Σαν σήμερα: 14 χρόνια από την τραγωδία της Marfin
Ήταν σαν σήμερα, 14 χρόνια πριν, όταν τρεις άνθρωποι κι ένα αγέννητο παιδί έχασαν τη ζωή τους.
Σήμερα συμπληρώνονται 14 χρόνια από την τραγωδία της Marfin, με τους τρεις νεκρούς – μία εκ των οποίων έγκυος – τους 21 τραυματίες και τους ασύλληπτους δράστες.
Ήταν 5 Μαΐου 2010 μια ημέρα, που είχε κηρυχθεί ημέρα γενικής απεργίας και πορείας προς τη Βουλή από την ΓΣΕΕ, το ΑΔΕΔΥ και το ΠΑΜΕ. Λίγες μέρες νωρίτερα η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε ανακοινώσει αυστηρά μέτρα οικονομικής λιτότητας στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης που είχε ξεσπάσει στις αρχές του 2010.
Η πορεία της Αθήνας ήταν μία από τις μεγαλύτερες που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα στην πρόσφατη ιστορία της, με τον αριθμό των διαδηλωτών να εκτιμάται μεταξύ 200.000 και 250.000. Υπουργός Προστασίας του Πολίτη εκείνη τη περίοδο ήταν ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, όπως και σήμερα.
Ενώ η κύρια πορεία των διαδηλωτών ανέβαινε την οδό Σταδίου κατευθυνόμενη προς τη πλατεία Συντάγματος, περίπου στις 2 παρά πέντε μ.μ. η ομάδα κουκουλοφόρων επιτέθηκε στο κτίριο της Μαρφίν που βρισκόταν στον αριθμό 23. Αυτόπτης μάρτυρας ανέφερε ότι τρία άτομα με κουκούλες έσπασαν με 3-4 χτυπήματα τα τζάμια και πέταξαν μέσα μία μολότοφ και αμέσως μετά ένα μπουκάλι με βενζίνη. Είναι συνήθης πρακτική οι τζαμαρίες των τραπεζών να ενισχύονται με νοβοπάν για να καθυστερείται το σπάσιμο, ωστόσο εκείνη τη μέρα αυτό δεν είχε γίνει. Από τους συγκεντρωμένους εκείνη τη στιγμή υπήρχε διαφορετική αντιμετώπιση, μερικοί τους ενθάρρυναν, ενώ άλλοι τους παρότρυναν να σταματήσουν.

Σύντομα βαρύς καπνός τύλιξε όλο το υποκατάστημα. Οι περισσότεροι υπάλληλοι στοιβάχτηκαν στον μικρό φωταγωγό που επικοινωνούσε μέσω πλέγματος με την ταράτσα, το οποίο πλέγμα ένας εξ αυτών κατάφερε και έσπασε. Στη συνέχεια αναρριχήθηκαν από τον φωταγωγό στη στέγη, απ’ όπου πήδηξαν σε διπλανό κτίριο σπάζοντας τη τζαμαρία του με καδρόνι. Ακόμα και όταν το ισόγειο καιγόταν και κάποιοι υπάλληλοι για να σωθούν είχαν βγει στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, ακούγονταν συνθήματα όπως «να καείτε ρε π…» και «κάψτε τους πλούσιους», ενώ αυτόπτης μάρτυρας κατέθεσε πως το συγκεντρωμένο πλήθος τους πετούσε πέτρες. Από την άλλη, μετανάστες που είχαν αφήσει το μπλοκ τους προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα για απεγκλωβισμό, και το πλήθος διευκόλυνε τη διέλευση της Πυροσβεστικής.
Νεκροί ανασύρθηκαν η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (έγκυος 4 μηνών), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, 36 ετών και η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών. Αυτοί εγκλωβίστηκαν από τις φλόγες στον 3ο όροφο του κτιρίου, με αποτέλεσμα να πεθάνουν από ασφυξία. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Φίλιππο Κουτσάφτη «Ο καπνός και τα τοξικά αέρια από την καύση των πλαστικών και χαρτικών τους σκότωσαν σχεδόν αμέσως. Απώλεσαν τις αισθήσεις τους και λίγο μετά πέθαναν». Όταν βρέθηκαν είχαν τα στόματά τους ανοιχτά και τα πρόσωπά τους ήταν μαύρα από τον καπνό. Φαίνεται πως είχαν προσπαθήσει να βγουν από το εσωτερικό του κτιρίου από την πόρτα της ταράτσας, η οποία όμως δεν άνοιγε.

Ποινικές διώξεις και καταδίκες
Ως ύποπτος για τον εμπρησμό της Μαρφίν συνελήφθη ένα άτομο, το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη για τα εγκλήματα της «ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως τελεσθείσας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία και κατά συρροή τετελεσμένης και εν αποπείρα, της εκρήξεως εκ της οποίας επήλθε θάνατος και κίνδυνος για ανθρώπους και ξένα πράγματα, της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικής βόμβας και της απρόκλητης φθοράς ξένης περιουσίας διά εκρήξεως από πρόσωπο που είχε καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του». Το βούλευμα αναφέρει ότι υπήρχαν και άλλα δύο άτομα αυτουργοί του εμπρησμού, τα οποία είναι άγνωστα. Ταυτόχρονα παραπέμφθηκε σε δίκη ένα ακόμα πρόσωπο για τον εμπρησμό στο βιβλιοπωλείο “Ιανός”.
Μετά από πολλές αναβολές, η δίκη ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2016 χωρίς κάποιος από τους αυτουργούς του εμπρησμού να έχει καταδικαστεί. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται αναρχικός, κρίθηκε ομόφωνα αθώος από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών «ελλείψει ικανών ενδείξεων ενοχής». Αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν στη δίκη ότι ο εμπρησμός έγινε από ομάδα που είχε δομή και ήταν συντεταγμένη. Πυροσβέστες κατέθεσαν ότι κάποιοι διαδηλωτές τους εμπόδιζαν να προσεγγίσουν ενώ άλλοι προσπαθούσαν να τους απομακρύνουν, αλλά γενικά το μεγάλο πλήθος των διαδηλωτών τους διευκόλυνε να φτάσουν στο υποκατάστημα.

Σε άλλη δίκη που ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2013 κρίθηκαν ένοχοι ο διευθύνων σύμβουλος της Marfin, ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου και η διευθύντρια του καταστήματος για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, τις σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για πολλαπλές παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού. Συγκεκριμένα, στο πόρισμα που συνέταξε ο τεχνικός επιθεωρητής του Υπουργείου Εργασίας αναφέρεται πως η έξοδος κινδύνου ήταν κλειδωμένη και πως για να ανοίξει ήταν απαραίτητη η χρήση τηλεχειριστήριου, το οποίο βρισκόταν στην κατοχή της διευθύντριας. Μία εργαζόμενη κατέθεσε πως είχε γίνει μία φορά επίδειξη χρήσης των πυροσβεστήρων, και μία άλλη πως είχαν διανεμηθεί στο προσωπικό ενημερωτικά φυλλάδια για θέματα πυροπροστασίας. Όλοι οι εργαζόμενοι κατέθεσαν πως δεν είχε γίνει ποτέ άσκηση εκκένωσης του κτιρίου. Επίσης το υποκατάστημα δεν διέθετε το απαιτούμενο από το νόμο πιστοποιητικό πυρασφάλειας. Επιπλέον, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όχι μόνο δεν είχε δοθεί εντολή στους υπαλλήλους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους πριν τον εμπρησμό, όταν ήδη υπήρχαν φόβοι για σοβαρά επεισόδια στην πορεία που διέσχιζε τη Σταδίου, αλλά αντίθετα τους είχε δοθεί η οδηγία να εργαστούν κανονικά.
Τα τρία στελέχη της τράπεζας καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, οι δύο πρώτοι 22 ετών (θα εκτίσουν 10 χρόνια με αναστολή) και η διευθύντρια του καταστήματος πέντε ετών και ενός μήνα. Εκ των υστέρων έγινε γνωστό ότι οι υπάλληλοι βρίσκονταν στη τράπεζα εκείνη τη μέρα παρόλο που είχε κηρυχτεί γενική απεργία από φόβο μην απολυθούν. Επίσης έγιναν αγωγές θυμάτων και συγγενών τους κατά της τράπεζας. Ορίστηκε η καταβολή αποζημίωσης περίπου 1,1 εκατομμυρίου ευρώ στους συγγενείς ενός θύματος και 720.000 ευρώ στους υπαλλήλους που εγκλωβίστηκαν στο κτίριο.
