Μετά το Ταμείο Ανάκαμψης, τι;
Η Ελλάδα κινδυνεύει να επιστρέψει στη στασιμότητα μετά το 2026, εαν δεν αντιμετωπιστούν ενιαία τα προβλήματα παραγωγικότητας-ανταγωνιστικότητας και το δημογραφικό.
Η τοποθέτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση δεν συγκίνησε όσο έπρεπε την αντιπολίτευση και την κοινή γνώμη. Κι όμως, άγγιξε ένα θέμα που αφορά όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες: πώς θα εξελιχθεί η εθνική οικονομική ανάπτυξη μετά το πέρας του Ταμείου Ανάκαμψης (ΤΑΑ). Ενώ λοιπόν η πολιτική αντιπαράθεση κατά κανόνα περιστρέφεται γύρω από ήσσονος σημασίας ζητήματα, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το Ελλάδα 2.0 δεν έχει ξεκάθαρη συνέχεια.
Οι δημοσιευμένες κυβερνητικές προβλέψεις μιλούν μόνες τους. Από το ‘26 και μετά, το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξάνεται με ρυθμό πτωτικό: 1,7% το 2027, 1,6% το 2028, 1,3% το 2029. Ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων -κορυφώνεται το 2026 με 10,2%, κυρίως σε ακίνητα- θα υποχωρήσει στο 0,8% το 2029, δηλαδή σχεδόν στο μηδέν. Ο πληθωρισμός, σταθερά πάνω από την ανάπτυξη, σε ύψος 2,2-2,3%, σημαίνει συνεχιζόμενη διάβρωση εισοδημάτων. Και η ανεργία, κολλημένη στο ±8%, δείχνει ότι αρκετοί θα παραμείνουν εγκλωβισμένοι στην ανέχεια, αν και καταγράφεται ζήτηση για πολλές επαγγελματικές ειδικότητες.
Η κυβέρνηση δικαίως υπερηφανεύεται για την ταχύτητα απορρόφησης των κονδυλίων του ΤΑΑ: 23,4 δισ. ευρώ μέσα σε τρία χρόνια, δηλαδή όσο ένα πλήρες εννεαετές ΕΣΠΑ. Τα επιτεύγματά της δεν σταματούν εκεί: η ψηφιοποίηση του Δημοσίου, η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου, η κωδικοποίηση και απλοποίηση της νομοθεσίας, η επιτάχυνση απόδοσης δικαιοσύνης και η σταδιακή μείωση του φορολογικού κόστους είναι ουσιαστικά βήματα. Στο σύνολό τους αποτελούν δουλειά βάσης που θα επιτρέψει στην πατρίδα μας να κινηθεί προς μια εθνική οικονομία περισσότερο εξωστρεφή, καινοτόμα, ανταγωνιστική και “πράσινη”. Μιλάμε για καίριες μεταρρυθμίσεις, των οποίων η μελλοντική επίδραση είναι ασαφές αν συνυπολογίστηκε στις εκτιμήσεις μέχρι το 2029.
Συνεπώς, μένει αναπάντητο το εξής κρίσιμο ερώτημα: εφόσον ισχύσουν ως έχουν οι προβλέψεις, πώς θα παράγεται βιώσιμα νέος πλούτος σε βάθος χρόνου; Πώς θα καλυφθεί η κατά 25% απώλεια ΑΕΠ, όταν οι δημόσιες επενδύσεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από ενωσιακά κονδύλια, όταν οι εξαγωγές είναι σχεδόν στάσιμες επειδή συναρτώνται με την αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, και όταν το κατάλληλο εργατικό δυναμικό βαίνει σταθερά μειούμενο;
Δυστυχώς, παρόλη την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, η Ελλάδα εξακολουθεί να πάσχει από δομικά χαμηλή παραγωγικότητα. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ευθυγραμμίζεται με τις ανάγκες της αγοράς, οι δυναμικές μεσαίες επιχειρήσεις είναι αναλογικά ολιγάριθμες, η μεταναστευτική πολιτική παραμένει φοβική και η διαφαινόμενη δημογραφική κατάρρευση υπονομεύει κάθε μακροπρόθεσμη στρατηγική. Ειδικά για το δημογραφικό γράφονται και λέγονται πολλά, μα η αντιμετώπισή του δεν εξαντλείται σε επιδόματα τέκνων και σε βρεφονηπιακούς σταθμούς· είναι πρωτίστως ζήτημα υγιούς, σταθερής ανάπτυξης, με περιορισμό ανισοτήτων.
Παρά την -αναφερόμενη- κατά 22% αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος μετά το 2019, η χώρα κινδυνεύει να εισέλθει σε νέα φάση ήπιας καθίζησης -αυτή τη φορά χωρίς Μνημόνια, αλλά με ίδια ευθύνη· καθίζηση που ίσως την οδηγήσει στον απόλυτο πάτο της ΕΕ. Το ότι αυτό το γεγονός επισημαίνεται από έναν πολιτικό με… βεβαρημένο παρελθόν όπως ο Βενιζέλος, δε σημαίνει ότι επιτρέπεται να απορρίπτεται αδιάφορα. Άλλωστε, ακόμη κι ένα σταματημένο ρολόι δείχνει τη σωστή ώρα δύο φορές την ημέρα. Το πράγμα λοιπόν είναι ξεκάθαρο: μετά το 2026, το μέλλον μας δεν θα εξαρτάται από δόσεις του Ταμείου, αλλά από τη βούλησή μας να δρομολογήσουμε μια πραγματικά παραγωγική Ελλάδα.