Η επέκταση ισχύος των συλλογικών συμβάσεων, ασφυξία των μικρομεσαίων;

Η -αναγκαία- τήρηση εργασιακής δικαιοσύνης δεν μπορεί να επιτευχθεί με ενιαία μέτρα που αγνοούν την κλίμακα και την αντοχή των μικρών επιχειρήσεων.

Η επέκταση ισχύος των συλλογικών συμβάσεων, ασφυξία των μικρομεσαίων;

Η επαναφορά καθολικής εφαρμογής των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ) παρουσιάζεται ως νίκη του κόσμου της εργασίας. Και πράγματι, ύστερα από πολυετή απορρύθμιση, η ενίσχυση της συλλογικής διαπραγμάτευσης θα έπρεπε να αποτελεί πρόοδο. Ανάμεσα στους υπογράφοντες εργοδοτικούς φορείς θα βρίσκονται ο ΣΕΒ, ο ΣΒΕ, ο ΣΕΤΕ αλλά και η ΓΣΕΒΕΕ, ως τυπικός εκπρόσωπος των ΜμΕ και των επαγγελματιών.

Ιστορική συμφωνία για τις συλλογικές συμβάσεις – Τέλος οι περιορισμοί των μνημονίων

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλήρης μετενέργεια των συγκεκριμένων συλλογικών συμβάσεων -δηλαδή η υποχρεωτική ισχύς τους για όλους τους εργοδότες ενός κλάδου- καταργήθηκε το 2012, ανάμεσα στα μέτρα του δεύτερου Μνημονίου. Αιτία ήταν η ανάγκη προσαρμογής στα δεδομένα της κρίσης. Έκτοτε οι μισθοί καθορίζονται βάσει εθνικών συμφωνιών, συχνά υπό την επήρεια ατομικών και επιχειρησιακών συμβάσεων.

Η μεταρρύθμιση εκείνη παραμένει επίκαιρη διότι δεν έχει μεταβληθεί ουσιωδώς η εθνική οικονομία: εννέα στις δέκα επιχειρήσεις απασχολούν λιγότερους από δέκα εργαζόμενους, και οι μισές από αυτές αντιμετωπίζουν το φάσμα της πτώχευσης. Η εργασιακή ευελιξία, άλλοτε χαρακτηριζόμενη εργοδοτική αυθαιρεσία, έχει μετατραπεί πλέον σε όρο επιβίωσης για επιχειρηματίες αλλά και εργαζομένους.

Στις συλλογικές συμβάσεις καθορίζονται τριετίες, επιδόματα, συμπληρωματικοί κανόνες υγιεινής και ασφάλειας κοκ ανά επαγγελματικό κλάδο. Αν και όλες οι επιχειρήσεις είναι ίσες απέναντι στο νόμο, μόνο οι μεγάλες κατορθώνουν να αποφεύγουν αρνητικά στοιχεία των ΣΣΕ, μέσω απολύτως νόμιμων συμβάσεων έργου, χρόνου, ενοικίασης προσωπικού, και μαθητείας· διαθέτουν επίσης πολλή περισσότερη άνεση να τηρούν ακόμη αυστηρότερους κανόνες λειτουργίας. Από τη μεριά τους, οι μικροί εργοδότες καλούνται να παρακολουθούν πολυσύνθετα νομικά κείμενα και να προσαρμόζονται διαρκώς σε αλλαγές που ούτε κατανοούν, ούτε έχουν τη διοικητική ικανότητα να εφαρμόσουν, ούτε τους συμφέρουν.

Συμπερασματικά, μία ΣΣΕ που θεσπίζεται οριζόντια για έναν κλάδο επιδρά διαφορετικά σε έναν πανελλαδικό όμιλο και διαφορετικά σε ένα μικρό κατάστημα ή ένα συνεργείο στην περιφέρεια. Εκεί όπου η επιβίωση εξαρτάται από τη ρευστότητα της εβδομάδας, κάθε υποχρεωτική αύξηση κόστους δίχως αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας γίνεται θηλιά.

Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η αρχή της συλλογικής διαπραγμάτευσης, μα η προκρούστεια ομοιομορφία της. Όταν γίνονται τέτοιες συμφωνίες χωρίς διαχωρισμό ανάμεσα σε μεγάλους και μικρούς ή σε αστικά και περιφερειακά σχήματα, τότε οδηγούμαστε αναπόφευκτα σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Αποτέλεσμα; Οι ισχυροί αντέχουν, οι αδύναμοι κλείνουν. Αν και οι τελευταίοι δεν θα παραδοθούν αμαχητί, οι συνέπειες είναι σε γενικές γραμμές προβλέψιμες.

Οι εισηγητές επιστροφής στο προηγούμενο καθεστώς υποστηρίζουν ότι στις διαπραγματεύσεις συμμετέχουν όλοι, έστω έμμεσα. Δυστυχώς αυτό ισχύει μόνο θεωρητικά. Δεδομένου ότι οι επικεφαλής των κοινωνικών φορέων είθισται να έχουν μεγάλες επιχειρήσεις, τα συμφέροντά τους σπάνια ταυτίζονται με εκείνα των μεσαίων και μικρών συνάδελφων τους.

Ακολουθώντας τουλάχιστον τα παραδείγματα της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, η Πολιτεία οφείλει να προβλέψει η ίδια ένα σύστημα κλιμάκωσης των ΣΣΕ, ανάλογο του μεγέθους και της οικονομικής αντοχής των επιχειρήσεων. Διαφορετικά, οι συλλογικές συμβάσεις θα καταλήξουν να λειτουργούν ως εργαλείο χρηματικών μεταβιβάσεων: από τους μικρούς στους μεγάλους, από τις τοπικές οικονομίες στην Αττική.

Η εργασιακή δικαιοσύνη είναι προφανώς απαραίτητη, όμως χωρίς παράλληλη στήριξη των μικρών εργοδοτών, καταντά γράμμα κενό. Μια κοινωνία που θέλει δίκαιη εργασία πρέπει πρώτα να διασφαλίσει ότι θα υπάρχει εργασία, άρα και επιχειρήσεις ικανές να την προσφέρουν. Θέλοντας να φανεί φιλολαϊκή, η κυβέρνηση πετυχαίνει το ακριβώς αντίθετα αποτέλεσμα.