Όταν οι πολιτικοί θέλουν έλεγχο των μίντια, πρώτη την πληρώνει η σάτυρα

Από τις αμερικανικές late-night εκπομπές μέχρι τα μίντια της Ανατολικής Ευρώπης, η πολιτική σάτιρα δέχεται επίθεση .

Όταν οι πολιτικοί θέλουν έλεγχο των μίντια, πρώτη την πληρώνει η σάτυρα

Η διακοπή της εκπομπής του Τζίμι Κίμελ μετά από έμμεσες απειλές του αμερικανικού ΕΣΡ δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα γραφικό περιστατικό cancel culture. Είναι περίπτωση απροκάλυπτης λογοκρισίας, σε μια χώρα όπου ιστορικά η ελευθερία του λόγου θεωρείται ιερή. Και φυσικά δεν πρόκειται για κάτι τυχαίο: κάθε καθεστώς που επιδιώκει να επιβληθεί, πρώτα στοχοποιεί τα μίντια, απαιτώντας υποτέλεια.

Από την εποχή του Αριστοφάνη η πολιτική σάτιρα αποτελεί θεμιτό εργαλείο ελέγχου της εξουσίας, ακόμη κι αν υπερβάλλει. Σήμερα, οι μεγάλοι κωμικοί των ΗΠΑ βρίσκονται στο στόχαστρο γιατί απλώς ασκούν αυτόν τον πανάρχαιο ρόλο. Ο Κίμελ κόπηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Στίβεν Κολμπέρτ επίσης βρέθηκε στο στόχαστρο, απλώς η δική του εκπομπή κόβεται του χρόνου. Αμφότεροι έχουν κάτι κοινό: την κριτική στον Αμερικανό πρόεδρο. Δεν είναι οι μόνοι· σχεδόν όλοι οι δημοφιλείς παρουσιαστές talk shows κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Τωρα το ερώτημα είναι αν θα σιωπήσουν, ή αν θα πεταχτούν κι αυτοί στο περιθώριο.

Στο μεταξύ, η απέναντι υποκρισία είναι εξωφρενική. Η πολιτική ορθότητα υπήρξε μόνιμος στόχος του κινήματος MAGA, χαρακτηριζόμενη “φασιστικό εργαλείο καταπίεσης”. Εν τούτοις, στο Fox News ακούγονται… χαλαρά προτροπές για εκτελέσεις αστέγων και εμφυλίους πολέμους. Από το ίδιο πολιτικό περιβάλλον διαδίδονταν ψέματα για την ασφάλεια των εμβολίων, καλλιεργήθηκε η άποψη ότι στις εκλογές του 2020 έγινε νοθεία (δικαιώνοντας την έφοδο στο Καπιτώλιο), διασπείρεται η φήμη ότι οι Μισελ Ομπαμα και Μπριζίτ Μακρόν είναι άντρες, και όμως κανείς δεν έχει τιμωρηθεί ποτέ. Ορισμένοι μάλλον έχουν το προνόμιο της ατιμωρησίας, ενώ όσοι σατιρίζουν έξυπνα κινδυνεύουν να χάσουν το βήμα τους.

Εξυπακούεται ότι ο Τραμπ δεν είναι ο πρώτος που επιχειρεί να μετατρέψει τα μίντια σε ιδιωτικό μηχανισμό προπαγάνδας. Είναι όμως ο πιο ωμός και τοξικός στην νεότερη δυτική ιστορια. Από τις απειλές προς πανεπιστήμια και επιχειρηματίες των ΜΚΔ, μέχρι την πολεμική εναντίον δημοσιογράφων και καλλιτεχνών, στέλνει ένα σαφές μήνυμα: μόνο η κολακεία είναι ανεκτή. Όποιος μιλήσει διαφορετικά, θα καταβάλλει το τίμημα. Το μήνυμά του βρίσκει αποδέκτες εντός και εκτός ΗΠΑ.

Δεν χρειάζεται να ψάξουμε μακριά για παραδείγματα ως προς την αξία του ελέγχου της ενημέρωσης. Η Ιταλία του Μπερλουσκόνι έδειξε πώς ένας μιντιάρχης μπορεί να γίνει πρωθυπουργός, χωρίς πάντως η χώρα να καταλήξει έρμαιο στα χέρια του. Στην Ελλάδα, η αμφίδρομη σχέση πολιτικών και μιντιαρχών είναι παλιά ιστορία. Πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις συναντάμε τις δεκαετίες του ’50 και του ’90, με μια δυνατή αναβίωση να συμβαίνει την τελευταίο διάστημα. Αλλιώς την αντιμετώπιζαν οι παλιοί πολιτικοί, αλλιώς νεότεροι όπως ο Τσίπρας. Άλλοτε επικρατούσε ο κρατικός μηχανισμός, άλλοτε οι επιχειρηματίες, μα ποτέ κανείς ολοκληρωτικά. Άλλωστε η πάλη για τη χειραγώγηση της πληροφορίας δεν είναι ζήτημα τεχνικό· είναι ίσως ο σκληρότερος αγώνας εξουσίας, και φυσικά θα συνεχίζεται ενόσω οι εμπλεκόμενοι θα τα θέλουν υποχείριό τους.

Ωστόσο στην Αμερική πλέον παρατηρείται κάτι χειρότερο από τους ωμούς τραμπουκισμούς και την εκάστοτε διαπλοκή. Παρατηρείται παραίτηση. Όταν μεγάλοι οργανισμοί -πανεπιστήμια ή τηλεοπτικά δίκτυα- λυγίζουν, δεν το κάνουν επειδή παρερμηνεύουν τον νόμο· απλώς αποδέχονται μια ανερχόμενη πραγματικότητα όπου ο νόμος δεν θα έχει σημασία. Αυτή λοιπόν είναι η μεγαλύτερη επιτυχία κάθε Τραμπ: η διάθεση των άλλων να παραδώσουν εκούσια το δικαίωμά τους στον ανεξάρτητο λόγο.