Γιατί στην Ελλάδα φοβόμαστε την αστυνόμευση των δρόμων;
Η υπόθεση στο Φάληρο και τα μηδενικά τροχαία στο Ελσίνκι φωτίζουν το ελληνικό παράδοξο: εμπιστευόμαστε τον ιδιώτη, φοβόμαστε το κράτος.
Την περασμένη εβδομάδα η κοινή γνώμη ασχολήθηκε με ένα θέμα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι με τα κομματικά κονταροχτυπήματα στη Βουλή. Αναφέρομαι στο πνιγμένο κοριτσάκι του Φαλήρου, εγκαταλελειμμένο από τη μητέρα του μέσα στο νερό. Αναμενόμενο. Παρά τα στραβά μας, οι Έλληνες νοιαζόμαστε πάρα πολύ —ίσως υπερβολικά πολύ— για τα παιδιά μας· άρα η όλη ιστορία μας συγκλόνισε.
Η έως τώρα διαλεύκανση της υπόθεσης οφείλεται στην αξιοποίηση οπτικού υλικού, δηλαδή αρχείου βίντεο. Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν πρόκειται για ατύχημα ή φόνο, καθώς υπάρχουν σημαντικά κενά. Πάντως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η ταυτότητα του παιδιού θα παρέμενε άγνωστη αν δεν είχαν βρεθεί τα πλάνα από ιδιωτική κάμερα ασφαλείας.
Υπήρξε και μια ακόμη είδηση, που προβλημάτισε πολύ λιγότερους Έλληνες. Ανακοινώθηκε πως περάσαν δώδεκα μήνες χωρίς νεκρό από τροχαίο στο Ελσίνκι. Στο απλωμένο, σκοτεινό, υγρό και ψυχρό —τουλάχιστον σε σχέση με την Αθήνα— Ελσίνκι, όπου η κατανάλωση αλκοόλ είναι βαρύτατη τους χειμερινούς μήνες.
Η ομοιότητα μεταξύ των δύο ειδήσεων εντοπίζεται στη χρησιμότητα των καμερών. Εδώ συμβάλλουν περιστασιακά στην εξιχνίαση εγκλημάτων· στη Φινλανδία αποτρέπουν μονίμως τα τροχαία. Η διαφορά έγκειται κυρίως στα επιρρήματα: περιστασιακά και μονίμως.
Παραδόξως, στην Ελλάδα η βιντεοσκόπηση δημόσιων χώρων θεωρείται εξόχως αισχρή όταν γίνεται από κρατικές αρχές. Αντίθετα, είναι απολύτως αποδεκτή σε εμπορικά κέντρα, καταστήματα εστίασης, ξενοδοχεία, τράπεζες, κομμωτήρια, μπακάλικα και εισόδους πολυκατοικιών. Παραδόξως, εμπιστευόμαστε περισσότερο έναν οποιονδήποτε άγνωστο για τη διαχείριση του καταγεγραμμένου υλικού, από όσο έναν αστυνομικό ή δικαστικό λειτουργό. Ή όχι;
Δεν υπάρχει ούτε μία έρευνα τάσεων κοινού που να αποτυπώνει αρνητική στάση των Ελλήνων απέναντι στις κάμερες. Αντίθετα, καταγράφεται ισχυρή πλειοψηφική υποστήριξη χρήσης τους στην καταπολέμηση της παραβατικότητας και της μικροεγκληματικότητας. Αυτό άλλωστε το διαπιστώνουμε και στις καθημερινές μας συζητήσεις: αν είναι να πιαστείς κάνοντας… ματσακωνιά, θα την πάθεις από ανθρώπινα μάτια, όχι από ηλεκτρονικά.
Συνεπώς, τι εμποδίζει διαδοχικές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν ένα μέτρο ασφαλείας απολύτως συνηθισμένο στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη; Πολύ καλή ερώτηση. Υπάρχουν φυσικά οι ηχηροί επαγγελματίες «ευαίσθητοι», αλλά οι πραγματικοί αριθμοί τους είναι μικροί. Ίσως πρόσωπα σε θέσεις-κλειδιά, για δικούς τους λόγους, δεν επιθυμούν αποτελεσματική αστυνόμευση. Ίσως τα ίδια πρόσωπα εκφοβίζουν οκνηρούς πολιτικούς, λέγοντάς τους πόσο αντιδημοκρατικοί θα φανούν αν οι δρόμοι μας ξαναγίνουν ασφαλείς.