Σαν σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου – Μια πράξη ηθικής αντίστασης

Όταν η Εκκλησία ύψωσε ανάστημα απέναντι στην Κατοχή

Σαν σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου – Μια πράξη ηθικής αντίστασης

Σαν σήμερα το 1941, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου, αρθρώνοντας θεσμική αντίσταση απέναντι στον ναζιστικό κατακτητή και τις επιβαλλόμενες κυβερνήσεις.

Η 2α Ιουνίου 1941 αποτελεί ημερομηνία-ορόσημο στην ιστορία της ελληνικής Κατοχής, καθώς σηματοδοτεί την άρνηση του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθου (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης) να ορκίσει την πρώτη κατοχική κυβέρνηση, υπό τον στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου.

Η πράξη αυτή, αν και εν πολλοίς παραγνωρισμένη στο ευρύτερο δημόσιο αφήγημα, συνιστά σημαντικό παράδειγμα συμβολικής και θεσμικής αντίστασης από κορυφαίο εκκλησιαστικό και πολιτειακό παράγοντα.

Ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο

Η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα (27 Απριλίου 1941) επέφερε την πλήρη κατάρρευση του ελληνικού κράτους και των συνταγματικών θεσμών. Στο κενό εξουσίας που προέκυψε, οι δυνάμεις Κατοχής επιδίωξαν τη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας, επιλέγοντας τον στρατηγό Τσολάκογλου, ο οποίος είχε ήδη υπογράψει την άνευ όρων παράδοση της ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης στη Θεσσαλονίκη (20 Απριλίου 1941).

Η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης έπρεπε, για λόγους νομιμοφάνειας, να πραγματοποιηθεί από τον προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με την ισχύουσα συνταγματική και πολιτειακή πρακτική.

Η άρνηση του Χρύσανθου

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην τελετή ορκωμοσίας. Σε επίσημη δήλωσή του, διατύπωσε σαφώς ότι αδυνατεί να ορκίσει κυβέρνηση η οποία έχει επιβληθεί από τις δυνάμεις κατοχής και δεν έχει προκύψει από συνταγματικές διαδικασίες ή λαϊκή εντολή. Η άρνησή του δεν αποτελούσε μόνο πράξη προσωπικής συνείδησης, αλλά είχε σαφή θεσμικό και πολιτειακό χαρακτήρα.

Η στάση του αυτή ήρθε σε αντίθεση με την πολιτική επιβολής του ναζιστικού καθεστώτος, και οδήγησε άμεσα στην απομάκρυνσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η Κατοχική Διοίκηση, σε συνεργασία με τους εγχώριους συνεργάτες της, επέβαλε την παραίτησή του, προκειμένου να διευκολυνθεί η πολιτειακή «νομιμοποίηση» του νέου καθεστώτος.

Η αντικατάστασή του και η συνέχεια

Στη θέση του τοποθετήθηκε ο Μητροπολίτης Κορίνθου Δαμασκηνός (Παπαδόπουλος), ο οποίος διατήρησε μια πιο πραγματιστική στάση απέναντι στην Κατοχή, επιλέγοντας να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής μεταξύ των κατακτητών και της ελληνικής κοινωνίας. Η επιλογή αυτή, αν και αμφιλεγόμενη, οδήγησε αργότερα σε σημαντικές παρεμβάσεις του ιδίου υπέρ του εβραϊκού πληθυσμού και των θυμάτων της πείνας, διασώζοντας χιλιάδες ζωές.

Ωστόσο, η στάση του Χρύσανθου παραμένει μοναδική ως καθαρή άρνηση συμβιβασμού με το κατοχικό καθεστώς, ανεξαρτήτως των συνεπειών.

Ιστορική αποτίμηση

Η περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου εγγράφεται στην ιστορία της ελληνικής Κατοχής ως μία από τις ελάχιστες πράξεις θεσμικής αντίστασης από πρόσωπο με επίσημο θεσμικό ρόλο, σε μια χρονική συγκυρία όπου η πλειοψηφία των κρατικών και εκκλησιαστικών παραγόντων επέλεξε είτε τη σιωπή είτε την ενεργή συνεργασία με τις δυνάμεις Κατοχής.

Η απόφασή του συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγκρουσης ανάμεσα στον θεσμικό ρόλο και την ατομική ηθική στάση, ιδίως όταν οι πρώτοι υπονομεύονται από εξωτερική κατοχική επιβολή.

Η ιστοριογραφική επανεκτίμηση του ρόλου του Χρύσανθου παραμένει ανοιχτό πεδίο έρευνας, με έμφαση στην ανάγκη επανεκτίμησης των μορφών αντίστασης που δεν έλαβαν ένοπλη ή οργανωμένη μορφή, αλλά εκδηλώθηκαν μέσω της θεσμικής αμφισβήτησης και της ηθικής συνέπειας.