Αντί να ζητάμε την ουσία στον τουρισμό, προτιμάμε τίτλους
Η Θεσσαλονίκη επαινείται ως ταξιδιωτικός προορισμός, όμως τα προβλήματα της παραμένουν.
Τις προηγούμενες ημέρες, οι Financial Times ενέταξαν τη Θεσσαλονίκη στους 10 πιο ενδιαφέροντες εναλλακτικούς προορισμούς για το φετινό φθινόπωρο, μαζί με άλλες -ευρέως άγνωστες- πόλεις, όπως το Ρέγκενσμπουργκ στη Βαυαρία ή τη Μόντικα στη Σικελία. Χωρίς να γνωρίζουμε πόσο συνέβαλε στην επιλογή αυτή η Ελληνίδα συντάκτης του άρθρου, σίγουρα χαιρόμαστε γι αυτή τη διάκριση. Χαιρόμαστε επειδή απλούστατα οι FT διαβάζονται από ένα εύπορο έως πλούσιο κοινό, δηλαδή από τους υψηλής ποιότητας τουρίστες που αναζητά η χώρα.
Financial Times: Κορυφαίος φθινοπωρινός προορισμός στην Ευρώπη η Θεσσαλονίκη
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μας επισκέπτονται κάποιοι από τους εύπορους έως πλούσιους αναγνώστες της εφημερίδας. Ανάμεσα σε άλλα προσόντα της πόλης, το άρθρο αναφέρει την πολιτιστική κληρονομιά της. Πράγματι υπάρχει άφθονη πολιτιστική κληρονομιά, που όμως απαξιώνεται από το περιβάλλον των μνημείων: ανύπαρκτοι αρχαιολογικοί περίπατοι, μίζερες αναστηλώσεις, άθλιες προσόψεις πολυκατοικιών, δάση κεραιών και ευρύτερη αστική υποβάθμιση χαρακτηρίζουν όσες γειτονιές συνδέουν το Γαλεριανό Ανάκτορο, τη Ροτόντα, την Αχειροποίητο, τη Ρωμαϊκή Αγορά, την Πλατεία Διοικητηρίου, την Άνω Πόλη. Μόνο ο Φραγκομαχαλάς και οι 12 Απόστολοι ξεφεύγουν κάπως, χάρη στην πρόσφατη περιορισμένη ανάπλαση τους.
Έχουμε όμως και μουσεία στη Θεσσαλονίκη. Όντως, και ευτυχώς ο -επιεικώς ιδιόρρυθμος- τρόπος λειτουργίας του Βυζαντινού Μουσείου αποτελεί εξαίρεση και όχι κανόνα. Έχουμε λοιπόν το Αρχαιολογικό Μουσείο και το MOMUS, προορισμοί ομολογουμένως ενδιαφέροντες, αν και όχι διάσημοι. Βέβαια είναι άγνωστο τι άποψη θα σχηματίσουν οι εύποροι έως πλούσιοι τουρίστες βρίσκοντας τις συλλογές ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης σε μια δύσκολα προσπελάσιμη γειτονιά ή μέσα σε ένα τριτοκοσμικό εκθεσιακό κέντρο. Επίσης αξίζει να ακούσουμε τη γνώμη τους για την αρχιτεκτονική αισθητική ολόκληρου του δημόσιου χώρου γύρω από την Πλατεία ΧΑΝΘ. Κατ’ αρχήν, να τους ρωτήσουμε αν βλέπουν εκεί κάποια πλατεία.
Στα συν του άρθρου αναφέρεται επίσης η τοπική κουζίνα. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η πιο ενδιαφέρουσα σαλονικιώτικη μαγειρική συνήθως εντοπίζεται γύρω από τον άξονα της Εγνατίας: στους ίδιους δρόμους όπου βρίσκονται τα σημαντικότερα μνημεία της. Εκεί όπου το καλό φαγητό δεν αρκεί για μια καλή γαστρονομική εμπειρία, εξαιτίας της προαναφερθείσας εγκατάλειψης. Συνεπώς, οι εύποροι έως πλούσιοι ξένοι μας θα απολαύσουν μόνο τα πιάτα πιο ακριβών εστιατορίων, κάτω από την Τσιμισκή. Εξαιρετικά εστιατόρια, αλλά δίχως τόσο ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Οι αρμόδιοι για την τουριστική προβολή πετυχαίνουν θετικές κριτικές, τις αναπαράγουν στο εσωτερικό, επαναπαύονται υπερήφανοι, και μετά αναρωτιούνται πού είναι τέλος πάντων αυτές οι… ορδές εύπορων έως πλουσίων τουριστών.
Στη Θεσσαλονίκη έλαχε να μην είναι όμορφη πόλη, όμως να έχει διασώσει όμορφες γωνιές. Δεν είναι η μόνη: το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τη Μασσαλία, το Μιλάνο, τη Νάπολη, τη Σμύρνη, ορισμένες γερμανικές και ανατολικοευρωπαϊκές πόλεις, ακόμη και την Κωνσταντινούπολη. Ένας προορισμός μπορεί να είναι περιζήτητος για απροσδόκητες αιτίες, ειδικά όταν απευθύνεται σε Δυτικοευρωπαίους χορτάτους από νεοκλασικά μέγαρα και τεράστιες λεωφόρους. Σε αυτό το κοινό μπορούμε να πουλήσουμε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, εφόσον δουλέψουμε πάνω σ’ αυτόν. Εφόσον δουλέψουμε με επιμονή και ανοιχτό μυαλό.
Ας πάμε λοιπόν σε δύο πραγματικά καλά νέα της περασμένης εβδομάδας, σχετιζόμενα με τον δωδεκάμηνο τουρισμό που επιδιώκει ο πρωθυπουργός. Η Περιφερειακή Ενότητα Πέλλας κινείται προς λειτουργική ενοποίηση των τριών γνωστότερων ορεινών οικισμών της με το Λουτρά Πόζαρ, προσφέροντας έτσι μια ακόμη εξαιρετική απόδραση γύρω από τη Θεσσαλονίκη· ο μεγάλος πλούτος της Κεντρικής Μακεδονίας είναι πολύ ανώτερο ατού αν συγκριθεί με βαρετά κλισέ σε ΜΜΕ. Το δεύτερο καλό νέο αφορά ένα ξεχασμένο σημείο, στην αρχαία καρδιά της πόλης: η Ολύμπου ονομάστηκε ως ένας από τους πιο cool δρόμους της Ευρώπης, λόγω του συνολικού μποέμικου χαρακτήρα της. Εξυπακούεται ότι ανάλογες διακρίσεις αφορούν μεν νεώτερα ακροατήρια, αλλά ακροατήρια με πολύ μέλλον. Ακροατήρια που συμπεριλαμβάνουν τα τέκνα των εύπορων έως πλουσίων συνδρομητών των Financial Times.