Η νέα κοινοβουλευτική πειθαρχία ως επένδυση στην ποιότητα της δημοκρατίας
Τα συμπεράσματα μετά από μια εβδομάδα λειτουργίας του «κόφτη» στη Βουλή.
Αν κάτι έγινε ξεκάθαρο αυτή την εβδομάδα στο ελληνικό κοινοβούλιο είναι ότι ο χρόνος δεν είναι απλώς μια τεχνική λεπτομέρεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, αλλά πρόκειται για έναν χρήσιμο πολιτικός πόρο. Η εισαγωγή του χρονοκόφτη και η πειθαρχημένη εφαρμογή του στις ομιλίες των βουλευτών έδειξαν ότι το ελληνικό Κοινοβούλιο μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο πιο σύγχρονο και αποτελεσματικό, χωρίς να χάνει την ουσία του διαλόγου. Τα αποτελέσματα φάνηκαν άμεσα με πιο καθαρές τοποθετήσεις, πιο ευκρινείς αντιπαραθέσεις και λιγότερο χρόνο χαμένο σε λεκτικούς μαραθωνίους που κούραζαν τους πάντες. Η κοινοβουλευτική πρακτική κέρδισε σε σαφήνεια και ρυθμό και η αίσθηση όσων παρακολούθησαν τις συνεδριάσεις ήταν πως επιτέλους κινείται κάτι που επί χρόνια έμοιαζε αμετακίνητο.
Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα έντονα στην «Ώρα του Πρωθυπουργού» την Παρασκευή. Η συζήτηση κύλησε με μια πρωτοφανή ισορροπία μεταξύ πολιτικής έντασης και θεσμικής σοβαρότητας. Οι τοποθετήσεις είχαν καθορισμένο πλαίσιο, οι παρεκκλίσεις περιορίστηκαν και η αντιπαράθεση έγινε επί της ουσίας και όχι επί του θεατρινισμού. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί ωφελήθηκαν από τον αυστηρότερο χρονικό έλεγχο καθώς ο δημόσιος λόγος τους βγήκε πιο καθαρός και πιο οργανωμένος. Η θεσμική εικόνα της Βουλής βγήκε ενισχυμένη γιατί επιτέλους φάνηκε ότι υπάρχει ένα λειτουργικό σύστημα που δεν επιτρέπει την κατάχρηση του βήματος. Κανείς δεν είδε τον χρόνο να λειτουργεί κατασταλτικά και όλοι είδαν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ενθάρρυνε την ουσία και αποθάρρυνε την υπερβολή.
Οι νέες διατάξεις αλλάζουν κάτι βαθύτερο από τον χρόνο της κάθε ομιλίας. Μετατρέπουν την κουλτούρα του κοινοβουλευτικού λόγου. Αναγκάζουν τον ομιλητή να επικεντρωθεί στο επιχείρημα, να οργανώσει τη σκέψη του, να προτάξει την ουσία από τον εντυπωσιασμό. Δεν πρόκειται απλώς για τεχνικό περιορισμό αλλά για θεσμική υπενθύμιση ότι ο λόγος στη Βουλή είναι δημόσιος, άρα οφείλει να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και όχι τις επικοινωνιακές ανάγκες του καθενός. Η συνοπτικότητα δεν σημαίνει επιφανειακότητα. Σημαίνει ότι η πολιτική τοποθέτηση αποκτά βάρος επειδή χάνει τον θόρυβο που την περιτριγύριζε. Το να λέει κανείς λιγότερα και ουσιαστικότερα είναι κέρδος για τη δημοκρατία και κέρδος για τον πολίτη που παρακολουθεί.
Σε πολλές ώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες οι αυστηροί χρονικοί περιορισμοί θεωρούνται αυτονόητο στοιχείο της λειτουργίας τους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ενσωματώσει εδώ και χρόνια την αυτόματη διακοπή του μικροφώνου. Το βρετανικό κοινοβούλιο εφαρμόζει συστηματικά συγκεκριμένα χρονικά όρια που επεμβαίνουν όταν οι λίστες ομιλητών μεγαλώνουν υπερβολικά. Στη γερμανική Bundestag οι ομιλητές διαχειρίζονται ένα αναλογικό μοντέλο χρόνου που τους υποχρεώνει να επιλέγουν τις πιο σημαντικές θέσεις τους, ενώ τις νομοθετικές συζητήσεις της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης ο χρόνος για κάθε κοινοβουλευτική ομάδα είναι προκαθορισμένος και μη ανανεώσιμος. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι ο χρονικός έλεγχος δεν μειώνει τη δημοκρατία αντιθέτως την προστατεύει από την αυθαιρεσία και τη φλυαρία. Το υγιές κοινοβουλευτικό περιβάλλον δεν χτίζεται με άπειρο χρόνο λόγου αλλά με κανόνες που εφαρμόζονται με συνέπεια ώστε ο διάλογος να παραμένει ζωντανός χωρίς να εκτρέπεται σε χάος.
Η ελληνική Βουλή για πολλά χρόνια λειτουργούσε με μια ιδιόμορφη ανοχή στην υπέρβαση χρόνου. Ο πρόεδρος συχνά προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες επιτρέποντας παρατάσεις που άνοιγαν τον δρόμο σε συνεχείς παρεκκλίσεις. Η λογική αυτή ήταν αποτέλεσμα μιας κουλτούρας όπου ο βουλευτής θεωρούσε ότι το βήμα είναι απεριόριστο δικαίωμα και όχι ρυθμισμένο προνόμιο του ρόλου του. Οι νέες ρυθμίσεις έρχονται να διορθώσουν ακριβώς αυτό. Στέλνουν το μήνυμα ότι το Κοινοβούλιο δεν είναι άτυπο πεδίο ρητορικών εντυπώσεων αλλά το θεσμικό κέντρο χάραξης δημόσιας πολιτικής. Ο χρόνος είναι κοινός πόρος και η σωστή διαχείρισή του ενισχύει τη διαφάνεια και την ισονομία. Δεν υπάρχει τίποτα αντιδημοκρατικό στην ιδέα ότι κάθε βουλευτής θα πρέπει να σεβαστεί ένα αντικειμενικό όριο. Αντιθέτως μέσα από την πειθαρχημένη διαδικασία αναδεικνύονται πιο καθαρά οι πραγματικές πολιτικές διαφορές.
Αυτό που είδαμε αυτή την εβδομάδα είναι ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την ένταση του κοινοβουλευτικού λόγου. Την καθαρίζουν. Οι συγκρούσεις παραμένουν και μάλιστα γίνονται πιο ουσιαστικές γιατί οι ομιλητές αναγκάζονται να προτάξουν τα πιο σημαντικά σημεία των διαφωνιών τους. Η αντιπολίτευση δεν χάνει φωνή. Χάνει τον περιττό θόρυβο που συχνά αδυνάτιζε τα επιχειρήματά της. Η κυβέρνηση δεν κερδίζει κάποια θεσμική υπεροχή. Κερδίζει απλώς ένα πλαίσιο που της επιτρέπει να εκθέτει καθαρότερα τις θέσεις της. Ο πολίτης που παρακολουθεί ωφελείται περισσότερο από όλους γιατί βλέπει μια συζήτηση που σέβεται τον χρόνο του και του δίνει σαφέστερη εικόνα του δημόσιου διαλόγου.
Η καλύτερη λειτουργία της «Ώρας του Πρωθυπουργού» ήταν ένα ενδεικτικό δείγμα αυτής της νέας πραγματικότητας. Το κοινοβούλιο την Παρασκευή ήταν πιο ώριμο, και πιο λειτουργικό. Καμία πλευρά δεν εκμεταλλεύτηκε τον χρόνο ως όπλο και καμία δεν κρύφτηκε πίσω από παρεκκλίσεις που θα θόλωναν την ουσία. Η συζήτηση κέρδισε σε αξιοπιστία και οι πολίτες πήραν μια εικόνα ενός θεσμού που δεν λειτουργεί με όρους τηλεοπτικού πανελ αλλά με όρους σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Αυτές οι αλλαγές δεν είναι μικρές και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απλή τεχνική διόρθωση. Είναι βήμα προς ένα Κοινοβούλιο που αντιλαμβάνεται τον ρόλο του με σοβαρότητα. Η ποιότητα της δημοκρατίας ενισχύεται όταν οι θεσμοί οργανώνονται γύρω από κανόνες που εφαρμόζονται καθολικά. Ο χρονοκόφτης δεν περιορίζει την πολιτική αλλά την απελευθερώνει από τις στρεβλώσεις που επί χρόνια υπονόμευαν τη δημόσια συζήτηση. Το επόμενο διάστημα θα δείξει αν η νέα αυτή κουλτούρα θα ριζώσει οριστικά. Το πρώτο δείγμα πάντως ήταν ενθαρρυντικό και δείχνει ότι η Ελλάδα μπορεί να κάνει βήματα προς μια πιο ώριμη και ουσιαστική κοινοβουλευτική λειτουργία που υπηρετεί τον πολίτη και όχι τις συνήθειες του παρελθόντος.