Δεν αντέχω άλλο τα μηνύματα: Το μικρό άγχος που μας καταβάλλει
Κάθε ειδοποίηση είναι λίγο άγχος, κάθε μήνυμα λίγο βάρος. Η Gen Z στην Ελλάδα ξοδεύει ώρες καθημερινά σε chat και social media, νιώθοντας την πίεση να είναι συνεχώς «on».
Το αποτέλεσμα; Ψηφιακό burnout, κόπωση και άγχος που δεν φαίνεται, αλλά επηρεάζει τη ζωή μας. Ήρθε η ώρα να βάλουμε όρια — χωρίς να χάνουμε τη σύνδεση με τους άλλους.
Στην εποχή της συνεχούς συνδεσιμότητας, η κοινωνική επικοινωνία —μέσω μηνυμάτων, chat, social media— έχει γίνει αφορμή πηγής άγχους για πολλούς. Δεν μιλάμε μόνο για φόρτο ειδοποιήσεων, υπάρχει ένα πιο βαθύ «κοινωνικό burnout», η έξωση από τις σχέσεις μέσα από την υπερδιέγερση των ψηφιακών εργαλείων.
Τι είναι το ψηφιακό burnout και πώς συνδέεται με τα μηνύματα
Ο όρος digital burnout περιγράφει την ψυχολογική εξάντληση που προκαλείται από τη συνεχή χρήση ψηφιακών μέσων — όχι μόνο social media, αλλά και μηνυμάτων, email, ειδοποιήσεων. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι αμελητέο: πολλές νέες μελέτες δείχνουν ότι η πίεση να είμαστε «πάντα διαθέσιμοι» προκαλεί άγχος, μειωμένη προσοχή και κόπωση.
Στην ίδια κατεύθυνση, σύμφωνα με άρθρο στο Business Daily, η συνεχής ροή μηνυμάτων και τηλεδιασκέψεων «πνίγει» πολλούς εργαζόμενους, διακόπτοντας τη ροή σκέψης και μειώνοντας την παραγωγικότητά τους. Παράλληλα, το ψηφιακό στρες —η ψυχική πίεση από την υπερσυνδεσιμότητα— αναγνωρίζεται πλέον ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την ψυχική υγεία.
Το κοινωνικό κόστος της αδιάκοπης επικοινωνίας
Το να μην απαντάς αμέσως σε ένα μήνυμα δεν είναι απλά θέμα ευγένειας, για πολλούς είναι ένδειξη κόπωσης. Η «κοινωνική άπνοια» (social apnea) περιγράφει ακριβώς αυτό το φαινόμενο: την εξάντληση από την ανάγκη να είσαι διαρκώς “on”, να συμμετέχεις σε συζητήσεις, ακόμα και όταν δεν έχεις την ψυχική ενέργεια. Αυτό δεν είναι ατομικό πρόβλημα. Το burnout —συναισθηματικό, ψηφιακό, κοινωνικό— αναδεικνύεται πιο συχνά ως ζήτημα δημόσιας υγείας. Επιπλέον, η ψυχολογική κόπωση επηρεάζει τις σχέσεις μας. Η συνεχής ανταπόκριση σε μηνύματα δεν είναι απλώς υπόλογη κοινωνικά· απαιτεί συναισθηματικές πόρους. Με τον καιρό, το “πρέπει” να είσαι συνδεδεμένος μετατρέπεται σε φορτίο.
Ποιοι μηχανισμοί το ενισχύουν
FOMO & κοινωνική σύγκριση: Ο φόβος να χάσουμε κάτι (Fear of Missing Out) και η συνεχής σύγκριση με άλλους μέσω των social media επιτείνουν το άγχος.
AI loop & ανατροφοδότηση: Πλατφόρμες σχεδιασμένες με μηχανισμούς “υποβράβευσης” (like, streaks, badges) μπορούν να μας δεσμεύουν συναισθηματικά και να εντείνουν την εγρήγορση, ακόμα και άγχος.
Έλλειψη ορίων: Η αδυναμία να θέσουμε σαφή όρια στη χρήση των μηνυμάτων και των εφαρμογών οδηγεί σε διαρκή διακοπή της προσοχής και “διαρροή” ψυχικής ενέργειας.
Οι ψυχολογικές συνέπειες δεν είναι μόνο θεωρητικές. Η ψηφιακή κόπωση μπορεί να συμβάλλει σε:
Αίσθημα απομόνωσης: Παρά την “κοινωνική” επαφή, πολλοί αισθάνονται μοναξιά. Μάλιστα, έρευνα από το arXiv δείχνει ότι οι μοναχικοί χρήστες εμφανίζουν πιο συχνή χρήση μηνυμάτων και social media.
Μειωμένη κατανόηση και εμπάθεια: Όταν οι συνομιλίες γίνονται μέσω μηνυμάτων, η γλώσσα του σώματος και η πιο πλούσια δυναμική της επικοινωνίας λείπουν, κάτι που μπορεί να μειώνει τη συναισθηματική σύνδεση.
Αγχος και εξουθένωση: Η συνεχής διαθεσιμότητα και η πίεση να “απαντήσεις” γρήγορα μπορεί να αυξάνει τα επίπεδα άγχους και να συνεισφέρει σε συναισθηματική εξουθένωση.
Προς λύση: Ψηφιακά όρια και “κοινωνική παύση”
Η καλή είδηση είναι ότι υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης — και δεν απαιτούν ριζικές αλλαγές ή αποσύνδεση για πάντα:
Καθορισμός “απενεργοποιημένων” ωρών: Όρισε περιόδους μέσα στην ημέρα όπου δεν ελέγχεις τα μηνύματα — για παράδειγμα πριν τον ύπνο ή μετά το μεσημέρι. Αυτή η πρακτική βοηθά στην ανάκτηση ψυχικής ενέργειας.
Ενεργοποίηση ειδοποιήσεων επιλεκτικά: Μείωσε τις ειδοποιήσεις μόνο σε πραγματικά σημαντικά apps ή δημιουργήσε κανόνες πότε και πώς θα λαμβάνεις μηνύματα.
JOMO — Joy of Missing Out: Αποδοχή ότι δεν είναι κακό να “χάσεις” κάποια πράγματα ψηφιακά. Η αποσύνδεση δεν είναι αποτυχία, είναι αυτοφροντίδα.
Ψηφιακός detox / social pause: Τα διαλείμματα από τις εφαρμογές μπορούν να επαναφορτίσουν την “κοινωνική μπαταρία” και να μειώσουν την εξουθένωση.
Εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση: Σε οργανισμούς (δουλειά, σχολείο) μπορεί να ενταχθούν πολιτικές που αναγνωρίζουν την ανάγκη για όρια στην επικοινωνία — π.χ. ώρες χωρίς chat, “no message” χρονικά μπλοκ.
Η Gen Z —η πρώτη γενιά που μεγάλωσε απόλυτα ψηφιακά— βιώνει με μεγαλύτερη ένταση το ψηφιακό burnout. Η παρόρμησή μας να είμαστε διαρκώς συνδεδεμένοι δεν είναι μόνο τάση· είναι λειτουργικότητα της ζωής μας. Αλλά το τίμημα μπορεί να είναι υψηλό. Η ανάγκη για ψηφιακά όρια δεν είναι πολυτέλεια, είναι κρίσιμο στοιχείο της ψυχικής μας ευεξίας. Όσο περισσότερο αναγνωρίζουμε αυτή την πίεση, τόσο πιο ρεαλιστική γίνεται η “κοινωνική παύση” ως μορφή αντίστασης — αλλά και αυτοφροντίδας.
Στατιστικά στην Ελλάδα
Το 91 % του πληθυσμού στην Ελλάδα χρησιμοποιεί το διαδίκτυο, σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΚΕ. Στους νέους ηλικίας 17–34, η χρήση των social media είναι πολύ έντονη: βάση έρευνας της Prorata, το 1/3 αυτών κάνει χρήση social media 4–6 ώρες την ημέρα. Το Instagram είναι ιδιαίτερα δημοφιλές σε αυτή την ηλικιακή ομάδα: το 84 % το χρησιμοποιεί καθημερινά, σύμφωνα με το ΣΕΠΕ.
Προβληματική χρήση από εφήβους
Έρευνα που αναφέρεται από το EΠΙΨΥ δείχνει ότι 13% των εφήβων στην Ελλάδα κάνει “προβληματική χρήση” των social media — ένα πρότυπο συμπεριφοράς που μοιάζει με εθισμό. Αυτό σημαίνει ότι για σημαντικό μέρος της νεολαίας, η ψηφιακή επαφή δεν είναι απλώς ψυχαγωγική ή κοινωνική, αλλά μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στην ψυχική ευεξία. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, σε έρευνα της ΕΥ Ελλάδος (κε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών), το 55% των εργαζομένων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει συμπτώματα burnout.
Τα υψηλά ποσοστά άγχους, θυμού και σωματοποίησης (π.χ. ζαλάδες, αδυναμία) που αναφέρθηκαν δείχνουν ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο “ψηφιακό άγχος”, αλλά ευρύτερη ψυχική κόπωση. Παράλληλα, υπάρχει αυξανόμενη διάθεση για αναζήτηση βοήθειας: το 69% δηλώνει διατεθειμένο να ζητήσει υποστήριξη από ειδικό ψυχικής υγείας, σύμφωνα με το The Indicator.
Πολιτικές & Πολιτιστικές Προτάσεις για την Ελλάδα
Με βάση αυτά τα δεδομένα, εδώ είναι μερικές στοχευμένες προτάσεις που μπορούν να βοηθήσουν σε συλλογικό επίπεδο:
Εθνική Στρατηγική για Ψηφιακή Ευεξία
Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να υιοθετήσει πολιτική που προωθεί την “ψηφιακή υγεία”, όχι μόνο ως τεχνολογική αλλά και ως κοινωνική πρόκληση. Παροχή εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε σχολεία (Γυμνάσιο / Λύκειο) για τον σωστό “ψηφιακό χρόνο”: πώς να χρησιμοποιούμε τα social media με όρια, πότε να απενεργοποιούμε ειδοποιήσεις, και πώς να διαχειριζόμαστε την πίεση από μηνύματα.
Νομοθεσία για Ψηφιακούς Ορίους
Ενίσχυση κανονισμών που υποστηρίζουν “ψηφιακά διαλείμματα” στον εργασιακό χώρο. Π.χ. νόμοι ή οδηγίες που να περιορίζουν την υποχρέωση απόκρισης σε μηνύματα εκτός ωραρίου. Δημιουργία “χώρων χωρίς μηνύματα” σε δημόσιες υπηρεσίες και εταιρείες: συγκεκριμένες ώρες όπου δεν αναμένονται απαντήσεις, ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν πραγματική ξεκούραση.
Ψηφιακό Detox και Ψυχολογική Υποστήριξη
Προγράμματα από δημόσιους φορείς ή NGOs που να προσφέρουν “ψηφιακό νησί” — θερινές κατασκηνώσεις ή retreats χωρίς κινητά και social media, για νέους που βιώνουν υψηλό άγχος. Σύνδεση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας με ψηφιακά εργαλεία: εφαρμογές mindfulness, ψηφιακές συνεδρίες ψυχοθεραπείας, όπου θα μπορούν οι νέοι να εκφράζουν την πίεσή τους από την υπερβολική χρήση του διαδικτύου.
Εκπαίδευση Επιχειρήσεων & Οργανισμών
Επιχειρήσεις (ΜΜΕ και μεγάλες εταιρείες) να υιοθετήσουν πολιτικές για “υγιεινή ψηφιακή επικοινωνία”: π.χ. πολιτική “όχι μηνύματα μετά τη δουλειά” ή “chat-free ώρες”. Εκπαίδευση για managers και εργαζόμενους στην αναγνώριση σημείων ψηφιακού burnout και στην εφαρμογή πρακτικών αυτοφροντίδας.
Κοινωνική Ευαισθητοποίηση
Ενημερωτικές καμπάνιες (μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τηλεόραση, σχολεία) για το “JOMO” (Joy of Missing Out) — δηλαδή την αξία του να χάνεις ψηφιακά πράγματα χωρίς ενοχές. Συνεργασία με influencers και γνωστά πρόσωπα της Gen Z για να διαδώσουν μηνύματα σχετικά με τη σημασία των ορίων στα μηνύματα και την αποσύνδεση.
Γιατί αυτές οι λύσεις έχουν νόημα
Τα στατιστικά δείχνουν ότι η ψηφιακή κόπωση είναι πραγματική και μαζική στην Ελλάδα — όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά στον εργασιακό χώρο.
Η Gen Z στην Ελλάδα δεν είναι απλώς “συνδεδεμένη”: οι ώρες χρήσης και η εξάρτηση από social media είναι σημαντικές, κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο burnout αλλά και προβληματικής συμπεριφοράς. Η ανάγκη για ψηφιακά όρια δεν είναι μόνο θέμα άνεσης, αλλά κοινωνικής δικαιοσύνης: όταν δεν έχουμε όρια, οι νεότεροι (και συχνά πιο ευάλωτοι) καλούνται να υπομείνουν το βάρος της συνεχούς επαφής.