Η ελληνική cancel culture δεν θα παραμείνει μονόπλευρη

Η υπόθεση Ρούπου δεν αφορά λογοκρισία, αλλά την αξία του κοινού νου, των εθνικών συμβόλων και της δημόσιας ανεκτικότητας.

Η ελληνική cancel culture δεν θα παραμείνει μονόπλευρη

Η δημόσια συζήτηση σχετικά με τη διακοπή συνεργασίας μεταξύ Πάρι Ρούπου και Pizza Fan υπήρξε αρκετά φορτισμένη. Ειπώθηκαν πολλά για περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, που όμως μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα.

Καταρχάς, η Pizza Fan συνεργαζόταν με τον Ρούπο για να αυξήσει τις πωλήσεις της, και αποφάσισε να διακόψει τη σχέση όταν φοβήθηκε ότι θα συμβεί το αντίθετο. Αυτό ήταν απόλυτο δικαίωμά της, όπως απόλυτο δικαίωμα έχει ο Ρούπος να προβοκάρει ταυτίζοντας την ελληνική σημαία με βοθρολύματα ή να ντρέπεται για την υπηκοότητά του. Μετά όσα έγιναν, αν η επιχείρηση ήθελε να πραγματοποιήσει διαφημιστική καμπάνια πατριωτικού περιεχομένου, θα μπορούσε να την αναλάβει ο μέχρι πρότινος συνεργάτης της;

Πέραν αυτού, η Pizza Fan εκ των πραγμάτων αδυνατεί να λογοκρίνει. Δεν δέχτηκε θεσμική παρέμβαση, δεν είναι κανάλι, δεν είναι ABC, οπότε το όλο θέμα δεν έχει καμία σχέση με τον Τζίμι Κίμελ. Επίσης, άσχετο με την υπόθεση Κίμελ είναι το περιεχόμενο της προσβολής: ο Αμερικανός host άφησε αρνητικά υπονοούμενα για οπαδούς του Τραμπ, ενώ ο δικός μας stand-up comedian μίλησε εντελώς απαξιωτικά για το κύριο εθνικό μας σύμβολο. Μεταξύ των δύο, απλώς δεν υπάρχει σύγκριση.

Εδώ ίσως κάποιοι σχολιάσουν ότι η θεώρηση των συμβόλων είναι υποκειμενική. Δεν θα διαφωνήσω. Ο σταυρός είναι ιερός για τους χριστιανούς, μα αδιάφορος για τους αγνωστικιστές και ενοχλητικός για ορισμένους μουσουλμάνους. Ωστόσο, σε κάθε σύνολο υφίσταται ο λεγόμενος κοινός νους. Σύμφωνα με αυτόν, όσοι συγκροτούν κοινωνία οφείλουν να σέβονται τις ευαισθησίες των διπλανών τους -τουλάχιστον τις αυτονόητες- ώστε να συμβιώνουν ειρηνικά.

Σύμφωνα με τον κοινό νου, δεν αποτελούν ζητήματα προσωπικής οπτικής ο φόνος, η παιδεραστία, ο βιασμός, η βαναυσότητα απέναντι στα ζώα· ο άθεος δεν έχει καμιά δουλειά να γελάει με τις λιτανείες εικόνων, και ο πιστός δεν επιτρέπεται να χλευάζει το ετήσιο gay pride· ο εθνικιστής δεν πρέπει να κατηχεί με το έτσι θέλω τον διεθνιστή, και φυσικά το αντίστροφο· οι κάθετα αντίθετοι στις αμβλώσεις δεν δικαιούνται να επιβάλουν την άποψή τους σε γυναίκες με διαφορετική γνώμη· όσο αβάσταχτη κι αν είναι η τραγωδία τους, οι χαροκαμένες μητέρες δεν είναι ιερότερες από τη Γαλανόλευκη.

Ως εκ τούτου, όποιος προσβάλλει τα εθνικά σύμβολα δεν μπορεί να ενοχλείται αν περιθωριοποιείται από την πλειοψηφία. Και εφόσον περιθωριοποιείται, προφανώς καθίσταται λιγότερο κατάλληλος για διαφημίσεις και για απασχόληση στα ΜΜΕ.

Η διακοπή της παραπάνω συνεργασίας χαρακτηρίστηκε δείγμα εγχώριας cancel culture. Ισχύει. Μάλλον τίποτα δεν θα είχε συμβεί αν ο Μπογδάνος δεν είχε ξεσηκώσει κόσμο μέσω των social media. Τούτου λεχθέντος, η κατακραυγή προκάλεσε στο παρελθόν την αποπομπή των Στέφανου Κασιμάτη και Γιώργου Λιάγκα από τα ΜΜΕ όπου εργάζονταν, εξαιτίας προσωπικών σχολίων που θεωρήθηκαν απρεπή. Όχι εξαιτίας μιας άποψής τους. Για την ευθύτητα με την οποία διατυπώνει τις απόψεις του στοχοποιείται συχνά και ο Άρης Πορτοσάλτε, αλλά αυτό -δικαίως- δεν του έχει στοιχίσει τη δουλειά του. Εάν του τη στοίχιζε, ενδεχομένως θα μιλούσαμε για λογοκρισία.

Τις τελευταίες εβδομάδες έπεσε θύμα canceling και η Γλυκερία, επειδή μίλησε θετικά για τους Ισραηλινούς. Το γεγονός τούτο δεν προκάλεσε ντόρο, δεν ενόχλησε τους συστηματικά εύθικτους. Από τη μεριά του, ο Ρούπος έχει αστειευτεί -μάλλον χοντροκομμένα- για την Αγία Φωτεινή και για τα τρένα μεταφοράς Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και πάλι σιωπή. Φαίνεται πως οι σύγχρονοι Έλληνες… ιεροεξεταστές έχουν την τάση να εφαρμόζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Μόνο όσοι συμφωνούν με τις πολιτικές πεποιθήσεις τους δικαιούνται να προσβάλλονται, ενώ προσβάλλουν μόνο όσοι διαφωνούν.

Στις ΗΠΑ, η συστηματική ενοχοποίηση προσώπων για δήθεν καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούσε μονοπώλιο της Αριστεράς. Πλέον ελέγχεται από δεξιούς ριζοσπάστες, δηλαδή από αυτούς που έφεραν τον Τραμπ στην εξουσία και θέτουν την ατζέντα. Στην Ελλάδα, ευτυχώς, δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο. Θα φτάσουμε σίγουρα, αν οι επαγγελματίες της ευαισθησίας επιμείνουν στις υπερβολές τους.