Η διεθνής κρίση αξιοπιστίας των ΜΜΕ και η περίπτωση του BBC
Η κατάληξη της αντιπαράθεσης Τραμπ–BBC εξηγεί το πόσο βαθιά έχει διαβρωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και στα πιο ιστορικά.
Δεν εξέπληξε η δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ ότι θεωρεί επιβεβλημένη μια μήνυση κατά του BBC, επειδή παραποίησε ομιλία του πριν από τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021. Η παραποίηση καλλιέργησε την εντύπωση πως ο Τραμπ προέτρεψε τους οπαδούς του να εισβάλουν στο Καπιτώλιο, κάτι που στην πραγματικότητα δεν ίσχυε. Πλέον, το βρετανικό κρατικό μέσο ετοιμάζει δημόσιο απολογητικό υπόμνημα, το οποίο παραμένει άγνωστο αν θα γίνει δεκτό.
Το BBC ετοιμάζεται να ζητήσει συγγνώμη από τον πρόεδρο Τραμπ
Δεν είναι η πρώτη φορά που το BBC προκαλεί συζητήσεις για την τήρηση των κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Χωρίς να είναι το μόνο, ο Λευκός Οίκος το χαρακτηρίζει «αριστερή μηχανή προπαγάνδας» για τη στάση του σε ζητήματα όπως ο ισλαμισμός, η παράνομη μετανάστευση, το κινεζικό καθεστώς, η κλιματική αλλαγή και η οικονομία της αγοράς. Το ίδιο μέσο ασχολείται περιστασιακά και με τη χώρα μας, έχοντας αναπαράγει μετά από -επιεικώς- ελλιπή διασταύρωση εντυπωσιακές αλλά παραπλανητικές πληροφορίες.
Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο το BBC; Η απάντηση θα ήταν απλούστερη αν το πρόβλημα αφορούσε μόνο τους Βρετανούς. Ωστόσο, παρόμοια περιστατικά αναξιοπιστίας έχουν -δικαίως- αποδοθεί σε πολλές ακόμη θεωρούμενες έγκυρες εφημερίδες, ιστοσελίδες και κανάλια της Δύσης. Εμείς οι Έλληνες δεν θα ξεχάσουμε την υποτίθεται τσιμπημένη από σκορπιό “Μαρία του Έβρου”, ένα εξωφρενικό μύθευμα που τόσο επιπόλαια μετέδωσε και επανέλαβε το Spiegel.
Ο Τραμπ και η ανερχόμενη δυτική Δεξιά μιλούν μονίμως για φαινόμενα φίμωσης κάθε φωνής που παρεκκλίνει από την πολιτική ορθότητα. Χωρίς να θεωρείται… αθώα περιστερά, ο Αμερικανός πρώην πρόεδρος έχει δει τη φήμη του να σπιλώνεται για σφάλματα στα οποία είχαν υποπέσει και Δημοκρατικοί προκάτοχοί του, χωρίς να δεχτούν ανάλογα σκληρή κριτική. Βέβαια, παρόμοιες κατηγορίες εκτοξεύουν και οι απανταχού Αριστεροί, με τον δημοσιογραφικό κόσμο να στοχοποιείται και από τα δύο άκρα. Κατά συνέπεια, περισσότερα τα κρατικά ΜΜΕ προκαλούν εύλογη οργή στους φορολογούμενους όταν φαίνεται πως λειτουργούν προκατειλημμένα, καθώς χρηματοδοτούνται για να υπηρετούν την αντικειμενικότητα – όχι την προπαγάνδα. Τούτου λεχθέντος, τα σημερινά αμερικανικά ΜΜΕ είναι βαθιά πολωμένα, ακόμη και όταν διατηρούν ένα προκάλυμμα σοβαρότητας.
Η τρέχουσα κρίση αξιοπιστίας έχει τρεις κύριες ρίζες: την αγωνία των διεθνοποιημένων ΜΜΕ να βγάλουν πρώτα την «αποκλειστικότητα» σε έναν ωκεανό ανεξέλεγκτων social media· τη ραγδαία αύξηση του αριθμού δημοσιογράφων εις βάρος της πληρέστερης εκπαίδευσής τους· και τέλος, την επικίνδυνη πεποίθηση ότι η δημοσιογραφική προκατάληψη είναι ηθικά αποδεκτή, ενώ η εξακρίβωση της αλήθειας βαραίνει μόνο τον πολίτη. Η τελευταία νοοτροπία ισοδυναμεί με αποποίηση ευθύνης όσων εργάζονται στα μίντια, και είναι μάλλον η πιο διαβρωτική.
Μπορεί να ανατραπεί αυτή η τάση; Ίσως, αλλά όχι εύκολα. Δεν είναι μόνο τα συμφέροντα ιδιοκτητών και κυβερνήσεων που συντηρούν το υπάρχον καθεστώς· είναι και ο κυνισμός πολλών λειτουργών του Τύπου, που μαθαίνουν καθημερινά τα χειρότερα για την κοινωνία, την πολιτική και την επιχειρηματικότητα, όμως νιώθουν εντελώς ανήμποροι να αλλάξουν κάτι προς το καλύτερο.