Επαγγελματική εκπαίδευση: μια ιστορία πολύτιμου χαμένου χρόνου
Η συγχώνευση επαγγελματικών σχολών στη Χαλκιδική αποκαλύπτει τη διαχρονική αδράνεια και τις δομικές ελλείψεις σε ΕΠΑΛ και ΙΕΚ.
Την περασμένη εβδομάδα το The Opinion κάλυψε τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει η απόφαση για συγχώνευση της Σχολής Ανώτατης Επαγγελματικής Κατάρτισης Πολυγύρου με εκείνη των Νέων Μουδανιών. Τα τμήματα της καταργηθείσας σχολής θα συνεχίσουν να λειτουργούν στα Μουδανιά, δηλαδή περίπου 25 χιλιόμετρα μακριά από το διοικητικό και γεωγραφικό κέντρο της συγκεκριμένης Περιφερειακής Ενότητας.
Σοβαρές αντιδράσεις για το κλείσιμο της Σχολής Επαγγελματικής Κατάρτισης Πολυγύρου
Η παραπάνω ενέργεια είναι ενδεικτική του πόσο επιδερμικά εστιάζουν οι κυβερνώντες στην επαγγελματική εκπαίδευση. Οι σπουδαστές από την ανατολική πλευρά της Χαλκιδικής θα βρεθούν ακόμη πιο μακριά, με όσα αυτό συνεπάγεται για τη συμμετοχή τους σε αυτόν τον παραμελημένο κλάδο της δημόσιας παιδείας.
Το 2022, δηλαδή την τελευταία χρονιά για την οποία δόθηκαν στοιχεία, στα δημόσια ΙΕΚ εγγράφηκαν 13.472 σπουδαστές, χωρίς να είναι ξεκάθαρο πόσοι αποφοίτησαν. Κατά κανόνα, οι διαθέσιμες σχετικές πληροφορίες είναι λίγες, για λόγους άγνωστους.
Περισσότερη ενημέρωση υπάρχει για τα Επαγγελματικά Λύκεια. Το 2024 και το 2025, μεσοσταθμικά, πήραν απολυτήριο λιγότερα από 30.000 άτομα, δηλαδή ούτε καν το 30% του συνόλου των αποφοίτων. Την ίδια στιγμή, ο αντίστοιχος μέσος όρος στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ ξεπερνά το 40%, ενώ στη Γερμανία το 50%.
Επιπρόσθετα, το πρόγραμμα σπουδών σε δημόσια ΕΠΑΛ και ΙΕΚ χαρακτηρίζεται από έλλειψη τεχνικών ειδικοτήτων, τουλάχιστον όσον αφορά τις θέσεις μάθησης. Ανατρέχοντας στα προγράμματα σπουδών, παρατηρούμε δυσανάλογα πολλές ειδικότητες προσωπικής φροντίδας και ταυτόχρονα σημαντικό έλλειμμα σε περιζήτητες τεχνικές. Πιο αξιοπερίεργη είναι η φαινομενική ανυπαρξία συντονισμού μεταξύ ΕΠΑΛ και ΙΕΚ ως προς τις προσφερόμενες ειδικότητες· στα λύκεια παρέχεται αρκετή εκπαίδευση πάνω στην αγροτική παραγωγή, στη μεταποίηση και στην οικοδομή, χωρίς να υπάρχει η προοπτική οποιασδήποτε αντίστοιχης ανώτερης μάθησης.
Οι παραγωγικοί φορείς συνεχώς καταγράφουν και επισημαίνουν τεράστιες ελλείψεις σε τεχνικές δεξιότητες, μα δεν βρίσκουν ουσιαστική ανταπόκριση. Γνωρίζοντας πως το πρόβλημα δεν λύνεται με εισαγωγή εντελώς ανειδίκευτων ατόμων από αναπτυσσόμενες χώρες, συχνά απευθύνονται σε ιδιωτικά κέντρα για προγράμματα κατάρτισης ήδη εργαζομένων. Παράλληλα, ορισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις προσπαθούν να καλύψουν το κενό με δικές τους επαγγελματικές ακαδημίες, μα ελάχιστες διαθέτουν το αναγκαίο μέγεθος για να υποστηρίξουν με επιτυχία ανάλογες δράσεις.
Δυστυχώς, το κλειδί του προβλήματος βρίσκεται πρωτίστως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από τη φύση του, το επαγγελματικό λύκειο προσφέρει νοοτροπία πιο κατάλληλη για χειρωνακτικά επαγγέλματα, νοοτροπία που το γενικό λύκειο αδυνατεί να προσφέρει, ειδικά με την ισχύουσα θεωρητικότατη ύλη. Χωρίς την κατάλληλη νοοτροπία, οι νέοι δεν θα κατευθυνθούν αργότερα σε σχετικά ΙΕΚ, ούτε θα αναζητήσουν παρόμοια απασχόληση στην αγορά εργασίας. Εφόσον δεν συνεχίσουν σε τμήμα ΑΕΙ με καλές προοπτικές, κινδυνεύουν να καταλήξουν σε χαμηλά αμειβόμενες ειδικότητες μικρής εξειδίκευσης.
Ανεπισήμως η αδράνεια αποδίδεται σε πλεόνασμα ακατάλληλων εκπαιδευτών και σε αδυναμία πρόσληψης άλλων. Εφόσον όντως ισχύει η εν λόγω διάδοση, δεν επιτρέπεται να λειτουργεί ως δικαιολογία για μη λήψη διορθωτικών μέτρων. Είναι μια απαράδεκτη δικαιολογία για κάτι τόσο σημαντικό, αλλά εξαιρετικά πιθανή. Εάν η κυβέρνηση είχε ασχοληθεί με το ζήτημα σοβαρά από το 2019, μέρος των αναγκών θα είχε πια καλυφθεί. Έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και συνεχίζει να χάνεται, εις βάρος της χαμηλής ελληνικής ανταγωνιστικότητας.