Η ψηφιακή Βαβέλ απλώνεται χωρίς σταματημό
Αν κρίνουμε από την τελευταία ομιλία του Μακρόν, οι ΗΠΑ και ειδικά η Ευρώπη παραμένουν αδρανείς, παρά τη γνώση για τον επικίνδυνο ρόλο των social media
Από το Βερολίνο την περασμένη Παρασκευή, ο Εμανουέλ Μακρόν επέκρινε έντονα τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης για την υπονόμευση των ευρωπαϊκών πολιτευμάτων, και επανέλαβε την έκκλησή του για πληρέστερη ρύθμιση του κλάδου.
“Ήμασταν πολύ αφελείς να αφήσουμε το χώρο δημόσιου διαλόγου σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ελεγχόμενα από αμερικανικές ή κινεζικές εταιρείες, οι οποίες δεν μοιράζονται τα συμφέροντά μας και δεν ενδιαφέρονται για την επιβίωση των δημοκρατιών μας”, δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος. Έκανε μάλιστα και έναν -εύλογο- συσχετισμό με τα παραδοσιακά ΜΜΕ, τονίζοντας ότι όπως ακριβώς αυτά λογοδοτούν για όσα δημοσιεύουν, έτσι θα πρέπει να πράττουν και τα ΜΚΔ.
Διαπιστώσεις και πάλι, από μια ΕΕ άλλοτε αδιάφορη για την αλματώδη ανάπτυξη της ψηφιοποίησης και πρακτικά ανίκανη να επιβληθεί στην Ατλαντική Υπερδύναμη. Αν και ορθά όσα ανέφερε ο Μακρόν, παραβίασε θύρες ανοιχτές.
Τέλος τα social media για τα παιδιά κάτω των 15 – Περιορισμοί και για τους νέους έως 18 ετών
Από την Αραβική Άνοιξη και μετά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν επανειλημμένα χρησιμοποιηθεί για πολιτική χειραγώγηση. Το 2016, ρωσικά δίκτυα χρησιμοποίησαν Facebook και Twitter για να επηρεάσουν τις αμερικανικές εκλογές, ενώ άλλοι δρώντες αξιοποίησαν τα ίδια εργαλεία υπέρ του Brexit. Στη Μιανμάρ, τα ΜΚΔ αποτέλεσαν όχημα ρητορικής μίσους κατά των Ροχίνγκια. Σε Βραζιλία και Ινδία, ενεπλάκησαν σε εκλογικές διαμάχες, πολωνοντας την κοινή γνώμη με ψευδείς ειδήσεις και εθνικιστική προπαγάνδα. Η επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου του 2021 έδειξε το απώτατο στάδιο αυτής της δυναμικής: τη μετάβαση από τη διαδικτυακή παραπληροφόρηση στη φυσική βία, όταν οι θεωρίες της Qanon εκλήφθησαν ως απόλυτη αλήθεια.
Προκύπτει λοιπόν ένα απλό ερώτημα: εφόσον υπάρχει τόσο σοβαρή απειλή, γιατί διαιωνίζεται η υφιστάμενη κατάσταση; Εξαιτίας ενός σύνθετου πλέγματος πολιτικών, τεχνολογικών και οικονομικών παραγόντων. Οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα social media για εξωτερική μα και εσωτερική προπαγάνδα, άρα αμφιταλαντεύονται ως προς τον περιορισμό τους. Οι ίδιες οι πλατφόρμες είναι πολυεθνικές (συνήθως με έδρα τις ΗΠΑ) και χρηματικά πανίσχυρες, αποφεύγοντας την εναντίον τους δράση χάρη σε στρατούς από λομπίστες και σε νομικά παραθυράκια, ενώ κάθε απόπειρα ελέγχου προκαλεί φόβο: οι πολιτικοί τρέμουν την κατηγορία ότι περιορίζουν την ελευθερία του λόγου ή ότι επιβάλλουν πολιτικό έλεγχο στο Διαδίκτυο.
Επιπλέον, η τεχνολογική πολυπλοκότητα των προγραμμάτων τους -ιδίως των αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης- καθιστά δύσκολη τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Τα κράτη στερούνται την αναγκαία για να εποπτεύουν τους αλγορίθμους τεχνική επάρκεια για να εποπτεύουν τους αλγορίθμου, όταν το επιχειρηματικό μοντέλο διατήρησης της προσοχής καθιστά κάθε ρύθμιση αντίθετη στα εταιρικά έσοδα· η μαζική πώληση διαφημιστικού χώρου και χρόνου προϋποθέτει εξαιρετικά αφοσιωμένο κοινό. Τέλος, με εκτιμώμενη συνολική χρηματιστηριακή αξία 5,1 τρισ. $ και με 300.000 εργαζομένους υψηλής εξειδίκευσης, οι Meta, Alphabet, ByteDance και X αποτελούν σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας. Τυχόν κατάρρευση τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε ύφεση απρόβλεπτων διαστάσεων.
Καθώς λοιπόν οι θεσμοί κινούνται βραδύτερα από την τεχνολογική εξέλιξη και δεν υφίσταται παγκόσμιο πλαίσιο δεοντολογίας, η υγιής δημοκρατία παραμένει χωρίς αποτελεσματικά εργαλεία ελέγχου. Κατά συνέπεια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν εξελιχθεί σε εκτός ελέγχου μηχανισμούς πολιτικής επιρροής. Οι αλγόριθμοι εγκλωβίζουν τους χρήστες σε… γυάλες (echo chamber ο διεθνής όρος), όπου τους προωθούν περιεχόμενο συναισθηματικά επιδραστικό, μα όχι απαραίτητα αληθές ή τεκμηριωμένο. Έτσι, παύει να υπάρχει μια έστω υποτυπώδης κοινή αντίληψη της πραγματικότητας. Αντίθετα, τα πάντα σχτικοπουνυαι. Κατά συνέπεια, ενισχύονται η σύγχυση, ο φόβος, ο θυμός, και τελικά η διχόνοια. Ταυτόχρονα, οι πλατφόρμες διαθέτουν τεράστιο όγκο προσωπικών δεδομένων, ικανό να διαμορφώνει πολιτικές συμπεριφορές εις βάρος της νηφάλιας δημόσιας συζήτησης, όπως άλλωστε έδειξε η υπόθεση Cambridge Analytica. Η επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης απλώς θα επιδεινώσει την κατάσταση.
Μπορεί να μεταρρυθμιστεί τούτη η Βαβέλ; Ίσως, αλλά όχι εύκολα. Μια δίκαιη ρύθμισή της απαιτεί παγκόσμια συνεργασια και οφείλει να στηρίζεται σε τρεις αρχές: διαφάνεια, λογοδοσία και ισοτιμία πρόσβασης. Με απλά λόγια, τυχόν ρύθμιση των ΜΚΔ δεν επιτρέπεται να αποσκοπεί στη φίμωση του λόγου, αλλά στη διασφάλιση ενός δίκαιου και διαφανούς ψηφιακού δημόσιου χώρου, όπου η πληροφόρηση δεν θα καθορίζεται αποκλειστικά από εμπορικά ή πολιτικά συμφέροντα, μα θα υπηρετεί το συλλογικό δικαίωμα στην αλήθεια.
Ιδανική κατάσταση. Στο μεταξύ, Κινέζοι και Ρώσοι έχουν προ πολλού επιβάλλει ελέγχους στα ξένα social media και μηχανές αναζήτησης, ενώ παράλληλα τα χρησιμοποιούν για να υπονομεύουν πολιτικά τη Δύση. Εν τούτοις, χάριν του κέρδους και των κλισέ, οι δυτικές δημοκρατίες αρνούνται να αυτοπροστατευτούν.