Μνημεία για τους πολλούς, όχι για τους λίγους
Μετα μισό αιώνα αποκαταστάσεων στον Παρθενώνα, αναδεικνύεται πώς μια κουρασμένη νοοτροπία κρατάει μεγάλο μέρος των αρχαιοτήτων μας σε καθεστώς εργοταξίου.
Η ανακοίνωση πως ο Παρθενώνας απαλλάχθηκε από σκαλωσιές για πρώτη φορά μετά τόσες δεκαετίες προκάλεσε χαρά και συγκίνηση.
Τα έργα στην Ακρόπολη δρομολογήθηκαν τυπικά το 1975, όταν συστήθηκε επιτροπή εμπειρογνωμόνων διαφόρων ειδικοτήτων. Το 1979 ξεκίνησε η αποκατάσταση του Ερεχθείου, το 1984 του Παρθενώνα, το 1990 των Προπυλαίων, και το 2000 του Ναού της Νίκης. Κάθε επέμβαση εκτελέστηκε μετά από αυστηρή διαδικασία αξιολόγησης και επανεξέτασης, ώστε να είναι αδιαμφισβήτητη η εγκυρότητά της, οι δε μελέτες και εργασίες παρουσιάζονταν τακτικά σε διεθνή fora, αυξάνοντας το εθνικό κύρος.
Σύμφωνα με την ενημέρωση από το αρμόδιο υπουργείο, το επόμενο καλοκαίρι θα αφαιρεθούν και οι τελευταίες ελαφριές σκαλωσιές από τον ναό της Αθηνάς. Ωστόσο, πάνω από 50 χρόνια μετά την εκκίνηση του πρότζεκτ, οι επεμβάσεις στην Ακρόπολη δεν θα έχουν ολοκληρωθεί πλήρως. Υπολείπονται οι ανακατασκευές δύο σηκών και της κυρίας πρόσβασης των Προπυλαίων. Αν και βρίσκονται υπό προγραμματισμό, οι συγκεκριμένες εκκρεμότητες θα μείνουν για απροσδιόριστο διάστημα. Τέλος ας μη ξεχνάμε τα συγκεντρωμένα ρωμαϊκά κατάλοιπα πάνω στον Ιερό Βράχο, για τα οποία δεν ακούγεται κάτι.
Από το ΥΠΠΟ δεν υπάρχει ενημέρωση για το εργοτάξιο. Δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να γίνει με τον τεράστιο γερανό και με τα κοντέινερ. Δεν γνωρίζουμε επίσης τι σχεδιάζεται για τα εκατοντάδες -πιστοποιημένα και μη- διάσπαρτα στο χώρο αρχιτεκτονικά μέλη. Αναφέρομαι στα μικρά και μεγάλα θραύσματα, που στα μάτια των αδαών θυμίζουν εργοστάσιο επεξεργασίας μαρμάρου.
Ειδικοί του αντικειμένου ίσως βρουν ανάρμοστη την εν λόγω αναφορά. Αυτό όμως όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι ντόπιοι αδαείς πληρώνουν δια των φόρων τους για να προβάλλονται οι ελληνικές αρχαιότητες, ενώ οι ξένοι αδαείς πληρώνουν ακριβό εισιτήριο για να τις βλέπουν από κοντά. Συνεπώς, απαιτείται στοιχειώδης σεβασμός σε όσους έμμεσα επωμίζονται το οικονομικό βάρος για τη διατήρηση της Ακρόπολης, της Δήλου, των Δελφών, της Νικόπολης, του Δίου, της Φαιστού. Όταν βρίσκονται σε αρχαιολογικούς χώρους, οι αδαείς επιθυμούν να βρουν γνώση και ομορφιά, όχι δυσνόητη αταξία. Σε αντίθεση με τους αρχαιολόγους, οι αδαείς δεν θεωρούν φυσιολογική την αέναη εικόνα εργοταξίου, και δεν έχουν καθόλου άδικο.
Είναι λοιπόν ατυχές το ότι ιθύνοντες του ΥΠΠΟ καμαρώνουν για τα αυτονόητα. Δυστυχώς, σε μεγάλο ποσοστό διακατέχονται από νοοτροπία “αρχαιολογία μόνο για τους ειδικούς”, θύμα της οποίας έχει υπάρξει πολλάκις η Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς, πολλά υπηρεσιακά στελέχη εμμένουν σε παρωχημένες αντιλήψεις της εποχής των Ρομαντικών, όταν τα ερείπια αντιμετωπίζονταν μόνο ως έμπνευση φιλοσοφικού στοχασμού.
Έκτοτε τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητά προσιτές πληροφορίες, και η κάλυψη των αναγκών του προϋποθέτει εντελώς νέα προσέγγιση. Στην εποχή των CGI κινηματογραφικών υπερπαραγωγών, τα στριμωγμένα μνημεία μας υποβαθμίζονται άδικα. Την ίδια στιγμή, η συστηματικά προωθούμενη ψηφιακή αναπαράστασή τους υποτιμά την αξία και της ανθρώπινης διεπαφής, και της επίδρασης τους στην καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών.
Ζητείται άμεσα φρέσκια οπτική ως προς τις αποκαταστάσεις, ακόμη και με συμμετοχή εξειδικευμένων ιδιωτών. Επιτέλους ας πάψουν να αποτελούν εξαιρέσεις η Μεσσήνη, οι Αιγές, η Κνωσσός, και φυσικά η -αμερικανικής υλοποίησης- Στοά Αττάλου.