Το ανίατο καρκίνωμα της ελληνικής οικονομίας
Πίσω από τα νούμερα της ανάπτυξης κρύβεται η χαμηλή παραγωγικότητα, που επιμένει να υπονομεύει το μέλλον μας.
Μετά τις τοποθετήσεις όλων των πολιτικών αρχηγών στη ΔΕΘ, αξίζει να επιστρέψουμε στην αρρώστια της εθνικής οικονομίας. Στο καρκίνωμα, του οποίου η αντιμετωπιση μετατίθεται διαρκώς για το μέλλον: στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, προϊόν της αθέλητα χαμηλής παραγωγικότητας των σκληρά εργαζόμενων Ελλήνων.
Τα τελευταία στοιχεία του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας αφορούν το 2023 και αποτυπώνουν βελτίωση του δείκτη για τρίτο συνεχόμενο έτος, ύψους 2,4%. Ωστόσο, η συμβολή της εργασιακής παραγωγικότητας ήταν μόλις 0,3% (σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, ειδικά οι μητροπολιτικές περιοχές Αθήνας και Θεσσαλονίκης είδαν συνολική πτώση παραγωγικότητας πάνω από 20% μετά το 2008).
Το 2023, το μεγαλύτερο μέρος της κατά κεφαλήν αύξησης παραγωγικότητας αποδίδεται στην αξιοποίηση της εργασίας. Με απλά λόγια, η όποια βελτίωση προήλθε κυρίως από περισσότερες ώρες δουλειάς και από μείωση της ανεργίας. Όσο για το κεφάλαιο, εκεί η αύξηση παραγωγικότητας κινήθηκε κάτω από 2%. Μπορεί η Ελλάδα να εμφάνισε τον 7ο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2023, όμως η πραγματική ανταγωνιστικότητά της δεν βελτιώθηκε.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τη Eurostat, οι μισθοί ανεβαίνουν εδώ ταχύτερα απ’ όσο στην Ευρωζώνη (μεσοσταθμικά +7% μεταξύ 2022-2024, έναντι +4,5% στα υπόλοιπα κράτη). Θα πρέπει εδώ να θυμίσουμε ότι η σχετική βελτίωση της ελληνικής επίδοσης κατά τη μνημονιακή περίοδο βασικά οφειλόταν στη ραγδαία αποκλιμάκωση των μισθών, μετά τις παράλογες αυξήσεις πριν το 2008. Όπως αντιλαμβάνεστε, αν διατηρήσουμε το ίδιο αναπτυξιακό πρότυπο, η ανταγωνιστικότητα μας θα ξαναμειωθεί στα προ κρίσης επίπεδα.
Σε κράτη όπως η Γερμανία ή η Γαλλία, υψηλοί μα σταθεροί μισθοί συνδυάζονται συστηματικά με επενδύσεις σε τεχνολογία, δεξιότητες και οργάνωση, πρακτική που πλέον υιοθετείται στην κεντρική Ευρώπη· συνεχώς ακούμε για τα οικονομικά θαύματα από την Πολωνία μέχρι τη Ρουμανία. Στην Ελλάδα βιώνουμε τον αντίστροφο, σχεδόν τριτοκοσμικό συνδυασμό: πολλές ώρες δουλειάς, αναλογικά λίγες επενδύσεις, μικρή απόδοση εργασίας και κεφαλαίου. Παράλληλα, η χώρα μας παραμένει στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ψηφιακή ανταγωνιστικότητα και χαμηλά στον ΟΟΣΑ ως προς τα προσόντα του εργατικού δυναμικού.
Ενώ λοιπόν οι επιχειρήσεις, κυρίως οι εξαγωγικές, φτάνουν σε αδιέξοδο, για τον μέσο εργαζόμενο η εικόνα είναι επίσης ζοφερή. Υποτίθεται πως ο κατώτατος μισθός θα φτάσει νομοτελειακά τα 950 ευρώ το 2027, όμως οι αυξήσεις σε βασικά είδη, ενοίκια και ενέργεια επιμένουν. Το αποτέλεσμα είναι στασιμότητα στην αγοραστική δύναμη, και εργασιακή δυσφορία.
Σήμερα δεν τίθεται ζήτημα παθητικής αντιγραφής ξένων προτύπων, διότι κάτι τέτοιο είναι απλά αδύνατο. Σήμερα, παραμένει ζητούμενο είναι να επαναπροσδιορίσουμε οι ίδιοι το παραγωγικό μοντέλο μας. Να στραφούμε επιτέλους σε μεταποίηση αγαθών υψηλής αξίας, σε πιο ποιοτικά τρόφιμα, σε τουρισμό υψηλότερης στάθμης.
Γνωστά πράγματα, χιλιοειπωμένα, μα δεν ακούσαμε ούτε λέξη γι αυτά στη φετινή ΔΕΘ. Παρά το ότι τούτες οι -στα όρια της γραφικότητας- παρατηρήσεις διατυπώνονται εδώ και 25 χρόνια, και πάρα την τόσο οδυνηρή μνημονιακή περιπέτεια, το καρκίνωμα εξακολουθεί να κατατρώει τη χωρα.