαριλού Ταμβάκη
Πρωτότυπος ήχος: Γιώργος Καραμανλής
Παραγωγή: Omikron3 και D’art – The Art Society
Φωτογράφος αφίσας: Βλαδίμηρος Γιαννακάκος
Φωτογραφίες: Νάσια Τσιάμα