Η Αίγυπτος θυμίζει την ιστορία της, ενώ εμείς την ξεχνάμε

Το νέο Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο ως εργαλείο εθνικής ταυτότητας και η ελληνική αμηχανία απέναντι στο δικό μας παρελθόν

Η Αίγυπτος θυμίζει την ιστορία της, ενώ εμείς την ξεχνάμε

Στην επίσημη έναρξη λειτουργίας του νέου Μεγάλου Αιγυπτιακού Μουσείου (Grand Egyptian Museum, εν συντομία GEM – λογοπαίγνιο με τον πολύτιμο λίθο), οι Έλληνες ασχοληθήκαμε περισσότερο με το φόρεμα της Μαρέβα Γκραμπόφσκι παρά με το γεγονός αυτό καθαυτό. Ωστόσο, θα έπρεπε να εμβαθύνουμε λίγο παραπάνω στη συγκεκριμένη είδηση, διότι έμμεσα μας αφορά: αγκαλιάζοντας έγκαιρα την κλασική αρχαιότητα, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος έχτισε εθνική ταυτότητα.

Το όλο πρότζεκτ ουσιαστικά ξεκίνησε πριν τουλάχιστον τριάντα χρόνια, όμως η κατασκευή διήρκεσε είκοσι, με εκτιμώμενο κόστος ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Όταν τέθηκαν τα θεμέλια, η Αίγυπτος δεν είχε περάσει ακόμη την περιπέτεια της Αραβικής Άνοιξης και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ούτε όμως είχε καταγράψει την αλματώδη βιομηχανική πρόοδο των τελευταίων ετών. Με άλλα λόγια, οι κυβερνώντες σε μια φτωχή και ασταθή χώρα ανέλαβαν ένα κυριολεκτικά φαραωνικό έργο. Δεδομένης της ενδημικής διαφθοράς, αρκετοί θα πιστέψουν ότι το μουσείο των 500.000 μ² ανεγέρθηκε για να γεμίσουν τσέπες μελών της ελίτ. Χωρίς να αποκλείεται αυτό το ενδεχόμενο, το βασικό κίνητρο είναι διαφορετικό και ελάχιστα αφορά τους τουρίστες.

Το GEM δεν αποτελεί μεμονωμένο έργο. Εντάσσεται σε μια αλληλουχία δράσεων που σκοπό έχουν να αναδείξουν τον αρχαίο αιγυπτιακό πολιτισμό και να τον συνδέσουν με το σήμερα. Πρώτο διάσημο προϊόν του σχεδιασμού τούτου ήταν η νέα -επίσης γιγάντια- Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας το 2002. Ακολούθησε το ολοκαίνουργιο διοικητικό κέντρο της χώρας, με κτίρια αρκούντως αρχαιοπρεπή, όπου εκτός από τζαμί κατασκευάστηκε και επιβλητικός χριστιανικός ναός. Και παράλληλα, είχαμε έναν οργασμό ανακαλύψεων και αναστηλώσεων, που προσέφερε φρέσκα ευρήματα του παρελθόντος και ανέδειξε γνώριμα, όλων των πολιτισμών που αλληλεπίδρασαν με τον αιγυπτιακό.

Συνεχίζοντας στα χνάρια του Νάσερ, ο Σίσι προσπαθεί να επανακαθορίσει την ταυτότητα της χώρας, τονίζοντας την αιγυπτιακή πτυχή της σε σχέση με την αραβική ή τη μουσουλμανική. Στις μεγαλειώδεις τελετές μεταφοράς των μουμιών από το παλιό μουσείο του Καΐρου και εγκαινίων του νέου, συμμετείχαν εκατοντάδες γυναίκες δίχως κάλυμμα κεφαλής –γεγονός ενδεικτικό της θέλησης να απομακρυνθεί η χώρα από τον θρησκευτικό συντηρητισμό. Παρόμοια στάση απέναντι στο παρελθόν προσπάθησε να τηρήσει και ο Ρεζά Παχλεβί, με κορυφαία στιγμή στην Περσέπολη το 1971. Στην περίπτωση εκείνη, οι φονταμενταλιστές τελικά εμπόδισαν την προσπάθεια.

Ας επιστρέψουμε στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Είναι αλήθεια πως η -προκλητικά επιλεκτική- αρχαιολατρία μας έφτασε σε επίπεδα γραφικότητας· ειδικά κατά τη διάρκεια της Χούντας άγγιξε τη γελοιότητα. Το δυστύχημα είναι ότι στη Μεταπολίτευση η εγχώρια διανόηση έφτασε σταδιακά στο άλλο άκρο, με αποτέλεσμα οι νέες γενιές να μην έχουν ιδέα για τις ρίζες τους. Κι όποιος δεν γνωρίζει τις ρίζες του, δεν έχει ταυτότητα. Κι όποιος δεν έχει ταυτότητα, δεν έχει πυξίδα σε έναν εξαιρετικά αβέβαιο κόσμο. Με περισσότερη ειλικρίνεια και μετριοφροσύνη απ’ ό,τι άλλοτε, επιβάλλεται να επανασυνδεθούμε με το παρελθόν μας. Ας πάρουμε παράδειγμα από την κοιλάδα του Νείλου.