Όταν η ενηλικίωση αρχίζει στο μπουκάλι
Η εξάρτηση των ανηλίκων από το αλκοόλ δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά καθρέφτης μιας κοινωνίας που έχασε τον προσανατολισμό της και έχει αφήσει τα παιδιά της χωρίς πυξίδα.
Οπωσδήποτε ενδιαφέρουσες οι ανακοινώσεις των υπουργείων Υγείας, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Προστασίας του Πολίτη, για την προστασία των ανηλίκων από την πώληση επιβλαβών προϊόντων. Τρεις νέες ψηφιακές πλατφόρμες στοχεύουν στον αυστηρότερο έλεγχο της αγοράς και στην αποτροπή πρόσβασης τους σε αλκοόλ, καπνό και προϊόντα άτμισης. Θα ήταν θαυμάσιο αν ο Μεγάλος Αδελφός αρκούσε για να καταπολεμηθεί το πρόβλημα, μα δυστυχώς η αντιμετώπισή του είναι πιο απαιτητική.
Τρία ψηφιακά εργαλεία στη «μάχη» της προστασίας ανηλίκων από το αλκοόλ και καπνό (ΦΩΤΟ – VIDEO)
Στην πατρίδα μας, το πρώτο ποτηράκι κρασί ή μπύρα «για να μάθει το παιδί» αντιμετωπίζεται ακόμα ως οικογενειακή ιεροτελεστία. Πίσω όμως από αυτή τη -φαινομενικά αβλαβή- παράδοση κρύβεται μια επικίνδυνη κανονικοποίηση του αλκοόλ. Όσοι μεγαλώσαμε στη δεκαετία του ’80 τα πίναμε τα ποτάκια μας, όμως οι ανήλικοι πλέον πίνουν όλο και νωρίτερα, όλο και συχνότερα, όλο και περισσότερο, και πίνουν σε έναν κόσμο όπου η μέθη προβάλλεται ως εντελώς αποδεκτή στάση ζωής. Εφόσον οι ίδιοι οι γονείς πίνουν για να ξεχαστούν, το παιδί αντιλαμβάνεται το ποτό ως φυσικό μηχανισμό άμυνας απέναντι στις αντιξοότητες. Τα Ελληνόπουλα έχουν αρχίσει να πίνουν όπως οι Βορειοευρωπαίοι και οι Αμερικανοί.
Η αιτία λοιπόν δεν βρίσκεται μόνο στην αναμενόμενη ανάγκη τους να… δοκιμάσουν. Σε σημαντικό βαθμό οφείλεται σε βαθύτερη κοινωνική κόπωση: στην αίσθηση ότι δεν υπάρχει προοπτική, ότι το μέλλον θα είναι περιοριστικό και άδικο. Ο εθισμός τους δεν είναι παρέκκλιση· είναι κραυγή. Όταν ένας έφηβος νιώθει αποκλεισμένος από τα όνειρά του, το ποτό συχνά γίνεται πρόσκαιρη παρηγοριά. Όταν πολλοί έφηβοι μοιράζονται την ίδια αντίληψη, τότε έχουμε μαζικό φαινόμενο.
Και σε αυτή την περίπτωση, η κατάσταση επιβαρύνεται από τα social media. Οι πλατφόρμες ενθαρρύνουν τη σύγκριση και την αυτοπροβολή· ειδικά η κατανάλωση αλκοόλ συχνά ταυτίζεται με κοινωνικό κύρος και ανεμελιά. Οι ανήλικοι πλέον πίνουν όχι μόνο για να ανήκουν, αλλά και για να φαίνονται: για να «ανεβάσουν» στα stories και να μετρήσουν likes και αποδοχή, ενώ ο ψηφιακός ανταγωνισμός τούς σπρώχνει να μιμούνται συμπεριφορές που αγνοούν το μέτρο.
Ταυτόχρονα, το περιεχόμενο πολλών διαδικτυακών παιχνιδιών εξοικειώνει τα παιδιά με τη βία, την αδρεναλίνη και την ψευδαίσθηση ατιμωρησίας, μέσα από σενάρια όπου ο -σε υπερδιέγερση- ήρωας πίνει, σκοτώνει, σκοτώνεται και ανασταίνεται, δίχως κόστος. Από και πέρα, η μετάβαση από το αλκοόλ σε ψυχοδιεγερτικές ουσίες δεν μπορεί να αποκλειστεί. Κακά τα ψέμματα, δεν είναι λίγοι όσοι, μέσα από την ίδια λογική φυγής, περνούν τελικά στα ναρκωτικά, κάτι που ομολογουμένως ίσχυε ανέκαθεν. Γι αυτούς, τούτη είναι η φυσική εξέλιξη μιας κουλτούρας εικονικής πραγματικότητας που εξιδανικεύει την απώλεια ελέγχου.
Η ευθύνη για την όλη κατάσταση ανήκει ελάχιστα στους σημερινούς εφήβους. Κυρίως ανήκει στις κοινωνίες και στα κράτη που άφησαν το διαδίκτυο χωρίς φραγμούς, τα σχολεία χωρίς ψυχολόγους, τους δήμους χωρίς πολιτιστική ζωή, τις εύθραυστες οικογένειες χωρίς ποιοτικό κοινό χρόνο. Ανήκει και σε εκείνους τους διαμορφωτές κοινής γνώμης, που συστηματικά καλλιεργούν το σχετικισμό και τον άκρατο δικαιωματισμό, εξωθώντας γονείς και φορείς σε παθητική αδράνεια. Για να σωθούν τα παιδιά μας, απαιτείται θεσμική εποπτεία των κάθε λογής πλατφορμών, στοχευμένα ενημερωτικά προγράμματα, και αποφασιστικές πολιτικές πρόληψης – όχι μοιρολόγια.
Η καλπάζουσα κατανάλωση αλκοόλ από τους ανηλίκους είναι καθρέφτης του κόσμου που τους παραδίδουμε. Όταν δεν τους προσφέρουμε νόημα, ψάχνουν λήθη.