Απόλλων Δρικούδης στο TheOpinion: «Δεν μπορώ να καταδικάσω ένα κείμενο, “σερβίροντάς” το όπως θέλω εγώ»

Ο Απόλλων Δρικούδης σκηνοθετεί την παράσταση «Πατέρα στο σπίτι»/«Το Χριστόψωμο» και μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

Απόλλων Δρικούδης στο TheOpinion: «Δεν μπορώ να καταδικάσω ένα κείμενο, “σερβίροντάς” το όπως θέλω εγώ»

Τα δύο διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Πατέρα στο σπίτι»/«Το Χριστόψωμο», εκτυλίσσονται ταυτόχρονα επί σκηνής του Θεάτρου Αμαλία, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Απόλλωνα Δρικούδη. Από τις 28 Απριλίου και για τρεις παραστάσεις.

Ο Απόλλων Δρικούδης είναι ένας οδοντίατρος με…καλλιτεχνικές ανησυχίες. Ο ίδιος δεν σταμάτησε να εξασκεί την επιστήμη του κι έχει καταφέρει να την εναρμονίζει με την αγάπη του για το θέατρο. Άλλωστε, όπως παραδέχεται, η τέχνη λειτουργεί απελευθερωτικά και δρα ως ένας εξισορροπητικός παράγοντας στη ζωή του.

Κύριε Δρικούδη…σαν να λέμε, το πρωί οδοντίατρος και το βράδυ ηθοποιός/σκηνοθέτης; Πώς συνδέονται μεταξύ τους;

Κάπως έτσι. Δεν συνδέονται. Η αλήθεια είναι ότι το επάγγελμα του οδοντιάτρου είναι πολύ αγχωτικό, στρεσογόνο, δύσκολο, σύνθετο, σχετικά αποκομμένο από τις υπόλοιπες ιατρικές ειδικότητες. Γνωρίζω πάρα πολλούς που κάνουν άλλα πράγματα για να ισορροπήσουν. 

Τελειώνοντας την οδοντιατρική ήδη ήξερα -παρότι θεωρώ τον εαυτό μου καλό οδοντίατρο- ότι ήθελα να κάνω και κάτι άλλο, καλλιτεχνικό. Κι επειδή έτυχε και πήρα μια υποτροφία στην υποκριτική, έκανα τριετή δραματική σχολή. Μετά αποφάσισα να κάνω και μία τρίτη σπουδή, πέραν της οδοντιατρικής και μετά της δραματικής, η οποία αφορούσε στη σκηνοθεσία· πενταετής σχολή στο ΑΠΘ, στο Τμήμα Κινηματογράφου της Καλών Τεχνών, με κατεύθυνση Σκηνοθεσία. Αυτές είναι οι επίσημες σπουδές.

Καμιά φορά με ρωτάνε: «Έκανες πρώτα την οδοντιατρική ή τη σκηνοθεσία;». Τους απαντάω ότι το ανάποδο δεν γίνεται. Άμα αρχίσεις και «φιλοσοφείς» πολύ, δεν πας να καθίσεις να μάθεις τα άλλα…

Η τέχνη είναι πολύ απελευθερωτική από τη φύση της. Οπότε, μετά, δύσκολα κάποιος να μπει σε τόσο αυστηρό προγραμματισμό και στεγανά, χωρίς να αναρωτηθεί για τα περί υπάρξεως· ποιος είναι, γιατί το κάνει αυτό, που πάει, τι κάνει… Και, νομίζω, είναι πολύ δύσκολο να βγάλεις μια δομημένη σχολή και απαιτητική, όπως είναι η οδοντιατρική. 

Το πιο εντυπωσιακό, στα δικά μου αυτιά, είναι ότι το καλλιτεχνικό κομμάτι δεν το εγκαταλείψατε. Γιατί, καμιά φορά, δεν είναι μόνον τι θέλουμε. Είναι αυτοί οι ρυθμοί της ζωής που δεν βοηθούν…

Ναι, είναι πολύ δύσκολο. Κι έχω πάρα πολλούς φίλους που απορούν πώς το κάνω στη Θεσσαλονίκη αυτό το πράγμα. Όχι ότι η Θεσσαλονίκη είναι μικρή. Είναι, όμως, μια πόλη που δεν έχει τις ίδιες ευκαιρίες που έχει η Αθήνα. Κι αυτό το φαινόμενο δεν είναι διεθνές. Σε ‘μας, είναι πολύ διογκωμένο. 

Ας πούμε, στη Γαλλία, το μεγάλο Φεστιβάλ Κινηματογράφου είναι στις Κάννες. Δεν είναι στο Παρίσι. Και σε ‘μας έτσι ξεκίνησε και τώρα γίνεται ανταγωνιστικά με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου· δηλαδή, πάει, ακόμα κι αυτό, να το πάρει η Αθήνα. Σε ‘μας όντως υπάρχει θέμα στη δεύτερη πόλη της χώρας. 

Για να επιστρέψω σε αυτό που με ρωτάτε, το θέατρο ή η σκηνοθεσία καταντάει «χόμπι». Δεν θέλω να το λέω έτσι, βέβαια, γιατί μόνος μου επαναστατώ μέσα μου. Το σπούδασα, έκανα πολύ κόπο· το άθροισμα των σπουδών, σε υποκριτική και σκηνοθεσία, είναι οκτώ χρόνια. Και μετά κι ένας χρόνος στο Λονδίνο, για κάποια πράγματα πάνω σ’ αυτά, οπότε δεν είναι χόμπι τύπου «πάω και κάνω τζόκινγκ στην παραλία». Αλλά, παρόλα αυτά, είναι πολύ δύσκολο να βιοποριστεί κανείς από αυτό και το καταλαβαίνω.

Κι έχετε προσθέσει, νομίζω, και κάτι επιπλέον σε όλα αυτά. «Ηγείστε» της θεατρικής ομάδας «το τσέρκι»; Ποια, ακριβώς, η σχέση σας;

Η ομάδα είναι κάπως, ας πούμε, προσωποκεντρική, παρότι δεν μ’ αρέσει αυτός ο όρος. Θα ήθελα να έχω μια ομάδα ανθρώπων που να είναι εμπνευσμένοι και να κάνουν θέατρο. Το σταθερό πρόσωπο, όμως, σε αυτήν την παρέα είμαι εγώ. Μπορεί τα παιδιά να αλλάζουν, οπότε «το τσέρκι» δεν είναι κάποια σταθερή ομάδα. Κι αυτό έχει να κάνει κι ανάλογα με την παραγωγή.

Δεν θα μπορούσα να δηλώνω σκηνοθέτης, χωρίς να έχω κάτι να σκηνοθετήσω. Και, μάλιστα, στη Θεσσαλονίκη, που επέλεξα να ζω λόγω του οδοντιατρείου. Δηλαδή, δεν μπορώ να καταβαίνω στην Αθήνα και να κάνω πράγματα εκεί. Που δεν ξέρω ποια θα ήταν η εξέλιξη που, πιθανώς, θα είχα. Μπορεί να μην ήταν και τίποτα, έτσι; Να μην έκανα τίποτα εκεί. 

Οπότε, είμαι εδώ πέρα λόγω του οδοντιατρείου, που δεν το έχω αφήσει ποτέ. Πρέπει να έχω έναν τρόπο να σκηνοθετώ. Δεν υπάρχουν άλλες σκηνές. Ή θα είσαι στο Κρατικό, που είναι πολύ δύσκολοι και ανταγωνιστικοί οι όροι -θα ήθελα να μπορούσα να σκηνοθετήσω κάποια δουλειά εκεί- ή να κάνεις κάτι που αγαπάς, μόνος σου. 

Να έρθουμε, λοιπόν, στην παράσταση, η οποία συμπεριλαμβάνει δύο διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Πατέρα στο σπίτι»/«Το Χριστόψωμο». Δεν θα μιλήσω εγώ για τη διαχρονικότητα των κειμένων του, αλλά πείτε μου εσείς, με ποιο κριτήριο επιλέξατε να ασχοληθείτε με τον Σκιαθίτη λογοτέχνη;

Όταν πιάνεσαι με ένα κείμενο για να το επεξεργαστείς και να το σκηνοθετήσεις, θέλει πάρα πολύ χρόνο και μεγάλη αφιέρωση. Κι έτσι όπως το βλέπω εγώ, και αισθητικά, θα πρέπει να «αναμετρηθείς» με ένα σημαντικό κείμενο. Αν ζούσαμε πεντακόσια χρόνια, θα είχαμε χρόνο να κάνουμε πολλά πράγματα. Αλλά εγώ, στις λίγες σκηνοθεσίες που μπορεί να ευτυχήσω να κάνω στη ζωή μου, θα ήθελα να γνωρίσω σημαντικούς συγγραφείς. 

Δεν συζητάω καν το κομμάτι το εμπορικό. Δεν είναι αυτό προτεραιότητα, γιατί αλλιώς δεν θα κάναμε όλα αυτά που κάνουμε. Αλλά επειδή έτσι είναι τα πράγματα και ο χρόνος συγκεκριμένος, νομίζω είναι καλό να «αναμετρηθείς», να γνωρίσεις, να ωφεληθείς από κείμενα που είναι σημαντικά.

Τώρα, ο Παπαδιαμάντης, είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι αγαπημένος πολλών. Κι ήθελα κι εγώ να τον γνωρίσω καλύτερα κι είχα στο μυαλό μου, κάποια στιγμή, να κάνω Παπαδιαμάντη. Και για να καταλήξω σε αυτά τα δύο διηγήματα, διάβασα αρκετά· δύο διηγήματα τα οποία μπορούν να «παντρευτούν» και να είναι παράλληλα.

Σκέφτηκα να μην είναι δύο ιστορίες, οι οποίες να έρχεται η μία σε σειρά με την άλλη. Αυτό θα είχε και μία δραματουργική αδυναμία, θα δημιουργούσε δύο φινάλε στην παράσταση. Ήθελα να καταλήξουμε σε ένα κοινό φινάλε, όπου θα γινόταν το μεγάλο «μπαμ» μέσα στον ψυχισμό του θεατή και θα έφευγε ωφελημένος, αν είναι δυνατόν, από το θέατρο, μια και κάτω. Μια κι έξω, ας πούμε. 

Δεν ήθελα να αποδυναμώσω, δραματουργικά, τα δύο διηγήματα, παραθέτοντάς τα το ένα δίπλα στο άλλο. Γίνεται μία πλέξη των διηγημάτων. Παρότι είναι τελείως ανεξάρτητες οι ιστορίες, έχουν κοινούς άξονες. Περνάμε από το ένα στο άλλο κι έτσι καταλήγουμε, ταυτόχρονα, σε ένα «τριπλό» φινάλε: του ενός, του άλλου και του κοινού. 

Έχει διατηρηθεί και η «παπαδιαμαντική» γλώσσα;

Απαράβατα! Δεν πρέπει να χαθεί ούτε το «ν». Όχι από υστερία… Ξέρετε, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μεγάλη ευαισθησία με τη γλώσσα. Και λέω στους ηθοποιούς μου ότι από κάτω μπορεί να είναι φιλόλογοι. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν διδακτορικά στον Παπαδιαμάντη. Δεν μπορούμε να είμαστε επιπόλαιοι και να λέμε στο περίπου το κείμενο. Δεν μπορούμε να αλλάζουμε τα κείμενα, διότι πολλές φορές δεν είμαστε σε θέση να τα καταλάβουμε εμείς, τώρα. Μπορεί μετά από δύο χρόνια να έχω ωριμάσει και να το δω αλλιώς. Μετά από επτά χρόνια, μπορεί ένας άλλος να βλέπει κάτι που εγώ δεν το βλέπω. Δεν μπορώ να καταδικάσω ένα κείμενο, «σερβίροντάς» το όπως θέλω εγώ και αλλοιώνοντάς το. 

Μου έχει τύχει κάτι απίστευτο σε καλοκαιρινή παράσταση, σε ανοιχτό θέατρο. Ένας ηθοποιός πήγε να πει κάτι και κάποιος από το κοινό τον διόρθωσε, λέγοντάς του το κείμενο. Το διανοείστε; 

Υπάρχουν άνθρωποι με ευαισθησίες, που διαβάζουν ένα κείμενο ξανά και ξανά. Που το έχουν διαβάσει και στα παιδιά τους.  Δεν δικαιούσαι να ξεχνάς τα λόγια. Δεν δικαιούσαι να βάζεις άλλα και να λες τη «θυγατέρα», «κόρη». 

Το ωραίο, βέβαια, της συγκεκριμένης παράστασης είναι ότι πρόκειται για δύο έργα τα οποία είναι προσβάσιμα και στις μικρότερες ηλικίες· είναι διηγήματα που διδάσκονται σε γυμνάσιο – λύκειο. Επομένως, θα μπορούσαν να την «ακολουθήσουν» και τα παιδιά.

Επειδή, όμως, η πλέξη των δύο διηγημάτων είναι αρκετά μοντέρνα -είναι αυτό που λέμε παράλληλο μοντάζ- θα πρότεινα σε γονείς που θέλουν να φέρουν τα παιδιά, να ξέρουν την πλοκή. Για να ξέρουν πότε γίνεται η μετάβαση από το ένα στο άλλο. Δηλαδή, λίγο να έχουν ασχοληθεί, να ξέρει ένα παιδί τι περίπου γίνεται. Τα διηγήματα δεν είναι μεγάλα. 

Πληροφορίες

«Πατέρα στο σπίτι»/«Το Χριστόψωμο», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Θέατρο Αμαλία (Αμαλίας 71, Θεσσαλονίκη)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 28/04, Σάββατο 29/04 & Κυριακή 30/04 στις 21.15

Εισιτήρια: 12€ Κανονικό, 10€ Μειωμένο (φοιτητικό, πολυτέκνων, άνω των 65, ΑμεΑ, ανέργων, θεατρικές ατέλειες)

Προπώληση εισιτηρίων: Ταμείο Θεάτρου Αμαλία (Τ: 231 084 2509), ticketservices.gr

Ταυτότητα παράστασης

Κείμενο: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σκηνοθεσία, Υποκριτική διδασκαλία: Απόλλων Δρικούδης

Σχεδιασμός και εικαστικό αφίσας/προγράμματος: Μαρία Δημόκα

Οργάνωση παραγωγής: θεατρική ομάδα «το τσέρκι»

Ηθοποιοί

Μαρία Αγγελοπούλου

Νίνα Γιαζιτζή

Χρήστος Γκουτσίδης

Βασιλική Καλούση

Μαρία Καραδημήτρα

Μαρία Κυριακού

Έλσα Μητσούλη

Θεολένια Ξανθάκη

Χρήστος Σιδηράς

Γεωργία Σιώπη