Η αναθεώρηση και ο κίνδυνος ακυβερνησίας: το πραγματικό θεσμικό στοίχημα
Οι προειδοποιήσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, η ανάγκη συναινέσεων και ο ρόλος της «Βουλής της μίας ημέρας» στη θεσμική σταθερότητα
Ο πρόσφατος προβληματισμός του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τασούλα που διέρρευσε στο Βήμα της Κυριακής επανέφερε με οξύ τρόπο ένα θέμα που οι πολιτικές δυνάμεις συχνά προτιμούν να αφήνουν στην άκρη. Η αδυναμία ουσιαστικών συναινέσεων και η πιθανότητα μιας περιόδου ακυβερνησίας μετά τις επόμενες εκλογές δεν αποτελούν απλές υποθέσεις εργασίας. Διαμορφώνουν τον πυρήνα ενός προβληματισμού που αγγίζει ευθέως τη θεσμική μας αρχιτεκτονική και την ίδια τη δυνατότητα της χώρας να αποφασίζει για το μέλλον της με τρόπο προβλέψιμο και υπεύθυνο. Ο Πρόεδρος περιέγραψε μια πραγματικότητα που δεν κρύβεται πίσω από την πολιτική αψιμαχία. Οι θεσμοί χρειάζονται έδαφος σταθερότητας για να λειτουργήσουν. Κι όταν αυτό απουσιάζει, η συζήτηση για το Σύνταγμα παύει να είναι τεχνική και γίνεται καθαρά πολιτική.
Ειδικότερα, η επερχόμενη συνταγματική αναθεώρηση συνιστά μια από τις πιο κρίσιμες διαδικασίες των τελευταίων δεκαετιών. Η κυβερνητική πλειοψηφία έχει αναδείξει ήδη έναν κύκλο μεταρρυθμίσεων που θα μπορούσαν να προωθηθούν, προκειμένου να καταστεί το πολιτικό σύστημα περισσότερο λειτουργικό και η δημοκρατική διαδικασία πιο ανθεκτική στις σύγχρονες προκλήσεις. Θέματα όπως η σταθερότητα του εκλογικού κύκλου, η ενίσχυση της λογοδοσίας στο πεδίο των ανεξάρτητων αρχών, η αναμόρφωση του άρθρου 16, η θωράκιση της δικαιοσύνης με κανόνες που περιορίζουν τις παθογένειες του εσωτερικού ελέγχου και ο πιο σύγχρονος καθορισμός των σχέσεων κράτους και οικονομίας έχουν συζητηθεί σε διάφορα επίπεδα δημόσιας διαβούλευσης. Η κυβέρνηση επιμένει ότι η αναθεώρηση πρέπει να απαντά σε πραγματικές ανάγκες και όχι σε καταλόγους επιθυμιών. Αυτή η στάση έχει ιδιαίτερη αξία σε μια συγκυρία όπου οι πολιτικές αντιπαραθέσεις έχουν τη δύναμη να εκτρέψουν κάθε σοβαρή συζήτηση σε μια σύγκρουση ταυτότητας.
Η σταθερότητα βρίσκεται στον πυρήνα όσων προτείνει η κυβερνητική πλειοψηφία, με στόχο ένα πιο προβλέψιμο σύστημα που θα επιτρέπει στον εκάστοτε κυβερνητικό σχεδιασμό να παράγει καρπούς πέρα από τον εκλογικό ορίζοντα του κάθε Υπουργείου. Η συζήτηση για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας παραμένει ανοιχτή, όπως και η ανάγκη ρυθμίσεων που θα αποτρέπουν την εργαλειοποίηση θεσμικών μηχανισμών. Ορισμένες προτάσεις αφορούν επίσης τη δυνατότητα ταχύτερης προσαρμογής της χώρας στις τεχνολογικές και γεωπολιτικές μεταβολές, κάτι που απαιτεί διοίκηση ευέλικτη αλλά υπόλογη και μηχανισμούς ελέγχου διαφανείς και αποτελεσματικούς. Σε αυτό το περιβάλλον, η κυβέρνηση επιχειρεί να δώσει έμφαση στην ουσιαστική συνεννόηση με τις πολιτικές δυνάμεις. Ακόμη και αν δεν εξασφαλιστεί πλήρης σύμπλευση, η αναζήτηση ενός κοινού τόπου λειτουργεί ως μήνυμα νομιμοποίησης προς την κοινωνία, ιδίως σε περιόδους που η καχυποψία προς την πολιτική εξουσία εντείνεται.
Η προβληματική που ανέδειξε ο Πρόεδρος περιλαμβάνει ωστόσο και μια διαδικαστική πτυχή η οποία σπανίως γίνεται αντικείμενο ευρείας συζήτησης. Πρόκειται για την ιδιόμορφη περίπτωση της λεγόμενης «Βουλής της μίας ημέρας», η οποία, σε συνθήκες επαναληπτικών εκλογών το 2027 στα πρότυπα του 2012 και του 2023, ενδέχεται να συγκληθεί απλώς για να εκλέξει το Προεδρείο της και αμέσως μετά να οδηγηθεί σε διάλυση. Το ενδεχόμενο μια σύνθεση χωρίς ουσιαστικό χρόνο εργασίας, χωρίς πολιτικό βηματισμό και χωρίς σταθερή σχέση αντιπροσώπευσης να επηρεάσει τη διαδικασία της αναθεώρησης δημιουργεί σημαντικά ερωτήματα. Διότι η αναθεώρηση δεν είναι μια τυπική κοινοβουλευτική πράξη που μπορεί να διεκπεραιωθεί με μηχανικό τρόπο. Απαιτεί σύνθεση, χρόνο διαλόγου, σταθμίσεις και θεσμική συνείδηση.
Η πιθανότητα ακύρωσης ή παγώματος της διαδικασίας από μια Βουλή με τέτοια χαρακτηριστικά έχει ήδη συζητηθεί σε συνταγματικούς κύκλους. Ορισμένοι θεωρούν ότι θα ήταν θεσμικά άκομψο να κρίνει μια τέτοια Βουλή το μέλλον μιας αναθεώρησης την οποία δεν θα έχει καν προλάβει να συζητήσει. Άλλοι επιμένουν ότι η κυριαρχία της Βουλής παραμένει απόλυτη αφού εκλέγεται από τον ελληνικό λαό και οφείλει να ασκεί όλες τις αρμοδιότητές της. Στην πράξη όμως το πρόβλημα δεν είναι τυπικό αλλά βαθιά πολιτικό. Η αναθεώρηση χρειάζεται ηρεμία, σταθερότητα και επεξεργασμένο διάλογο. Η Βουλή μιας ημέρας δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε από αυτά. Αν αυτή η σύνθεση κληθεί να λάβει οποιαδήποτε απόφαση που επηρεάζει τη ροή της αναθεωρητικής διαδικασίας, το αποτέλεσμα κινδυνεύει να στερηθεί τη νομιμοποίηση που απαιτείται για μια τόσο βαριά θεσμική πράξη.
Αυτός ο κίνδυνος αναδεικνύει την ίδια την προβληματική του Προέδρου. Όταν οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να καταλήξουν σε βασικές συναινέσεις, το σύστημα εκτίθεται σε παράδοξα που αλλοιώνουν την ποιότητα της δημοκρατίας. Η κυβέρνηση έχει επιλέξει να απαντήσει με έναν λόγο που δίνει έμφαση στην ανάγκη θεσμικής σοβαρότητας. Η χώρα δεν μπορεί να εισέλθει σε μια περίοδο συνταγματικής αναθεώρησης με την απειλή πολιτικών περιπετειών να παραμονεύει στη γωνία και με το ενδεχόμενο μια εφήμερη κοινοβουλευτική σύνθεση να υπονομεύει μια ιστορική διαδικασία. Χρειάζεται υπεύθυνη αντιπολίτευση που δεν θα υποκύψει στον πειρασμό της μικροπολιτικής και χρειάζεται επίσης μια κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται ότι η ευρύτερη αποδοχή αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχία οποιασδήποτε βαθιάς μεταρρύθμισης.
Το πολιτικό σχόλιο που προκύπτει από αυτή τη συζήτηση είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η ανάγκη για συνταγματικές αλλαγές δεν είναι προϊόν μόνο της βούλησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Πηγάζει από την πραγματική πίεση που ασκούν οι σύγχρονες προκλήσεις. Το διεθνές περιβάλλον γίνεται ολοένα πιο ασταθές. Η τεχνολογία μεταμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι διοικήσεις. Η κοινωνία απαιτεί περισσότερη διαφάνεια και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Οι θεσμοί καλούνται να ανταποκριθούν σε όλα αυτά χωρίς να χάνουν την αξιοπιστία τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η αναθεώρηση δεν αποτελεί συνηθισμένη κοινοβουλευτική ύλη, αλλά εργαλείο προσαρμογής μιας ολόκληρης χώρας στις ανάγκες του 21ου αιώνα.
Οι παρεμβάσεις του Προέδρου λειτουργούν επομένως ως υπενθύμιση ότι τα Συντάγματα δεν γράφονται για να υπηρετούν κυβερνήσεις, αλλά για να εξασφαλίζουν ότι το πολιτικό σύστημα θα παραμένει λειτουργικό ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιλέγει να προσεγγίσει την αναθεώρηση με έμφαση στην αναζήτηση συναινέσεων αποτελεί θετικό δείγμα θεσμικής ωριμότητας. Η σταθερότητα δεν έρχεται μόνη της. Απαιτεί πολιτική βούληση, ευρύτητα σκέψης και διάθεση συνεργασίας. Αν αυτή η λογική επικρατήσει, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει μια αναθεώρηση που θα ενισχύσει το θεσμικό της υπόβαθρο για πολλά χρόνια. Αν όμως κυριαρχήσουν η πόλωση και οι τακτικισμοί, ο κίνδυνος να χαθεί μια ιστορική ευκαιρία θα γίνει πολύ πιο ορατός.
Η δημόσια συζήτηση που έχει ανοίξει προσφέρει την ευκαιρία να δούμε τι είδους δημοκρατία θέλουμε. Μια δημοκρατία επιρρεπή σε θεσμικές κρίσεις ή μια δημοκρατία που θα στηρίζεται σε ισχυρές διαδικασίες, σε λογοδοσία και σε πολιτική υπευθυνότητα. Η κυβέρνηση οφείλει να συνεχίσει τη στρατηγική της θεσμικής σοβαρότητας. Οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να συμβάλουν συνειδητά στη συζήτηση, ακόμη και αν διαφωνούν σε επιμέρους ζητήματα. Γιατί το Σύνταγμα δεν ανήκει σε καμία κυβέρνηση και σε κανένα κόμμα. Ανήκει στη χώρα. Και η χώρα χρειάζεται, τώρα περισσότερο από ποτέ, μια αναθεώρηση που θα της προσφέρει σταθερότητα, ευελιξία και πολιτική αξιοπιστία.