Δασμοί ΗΠΑ–ΕΕ: Συμφωνία χωρίς πανηγυρισμούς
Οι δασμοί 15% αποτρέπουν τον εμπορικό πόλεμο, αλλά δημιουργούν νέα πίεση στην Ευρώπη – και αυξημένο ρίσκο για την Ελλάδα
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση απέφυγαν -προς το παρόν- έναν ανοιχτό εμπορικό πόλεμο. Μετά τις τελευταίες συνομιλίες Τραμπ-Φον ντερ Λάιεν στην Σκωτία, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία για δασμό ύψους 15% στα περισσότερα ευρωπαϊκά αγαθά · σημαντικά πάνω από τον προηγούμενο μέσο όρο του 1,2%, υψηλότερος από το 10% που επιβλήθηκε στις 2 Απριλίου, μα πάρα πολύ χαμηλότερος από τους απειλούμενους δασμούς εάν δεν υπήρχε καμία συμφωνία.
Πρόκειται για συμβιβασμό που ναι μεν αποτρέπει μια καταστροφή, αλλά σίγουρα δεν προκαλεί ενθουσιασμό.
Η Ουάσιγκτον είναι η μόνη κερδισμένη, αν και το όποιο κέρδος είναι απροσδιόριστο. Πάντως προσδοκάται πολλαπλό: τεράστιες πωλήσεις όπλων και ενέργειας, αυξημένα φορολογικά έσοδα, μείωση του εμπορικού ελλείμματος, ενίσχυση των εγχώριων επενδύσεων, κι όλα αυτά δίχως να επιβαρυνθούν οι εξαγωγικές εταιρείες της. Επιπρόσθετα, η συμφωνία μάλλον θα δέσει τα χέρια των Βρυξελλών σε μείζονα ζητήματα φορολόγησης και ρύθμισης πολυεθνικών τεχνολογικών κολοσσών, ενώ ασαφές είναι αυτή τη στιγμή το πλαίσιο για τα αγροτικά προϊόντα.
Εν κατακλείδι, ο Τραμπ εξασφαλίζει πολιτικό κεφάλαιο ενόψει των ενδιάμεσων βουλευτικών εκλογών, στέλνοντας μήνυμα πυγμής στους φανατικότερους οπαδούς του, εν μέσω αναζωπύρωσης του σκανδάλου Έπσταϊν. Ωστόσο, οι υψηλότεροι δασμοί θα αυξήσουν τις τιμές ευρωπαϊκών προϊόντων πέραν του Ατλαντικού, και κατ’επέκταση θα επιβαρύνουν τον πληθωρισμό και το κόστος παραγωγής ορισμένων βιομηχανικών αγαθών.
Η ΕΕ, από την άλλη, καλείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Τούτου λεχθέντος, τα συμφωνημένα μέτρα λογικά δεν θα βλάψουν τις πωλήσεις υπερεξειδικευμένου βιομηχανικού εξοπλισμού, ή ειδών πολυτελείας από αναγνωρίσιμα brand. Θα βλάψουν κυρίως προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, και χώρες με υψηλή εξαγωγική εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Κι όσο για μας; Τα γενόσημα φάρμακα, η φέτα, το ελαιόλαδο, και τα ροδάκινα (120 εκατ. € στην αγορά της Κεντρικής Μακεδονίας πέρυσι) δεν απειλούν τη σταθερότητα των διεθνών αγορών, αλλά αντιπροσωπεύουν σοβαρά ποσά για την ελληνική οικονομία. Αν και το ποσοστό των εξαγωγών μας προς τις ΗΠΑ είναι μικρό, τα κέρδη που αυτές προσφέρουν δυστυχώς δεν περισσεύουν.
Καθώς διαφαίνεται πιθανή λήξη των μεγάλων πολεμικών συρράξεων, η συμφωνία γεννά προσδοκίες προβλεψιμότητας στις χρηματαγορές. Κι αυτή, με τη σειρά της, μπορεί να μετατραπεί σε πραγματική ανάπτυξη: η ρευστότητα θα φύγει από τα κρατικά ομόλογα και θα κατευθυνθεί σε μετοχές. Αν η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις ως θεατής, οφείλει να θωρακίσει την εξαγωγική μας βάση, να ενισχύσει νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και να καταστήσει την Ελλάδα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.