Ένας Δράκουλας που διψά για έρωτα – όχι για αίμα (VIDEO)
Ο Δράκουλας ερωτεύεται, το Παρίσι λάμπει, αλλά η ταινία μένει στη σκιά του ίδιου της του μύθου.
Ο κόμης Δράκουλας επιστρέφει. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Το ερώτημα, όπως πάντα, παραμένει: τι νέο έχει να πει μια ακόμη κινηματογραφική μεταφορά του πιο πολυφωτογραφημένου βαμπίρ της έβδομης τέχνης; Ο Λικ Μπεσόν, γνωστός για την εκκεντρικότητα και την εμμονή του με το στυλ, επιχειρεί να απαντήσει με την τελευταία του δημιουργία, A Love Tale – μια ταινία που από τον τίτλο κιόλας δηλώνει πως δεν τον ενδιαφέρει το αίμα, αλλά ο έρωτας.
Αντλώντας ελεύθερα από τον ιστορικό πυρήνα του Βλαντ Τσέπες, αλλά περισσότερο από τον ρομαντισμό του Μπραμ Στόουκερ και την αισθητική του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Μπεσόν τοποθετεί την ιστορία του ανάμεσα σε δύο αιώνες και δύο κόσμους: από τη μεσαιωνική Βλαχία του 1480 στην ακμάζουσα, νεωτερική Ευρώπη του 1880. Εκεί όπου ο Πύργος του Άιφελ υψώνεται ως σύμβολο της προόδου, την ώρα που ένας καταραμένος πρίγκιπας κατεβαίνει από τις σκιές για να διεκδικήσει τον χαμένο του έρωτα.
Το φιλμ ξεκινά με τον Βλαντ να μάχεται τους Οθωμανούς και να χάνει την αγαπημένη του – γεγονός που τον οδηγεί σε απόγνωση, άρνηση του Θεού και τελικά στον μετασχηματισμό του σε βρικόλακα. Από εκεί και πέρα, αρχίζει ένα διαχρονικό κυνηγητό της μετενσάρκωσης της Ελιζαμπέτα του, η οποία αυτή τη φορά φέρει το όνομα Μίνα και ζει στο Παρίσι της Belle Époque.
Ο Μπεσόν δεν κρύβει τις προθέσεις του: θέλει να φτιάξει έναν Δράκουλα της εποχής του Instagram, θεαματικό, αισθησιακό, σχεδόν “καταναλωτικό”. Οι εικόνες είναι όντως εντυπωσιακές – από τα ματωμένα πεδία της Βλαχίας μέχρι τις νυχτερινές αποχρώσεις του Παρισιού, η φωτογραφία και τα σκηνικά δουλεύουν σαν διαφημιστική καμπάνια υψηλής αισθητικής. Όμως, όσο εντυπωσιακή κι αν είναι η επιφάνεια, η ταινία αδυνατεί να σκάψει πιο βαθιά.
Ο A Love Tale δεν είναι ούτε φρέσκο, ούτε ιδιαίτερα συγκινητικό. Ούτε καν τρομακτικός. Είναι μια προσπάθεια να αποδοθεί ο Δράκουλας ως ερωτική ψυχή, μια φιγούρα γεμάτη πάθος και απώλεια. Όμως αυτή η συναισθηματική διάσταση μένει συχνά στη θεωρία. Ο μελοδραματισμός, η επιτήδευση και το κάπως επιφανειακό σενάριο δεν βοηθούν τον θεατή να ταυτιστεί ή να συγκλονιστεί.
Ο Μπεσόν, όπως και σε προηγούμενες δουλειές του, φλερτάρει με τη μεγαλομανία. Παίζει με ψυχαναλυτικά σύμβολα (ο πόθος, ο θάνατος, η πίστη, ο Θεός ως προδότης), αλλά χωρίς συνοχή ή επεξεργασία. Εισάγει στοιχεία πολιτικού σχολιασμού (η Ευρώπη που προδίδει τους ήρωές της, η Εκκλησία που στήνει μηχανισμούς εξόντωσης), τα οποία μένουν σε επίπεδο υπαινιγμού. Χτίζει με πάθος μια gothic ατμόσφαιρα, για να την καταστρέψει λίγο αργότερα με γκροτέσκο χιούμορ.
Κι όμως, μέσα σε όλο αυτό το θεαματικό χάος, υπάρχει κάτι γοητευτικό. Ο Δράκουλας του Μπεσόν είναι ένας ήρωας παγιδευμένος στο παρελθόν, αλλά έτοιμος να διασχίσει κάθε εποχή για τον έρωτα. Αυτό το στοιχείο – όσο απλοϊκά κι αν αποδίδεται – παραμένει αναγνωρίσιμο και διαχρονικό. Είναι, ίσως, αυτό που κάνει τον μύθο του Δράκουλα ακατάλυτο.
Ο A Love Tale δεν είναι μια κακή ταινία. Είναι απλώς μια ταινία που θέλει να είναι πολλά, αλλά δεν γίνεται τίποτα από όλα αυτά σε βάθος. Είναι όμορφη, αλλά κενή. Είναι συναισθηματική, αλλά επιφανειακή. Είναι γοτθική, αλλά χωρίς αληθινό τρόμο. Και τελικά, ο μύθος του Δράκουλα επιβιώνει — όχι χάρη στην ταινία, αλλά παρά τις αδυναμίες της.
Αν είστε φίλοι της αισθητικής του Μπεσόν και του ρομαντικού, βαρύγδουπου κινηματογράφου, ίσως απολαύσετε το ταξίδι. Αν, όμως, αναζητάτε ουσία, βάθος και συγκίνηση… ίσως καλύτερα να επιστρέψετε στον Κόπολα.
«The Animal Kingdom»: Όταν η φύση «ξαναγράφει» τον άνθρωπο (VIDEO)