Η αξία της εμπειρίας: Γιατί χρειάζονται περισσότερες age-friendly δουλειές
Στο όραμά του για τη μετάβαση από μια «γηράσκουσα κοινωνία» σε μια «κοινωνία μακροβιότητας» αναφέρθηκε ο καθηγητής Andrew J. Scott, από το Ellison Institute of Technology, το London Business School και το CEPR, κατά την ομιλία του στο 2ο Ετήσιο Συνέδριο του Κέντρου Κρήτης του ΟΟΣΑ για τη Δυναμική των Πληθυσμών.
Ο καθηγητής τόνισε ότι το κεντρικό ζήτημα δεν είναι η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων, αλλά ο τρόπος που γερνάμε και πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τη μακροζωία ως πλεονέκτημα για την κοινωνία και την οικονομία. Όπως υποστήριξε, η δημόσια πολιτική συχνά εστιάζει λανθασμένα στην αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, παραγνωρίζοντας ότι το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στις ανισότητες υγείας, εκπαίδευσης και ευκαιριών απασχόλησης.
«Η σύνδεση της συνταξιοδοτικής ηλικίας με το προσδόκιμο ζωής δεν είναι βέλτιστη λύση», σημείωσε, εξηγώντας πως το κλειδί είναι η βελτίωση του προσδόκιμου υγιούς ζωής και η δημιουργία συνθηκών που επιτρέπουν στους ανθρώπους να εργάζονται περισσότερο επειδή μπορούν και θέλουν, όχι επειδή υποχρεώνονται.
Ο καθηγητής Scott έθεσε το ερώτημα «όχι πότε σταματούν οι άνθρωποι να εργάζονται, αλλά γιατί». Μεγάλο μέρος των εργαζομένων, όπως εξήγησε, εγκαταλείπει την αγορά εργασίας μετά τα 50 λόγω προβλημάτων υγείας, ευθυνών φροντίδας, έλλειψης δεξιοτήτων ή διακρίσεων. Η αύξηση της απασχόλησης στις ηλικίες 50–65 ετών, είπε, αποτελεί κρίσιμο μοχλό ανάπτυξης που μπορεί να ενισχύσει σημαντικά το ΑΕΠ και τα δημόσια οικονομικά.
Πρότεινε δύο βασικές κατευθύνσεις πολιτικής:
Βελτίωση της υγείας μέσω πρόληψης και επένδυσης στην ενεργό γήρανση.
Δημιουργία “age-friendly” θέσεων εργασίας, με ευελιξία, τεχνολογική υποστήριξη και εκπαίδευση που να επιτρέπει την παραμονή στην εργασία για περισσότερα χρόνια.
Καταλήγοντας, υπογράμμισε πως πρέπει να πάψουμε να μιλάμε για «γήρανση του πληθυσμού» και να επενδύσουμε σε μια “κοινωνία της μακροβιότητας”. Η μακροζωία, είπε, αποτελεί ένα «τριπλό μέρισμα»: περισσότερα χρόνια ζωής, περισσότερα χρόνια υγείας και παρατεταμένη παραγωγικότητα.
Στην ίδια εκδήλωση, η Shruti Singh, Ανώτερη Οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, προειδοποίησε για τη μείωση του ενεργού πληθυσμού έως και 8% ως το 2060, με χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιαπωνία να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες. Τόνισε ότι χωρίς στοχευμένες παρεμβάσεις, η γήρανση θα πλήξει την ανάπτυξη, τα δημόσια έσοδα και τη βιωσιμότητα των συντάξεων, επισημαίνοντας την ανάγκη για κινητοποίηση των “ανεκμετάλλευτων” πηγών εργασίας – γυναικών, μεγαλύτερων εργαζομένων και μεταναστών.
Στη συζήτηση που συντόνισε η Μαρία Γαβουνέλη, ο Κωνσταντίνος Γλουμής-Ατσαλάκης, Γενικός Γραμματέας Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής, παρουσίασε την ολιστική στρατηγική της Ελλάδας με πέντε πυλώνες: γεννήσεις και οικογένεια, εργασία, μακροζωία, τοπική ανάπτυξη και γνώση.
Από την πλευρά της, η Asa Johansson, Διευθύντρια Πολιτικής και Έρευνας του ΟΟΣΑ, ζήτησε να συνδεθεί η συνταξιοδότηση με το προσδόκιμο ζωής και να ενισχυθούν οι δεξιότητες που απαιτούνται για τη συμμετοχή στις νέες μορφές απασχόλησης.
Η καθηγήτρια Αλεξάνδρα Τραγάκη από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο τόνισε πως η δημογραφική αλλαγή «δεν είναι κρίση, αλλά ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των κοινωνικών σχέσεων», αναδεικνύοντας τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες για τη στήριξη των γυναικών και των μεγαλύτερων εργαζομένων.
Το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου στα Χανιά, με τη συνεργασία του Δήμου Χανίων και του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, υπό την αιγίδα των Υπουργείων Εργασίας, Μετανάστευσης, Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, και με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης.
Η «κοινωνία της μακροβιότητας», όπως κατέληξε ο καθηγητής Scott, είναι η νέα πραγματικότητα του 21ου αιώνα — και η επιτυχία των εθνικών πολιτικών θα κριθεί από το αν θα τη δούμε ως ευκαιρία προόδου ή ως βάρος για το μέλλον.