Όταν ο… βίος ανθόσπαρτος καταλήγει σε έγκλημα – Οι πεθερές που έμειναν στην ιστορία ως δολοφόνοι αλλά και ως θύματα
Το TheOpinion αναζήτησε υποθέσεις όπου οι σχέσεις νύφης (ή γαμπρού) και πεθεράς καταλήγουν στο έγκλημα.
Υπάρχουν εγκλήματα που χαράζονται στη μνήμη μιας χώρας όχι μόνο για την αγριότητά τους, αλλά για το ότι ξεπηδούν μέσα από το ίδιο το σπίτι, εκεί όπου θα έπρεπε να κατοικεί η ασφάλεια.
Με αφορμή τη δολοφονία μιας 75χρονης στη Σαλαμίνα από τα χέρια της νύφης της, λόγω χρεών, το TheOpinion αναζήτησε υποθέσεις όπου οι σχέσεις νύφης (ή γαμπρού) και πεθεράς καταλήγουν στο έγκλημα.
Καλλιθέα, 1931 – «Κακούργα πεθερά»
Το ημερολόγιο δείχνει 07:00 το πρωί της Τρίτης 6 Ιανουαρίου 1931. Στην κοίτη του Κηφισού εντοπίζεται μέσα σε μαύρα τσουβάλια η τεμαχισμένη σορός του 35χρονου εργολάβου Δημήτρη Αθανασόπουλου. Δύο μέρες νωρίτερα, στις 4 Ιανουαρίου, το θύμα έχει ξυλοκοπήσει άγρια την 22χρονη σύζυγό του Σοφία Κάστρου – Αθανασοπούλου. Η «κακούργα πεθερά», Φούλα Κάστρου, ανάστατη για την κατάσταση της κόρης της, αναλαμβάνει δράση. Πείθει τον ανιψιό της Δημήτρη Μοσκιό να πυροβολήσει τον Αθανασόπουλο στο κρεβάτι του, όπως και έγινε. Στη συνέχεια πεθερά, ανιψιός και οικιακή βοηθός προσπαθούν να κάψουν τη σορό όταν καταλαβαίνουν ότι η μυρωδιά της ανθρώπινης σάρκας θα τους πρόδιδε. Διαμελίζουν τη σορό, την βάζουν σε μαύρα σακιά και ο εραστής της Φούλας τα παραδίδει στον Γιώργο Κορναράκη, ο οποίος τα πετά στον Κηφισό. Όμως, εκεί που πετάχτηκαν τα σακιά το ρέμα ήταν ρηχό, με αποτέλεσμα να σκαλώσουν στην κοίτη.
Γρήγορα αποκαλύπτεται το έγκλημα και σύζυγος και πεθερά καταδικάζονται σε ισόβια. Ο Μοσκιός καταδικάζεται σε κάθειρξη 20 ετών, λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης. Τελικά η θανατική καταδίκη μετατράπηκε σε δεκαετή φυλάκιση και το 1941, μάνα και κόρη είναι πάλι ελεύθερες. Η Φούλα «καλοπαντρεύτηκε» για δεύτερη φορά.
«Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά, τα νιάτα σου να χάσεις», τραγουδούσαν οι ρεμπέτες το 1931. Ο τίτλος του τραγουδιού ήταν «Κακούργα Πεθερά» και βασίστηκε στην άγρια δολοφονία του άτυχου εργολάβου.

Λεωνίδιο, 1959 – «Η νύφη στη στέρνα»
Το Λεωνίδιο της Αρκαδίας ξύπνησε εκείνο το πρωί με τις καμπάνες να χτυπούν περίεργα. Στο σπίτι της οικογένειας Γκουβούση, η 22χρονη Μεταξία, έγκυος στο πρώτο της παιδί, βρίσκεται νεκρή. Κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει: Η ίδια της η πεθερά, Σταυρούλα Γκουβούση, πνίγει τη νεαρή κοπέλα πιστεύοντας ότι το βρέφος που κυοφορούσε ήταν καρπός παράνομου έρωτα. Συνεργός στο έγκλημά της ήταν ο 22χρονος γιος της και σύζυγος του θύματος Δημήτρης Γκουβούσης, ο οποίος εκτελέστηκε κι αυτός. Μάλιστα αρχικά μητέρα και γιος επιχείρησαν να εμφανίσουν τη δολοφονία ως ατύχημα.
Η δράστιδα καταδικάζεται σε θανατική ποινή και γίνεται η πρώτη γυναίκα που εκτελείται σε μία από τις πλέον εμβληματικές υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Αιτωλοακαρνανία, 1960 – Η σατανική πεθερά με το παραθείο στη φασολάδα
Στον Άγιο Ανδρέα της Μακρυνείας, ένα ήσυχο μεσημέρι του Οκτώβρη του 1960 μετατράπηκε σε σκοτεινό θρύλο. Η 62χρονη Αλεξάνδρα Μέρδη σερβίρει στον γαμπρό της, τον 28χρονο Χρήστο Πρεβέντζα, μια φαινομενικά απλή φασολάδα, που όμως μέσα κρύβει παραθείο. Λίγο αργότερα, εκείνος πέφτει νεκρός. Το δηλητήριο που έδρασε σιωπηλά αποκάλυψε την αλήθεια που η ίδια η Μέρδη προσπάθησε να σκεπάσει με λυγμούς και έναν ψεύτικο θρήνο. Η δίκη θα μετατρέψει την «σατανική πεθερά» σε σύμβολο σκοτεινής εξουσίας και μίσους, και η Μέρδη θα οδηγηθεί στο απόσπασμα δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1962.

Βέροια, 1960 – Το πτώμα στην αποθηκούλα
Τον Δεκέμβριο του 1960 η 35χρονη Βασιλική στραγγαλίζει την 75χρονη πεθερά της, Ασπασία, και κρύβει το πτώμα της σε μία γεμάτη με πράγματα αποθηκούλα στο σπίτι τους στη Βέροια. Ο γιος του θύματος, αν και αναρωτήθηκε για την απουσία της μητέρας του, και παρότι αργότερα απευθύνθηκε στη Χωροφυλακή, έπρεπε να περάσουν συνολικά 22 μέρες για να αποκαλυφθεί το άγριο έγκλημα, κυριολεκτικά από τη μυρωδιά. Εν τέλει, η σορός της γυναίκας εντοπίζεται κάτω από καυσόξυλα στη γεμάτη με πράγματα αποθηκούλα και η θανάσιμη νύφη καταδικάζεται σε δεκαετή κάθειρξη, αφού της αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά.

Καλλιθέα, 1974 – Η πεθερά με το πριονομάχαιρο
Ο 29χρονος Νικόλας αποφασίζει να χωρίσει την 22χρονη αρραβωνιαστικιά του, Παγώνα, καθώς διαπίστωσε ότι δεν ταίριαζαν. Τότε, το «τί θα πει ο κόσμος» στάθηκε η αφορμή για ένα ειδεχθές έγκλημα. Η 52χρονη Σπυριδούλα, μητέρα της Παγώνας, φτάνει στην Αθήνα από την Λοκρίδα, με σκοπό να μεταπείσει τον Νικόλα, να μην χωρίσει την κόρη της. Ωστόσο, είχε ήδη προετοιμάσει το εναλλακτικό της σχέδιο, αφού στην τσάντα της έκρυβε ένα πριονωτό μαχαίρι μήκους 21 εκατοστών. Όταν εκείνος παρουσιάζεται αμετάκλητος, η φόνισσα πεθερά τραβάει το πριονομάχαιρο από την τσάντα της και κατασφάζει τον άτυχο άνδρα, ο οποίος προσπάθησε να ξεφύγει από το διαμέρισμα ωστόσο η κακιά πεθερά τον κυνήγησε μέχρι να τον αποτελειώσει. Εξάλλου, το πρώτο χτύπημα ήταν σχεδόν ακαριαίο, αφού τον πέτυχε στην καρωτίδα. Συλλαμβάνονται μάνα, κόρη και πατέρας.
Στο βιβλίο του με τίτλο «Εγκλήματα Γένους Θηλυκού στην Ελλάδα» γράφει ο Πάνος Σόμπολος: «Όταν τη ρωτήσαμε στην Αστυνομία για το έγκλημά της, απάντησε: “Μας έκανε ρεζίλι σ’ όλο το χωριό. Έπρεπε να ξεπλύνω τον λεκέ…”».
Περιστέρι, 1992 – Τα τηγανόψωμα της Μαρίας Σαμπανιώτη
Στις 18 Ιανουαρίου 1992, η Μαρία Σαμπανιώτη δηλητηριάζει με παραθείο τηγανόψωμα που προσφέρει σε δύο οικογένειες, με κίνητρο την εκδίκηση επειδή αρνήθηκαν να πάρουν για νύφη τη μία από τις δύο κόρες της. Τρεις άνθρωποι πεθαίνουν και τέσσερις νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση, αλλά τελικά επιζούν. Η δράστιδα καταδικάζεται σε πολλαπλά ισόβια, σε μια υπόθεση που συγκλόνισε το πανελλήνιο για τη σκληρότητα και την προμελέτη της.
Η Μαρία Σαμπανιώτη κρίνεται ένοχη χωρίς κανένα ελαφρυντικό και καταδικάζεται σε τρεις φορές ισόβια κάθειρξη για τις τρεις ανθρωποκτονίες και συνολικά σε πρόσκαιρη κάθειρξη 25 ετών για τις τέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονίας. Σύμφωνα με τον Πάνο Σόμπολο, η Μαρία Σαμπανιώτη, αργότερα, ήταν η καφετζού στις φυλακές Κορυδαλλού.

Χαλκιδική, 2012 – Η μαινόμενη νύφη και οι 68 μαχαιριές
Η υπόθεση της Εύας, της 36χρονης νύφης που το 2012 σκότωσε την πεθερά της στη Χαλκιδική με 68 μαχαιριές, παραμένει ένα από τα πιο σοκαριστικά οικογενειακά εγκλήματα της σύγχρονης Ελλάδας. Η ίδια, χρόνια μετά, θυμάται εκείνη τη μέρα ως το ξέσπασμα μιας σχέσης που είχε δηλητηριαστεί από την πρώτη στιγμή, μια συνύπαρξη που – όπως λέει – «ήταν μαρτύριο». Ο καβγάς εκείνου του Γενάρη εξελίχθηκε σε ανεξέλεγκτη μανία, με την 59χρονη να προσπαθεί αιμόφυρτη να ξεφύγει στο μπαλκόνι πριν καταρρεύσει από τα χτυπήματα. Η Εύα οδηγήθηκε στη φυλακή, καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εν βρασμώ ψυχής και πέρασε πίσω από τα κάγκελα χρόνια που, όπως περιγράφει, σημάδεψαν βαθιά τη ζωή της. Ο σύζυγός της παρέμεινε στο πλευρό της, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του θύματος που ζητούν ακόμη την αυστηρότερη τιμωρία. Σήμερα, ελεύθερη μέχρι τη δίκη σε δεύτερο βαθμό, προσπαθεί να διαχειριστεί το βάρος του παρελθόντος και να ξορκίσει το σκοτάδι μέσα από τη γραφή, αναζητώντας μια νέα ταυτότητα μετά το έγκλημα που πάγωσε τη χώρα.