«Ήμουν σε άμυνα, δε μετανιώνω» – Όταν ο Θεόφιλος Σεχίδης ξεκλήρισε την οικογένεια του (VIDEO)
Χαρακτηρίστηκε ως ο «Έλληνας Χάνιμπαλ Λέκτερ», συγκλονίζοντας τόσο τον τόπο καταγωγής του τη Θάσο, με το έγκλημά του, όσο και ολόκληρο το πανελλήνιο.
«Ό,τι έκανα, το έκανα βρισκόμενος εν αμύνη, και γι΄αυτό δεν μετανιώνω, και ότι σας έχω πει είναι αλήθεια πέρα για πέρα».
Με αυτή τη φράση ο Θεόφιλος Σεχίδης «έκλεισε» την απολογία του στην αστυνομία, επιβεβαιώνοντας και επίσημα ότι δολοφόνησε άγρια τον θείο του, Βασίλη, τον πατέρα του, Δημήτρη, τη μητέρα του, Μαρία, την αδερφή του Έμμυ και τη γιαγιά του, Ερμιόνη.
Ο γεννημένος το 1972 φοιτητής Νομικής στο Δημοκρίτειο, χαρακτηρίστηκε ως ο «Έλληνας Χάνιμπαλ Λέκτερ», συγκλονίζοντας τόσο τον τόπο καταγωγής του τη Θάσο, με το έγκλημά του, όσο και ολόκληρο το πανελλήνιο.
«Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια. Τους ξέκανα για να μην με ξεκάνουν».
Πώς ξεκλήρισε την οικογένεια του
Το ειδεχθές έγκλημα σημειώθηκε στις 19 και 20 Μαΐου του 1996 και αποκαλύφθηκε περίπου δυόμισι μήνες μετά, το βράδυ της 8ης Αυγούστου, αφού είχαν δηλωθεί οι εξαφανίσεις των θυμάτων.
Όλα ξεκίνησαν από την Ελένη Σεχίδη, σύζυγο του θείου του, Βασίλη, η οποία ξεκίνησε να τον αναζητά πρώτα στο Βέλγιο όπου διέμεναν και έπειτα στην Ελλάδα. Μάλιστα και ο δράστης προσπάθησε λίγο αργότερα να αποπροσανατολίσει τις Αρχές «αναζητώντας» τους συγγενείς του.
Τελικά ο Θεόφιλος Σεχίδης ομολόγησε ότι αυτός σκότωσε μάνα, πατέρα, αδελφή, γιαγιά και θείο, «επειδή θα τον σκότωναν οι ίδιοι και βρισκόταν σε άμυνα», όπως ισχυριζόταν μέχρι τέλους.
Η σορός του θείου του εντοπίστηκε στον τόπο του εγκλήματος σε προχωρημένη σήψη και ήταν η μόνη που βρέθηκε. Οι άλλες τέσσερις παρά τις έρευνες δεν εντοπίστηκαν ποτέ, μιας και τις είχε πετάξει τεμαχισμένες σε σκουπιδότοπο.
Σύμφωνα με όσα είπε στην αστυνομία, στις 19 Μαΐου του 1996 μετά από καυγά με το θείο του σε εξωτερικό χώρο, τον έσπρωξε με αποτέλεσμα αυτός να βρεθεί στο κενό, ενώ λίγο αργότερα του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα με ένα ψαλίδι που είχε μαζί του.
«Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», υποστήριξε ο δράστης για τον πρώτο φόνο.
Λίγες ώρες αργότερα, σκότωσε τον πατέρα του με καραμπίνα μέσα στο σπίτι τους, ενώ ακολούθησαν ο φόνος της μητέρας του με μαχαίρι και αυτός της αδερφής του, πάλι με καραμπίνα και αιχμηρό αντικείμενο. Μάλιστα την πυροβόλησε δυο φορές όπως αποκάλυψε ο ίδιος, και ενώ εκείνη ακόμα ζωντανή της έκοψε την καρωτίδα «για να μην τυραννιέται». Την επόμενη ημέρα, 20 Μαΐου, σκότωσε και τη γιαγιά του.
Ένα ανατριχιαστικό σημείο της υπόθεσης ήταν ότι αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων και τους διατήρησε στο ψυγείο, για «μεταγενέστερη μελέτη». «Δύο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο;», είχε πει χαρακτηριστικά στους αστυνομικούς.
Για όλους τους φόνους ισχυρίστηκε ότι πρώτα τα θύματα κινήθηκαν επιθετικά εναντίον του και έπειτα αυτός τους σκότωσε.
Για τρεις μέρες μετέφερε τα σώματα τους τεμαχισμένα σε σακούλες σε χωματερή της Καβάλας. Εκεί πέταξε και λερωμένα ρούχα, σκεπάσματα και οτιδήποτε άλλο δεν κατάφερε να καθαρίσει.
Η δίκη του
Σε βάρος του Θεόφιλου Σεχίδη ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονίες κατά συρροή, οπλοφορία, οπλοχρησία και οπλοκατοχή, καθώς και για περιύβριση νεκρού.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας τον καταδίκασε σε πέντε φορές ισόβια, μια για το κάθε θύμα, και σε ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για τα υπόλοιπα αδικήματα, ενώ επιδίκασε και 50.000.000 δραχμές ως αποζημίωση στους πολιτικώς ενάγοντες Ελένη Σεχίδη και τον γιο της, Θεόφιλο.
Μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού. Παρότι κατέθεσε αίτηση αποφυλάκισης από το 2016 αυτή δεν έγινε δεκτή από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (έχει το δικαίωμα να ασκεί μία αίτηση αποφυλάκισης κάθε χρόνο από τη συμπλήρωση ορισμένου αριθμού χρόνων στη φυλακή, κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 105 του Ποινικού Κώδικα).
Ο Σεχίδης βρέθηκε νεκρός στις 12 Φεβρουαρίου 2019 στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Η πιθανότερη αιτία θανάτου είναι η ανακοπή καρδιάς, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα τα τελευταία χρόνια της ζωής του (ήταν υπέρβαρος) και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή.