Μία τράκα, και η ελληνική λατρεία στους «λαϊκούς ήρωες»
Όταν μια μερίδα της κοινωνίας αποδέχεται τις παραβατικές συμπεριφορές επωνύμων, ενισχύει την ψευδαίσθηση ασυλίας τους, εις βάρος του συνόλου.
Η υπόθεση Μπισμπίκη δεν αφορά ένα συνηθισμένο τροχαίο στη Φιλοθέη. Αφορά κυρίως τη στάση μιας μερίδας Ελλήνων, για τους οποίους αντίστοιχα περιστατικά είναι… παιδιάστικα σφάλματα· για τους οποίους είναι ελάχιστα αρνητικό το γεγονός ότι ένα ώριμο άτομο διέλυσε μερικά αυτοκίνητα, εφόσον δεν χτύπησε ανθρώπους· για τους οποίους αποτελεί γενικό… συγχωροχάρτι η ροπή μας στο βραδινό αλκοόλ.
Μεταξύ των επωνύμων, η κοινή γνώμη κατά κανόνα προσφέρει ανάλογη προνομιακή μεταχείριση στους λεγόμενους «πνευματικούς ανθρώπους». Σε εκείνους που παρουσιάζονται να κατέχουν ανώτερη γνώση και ηθική υπεροχή, και να μιλούν με ύφος ειδημόνων περί παντός επιστητού. Σε εκείνους που καλλιεργούν εικόνα υπέρβασης υλικών αγαθών και ανθρώπινων αδυναμιών, αν και ενίοτε ακολουθούν τρόπο ζωής ασύμβατο με τις υποτιθέμενες ευαισθησίες τους.
Φυσικά κανείς δεν κατακρίνει τον Μπισμπίκη για το στυλ του ή για το ότι προηγουμένως διασκέδαζε. Κατακρίνεται επειδή έθεσε σε κίνδυνο συνανθρώπους του και κατόπιν εγκατέλειψε το σημείο, ώστε να αποφύγει τη σύλληψη (τοξικολογική εξέταση δεν ήταν εφικτή λόγω παρέλευσης χρόνου). Ωστόσο, η δήλωσή του έξω από τα δικαστήρια, ότι περίπου αρκεί η ενημέρωση της Άμεσης Δράσης και της ασφαλιστικής, υπαινίσσεται πως θέτει τον εαυτό του στο απυρόβλητο.
Ασκήθηκε λοιπόν ποινική δίωξη, επιβλήθηκαν πρόστιμο 1.200 € και αφαίρεση διπλώματος, μα είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα -επικοινωνιακής τακτικής- πλάνα του διάσημου ηθοποιού με χειροπέδες θα ξεχαστούν. Μόνο σε ακραίες περιπτώσεις με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (π.χ. Λιγνάδης, Φιλιππίδης) το κοινό εξανίσταται. Ειδικά για καλλιτέχνες και αθλητές οι αντιδράσεις είναι συνήθως υποτονικές. Αντίθετα, για πλούσιους επιχειρηματίες η κατακραυγή είναι συχνά ακαριαία, άσχετα αν δεν υπάρχει ικανοποιητική γνώση των πραγματικών περιστατικών.
Δυστυχώς η σύγχρονη Ελλάδα τείνει να αγιοποιεί τον «μάγκα», τον δήθεν αδάμαστο αντισυστημικό. Μέσα από την υπερπροβολή της προσωπικής του ζωής, ο κάθε Μπισμπίκης ανάγεται σε υπόδειγμα ανθρώπου «παλαιάς κοπής». Μιλά στην ψυχή μεσηλίκων Νεοελλήνων, νοσταλγών περασμένων, εξιδανικευμένων εποχών. Για πάμπολλους άνδρες και γυναίκες γύρω μας, το κάθε… αλάνι βρίσκεται a priori στο απυρόβλητο. Η εν λόγω συλλογική στάση αναδεικνύει μια απαρχαιωμένη παθογένεια: τον άκρατο θαυμασμό στον λαϊκό ήρωα, ακόμη κι αν αυτός ενεργεί εντελώς ανεύθυνα, ακόμη κι αν παρανομεί.
Λέγεται ότι η -βαθιά ριζωμένη- κουλτούρα λατρείας των κάθε λογής λαϊκών ηρώων αποτελεί πολιτισμική κληρονομιά, απόδειξη συνέχειας των προγόνων μας. Ίσως. Εν τούτοις, η τυφλή ανοχή περισσότερο δείχνει ότι αρνούμαστε να εξελιχθούμε. Και όσο η κοινωνία μας αποδέχεται (αν δεν ενθαρρύνει) παραβατικές συμπεριφορές, τόσο ενισχύεται η αίσθηση ασυλίας από όσους αισθάνονται υπεράνω νόμου και κοινωνικών συμβάσεων. Όποιοι κι αν είναι αυτοί.