Το νέο σχέδιο της ΔΕΗ και η μεταμόρφωση της ελληνικής ενεργειακής οικονομίας

Το νέο σχέδιο της ΔΕΗ και η μεταμόρφωση της ελληνικής ενεργειακής οικονομίας
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/ EUROKINISSI

Πώς ένα επενδυτικό πρόγραμμα 10,1 δισ. έως το 2028 διαμορφώνει νέες ισορροπίες στην αγορά και καθορίζει τον ρόλο της Ελλάδας στην ενεργειακή μετάβαση

Η παρουσίαση του νέου τριετούς στρατηγικού πλάνου της ΔΕΗ στο Λονδίνο αποτελεί μια κρίσιμη στιγμή για την επιχείρηση και την ελληνική οικονομία συνολικά. Η διοίκηση της εταιρείας παρουσίασε ένα φιλόδοξο επενδυτικό πλάνο 10,1 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2026 έως 2028, με στόχο σχεδόν τον διπλασιασμό του δείκτη κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) στα 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ και προοπτική σημαντικής αύξησης μερισμάτων προς τους μετόχους, φθάνοντας έως και το 1,2 ευρώ ανά μετοχή στο τέλος της περιόδου. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες επενδυτικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ελληνική επιχείρηση τα τελευταία χρόνια. Έτσι η ΔΕΗ φιλοδοξεί να μετασχηματιστεί σε έναν ολοκληρωμένο όμιλο ενέργειας και τεχνολογίας που θα διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και θα καθορίζει την πορεία της χώρας προς μια νέα ενεργειακή εποχή.

Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει την επιτάχυνση της εγκατάστασης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας με την κατασκευή 6,3 γιγαβάτ νέας ισχύος και με τελικό στόχο ένα χαρτοφυλάκιο 12,7 γιγαβάτ ως το 2028. Παράλληλα, επενδύει σε έργα ευέλικτης ισχύος που ενισχύουν τη σταθερότητα του ενεργειακού συστήματος, όπως συστοιχίες μπαταριών, υδροηλεκτρικά έργα και μονάδες φυσικού αερίου. Αυτό το σκέλος του πλάνου έχει καθοριστική σημασία, διότι η υψηλή διείσδυση ΑΠΕ χωρίς επαρκείς υποδομές αποθήκευσης και εξισορρόπησης δημιουργεί διακυμάνσεις στο δίκτυο, αυξάνει το κόστος σταθεροποίησης και υπονομεύει τη βιωσιμότητα της πράσινης μετάβασης. Με την προσθήκη ευέλικτων μονάδων, η ΔΕΗ επιδιώκει να εξασφαλίσει ότι η μετάβαση προς την καθαρή ενέργεια θα γίνει με τρόπο τεχνικά αξιόπιστο και οικονομικά ισορροπημένο.

Η πλήρης απολιγνιτοποίηση ως το 2026 αποτελεί άλλη μια κομβική πτυχή. Η ΔΕΗ επιδιώκει μείωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 85 τοις εκατό σε σχέση με το 2019. Αυτή η επιλογή σηματοδοτεί το τέλος μιας ολόκληρης βιομηχανικής εποχής και ανοίγει τον δρόμο για μια νέα μορφή ενεργειακής παραγωγής που βασίζεται στην τεχνολογία, στη διαφοροποίηση του μίγματος και στην περιβαλλοντική συμβατότητα. Ταυτόχρονα, δημιουργεί έντονες κοινωνικές προκλήσεις για περιοχές που εξαρτώνται οικονομικά από τον λιγνίτη και απαιτεί ολοκληρωμένη στρατηγική δίκαιης μετάβασης.

Η ΔΕΗ μετατοπίζεται σταδιακά από το παραδοσιακό προφίλ του μονοδιάστατου παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας σε έναν οργανισμό που συνδυάζει παραγωγή, δίκτυα, ψηφιακές υπηρεσίες, τηλεπικοινωνίες και τεχνητή νοημοσύνη. Η πρόθεση ανάπτυξης πανελλαδικού δικτύου οπτικών ινών τύπου FTTH εντάσσεται σε αυτή τη νέα φιλοσοφία. Η ΔΕΗ διαθέτει ένα μοναδικό πλεονέκτημα, καθώς η γεωγραφική διασπορά και το εύρος των δικτύων της επιτρέπουν την ταχεία εγκατάσταση υποδομών που μπορούν να αλλάξουν την ψηφιακή πραγματικότητα της χώρας και να δημιουργήσουν νέες πηγές εσόδων. Παράλληλα, η υιοθέτηση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης σε τομείς όπως η διαχείριση έργων, η εξυπηρέτηση πελατών ή η παρακολούθηση δικτύων υπόσχεται αύξηση της αποδοτικότητας και περιορισμό λειτουργικών δαπανών.

Η επένδυση στα δίκτυα αποτελεί εξίσου κεντρική προτεραιότητα. Η ΔΕΗ στοχεύει σε σημαντική αύξηση της ρυθμιζόμενης περιουσιακής βάσης σε Ελλάδα και Ρουμανία με μέσο ετήσιο ρυθμό περίπου 5% φθάνοντας τα 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ ως το 2028. Αυτό ενισχύει τον ρόλο της ως παρόχου υποδομών σε μια περίοδο που η ασφάλεια και ο εκσυγχρονισμός των δικτύων θεωρούνται καθοριστικοί παράγοντες για την ενεργειακή επάρκεια των κρατών.

Η ελληνική αγορά ενέργειας μπορεί να επηρεαστεί βαθιά από την υλοποίηση των παραπάνω στόχων. Η αύξηση της ισχύος από ΑΠΕ θα μειώσει περαιτέρω την εξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, με θετική επίπτωση στο εμπορικό ισοζύγιο και στην ενεργειακή ασφάλεια. Η ενίσχυση της αποθήκευσης θα βελτιώσει τη διαχείριση των ημερήσιων και εποχιακών διακυμάνσεων της παραγωγής, μειώνοντας την ανάγκη χρήσης ακριβών και ρυπογόνων μονάδων αιχμής. Η δυναμική παρουσία της ΔΕΗ σε νέες υπηρεσίες για νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό και πιθανόν θα οδηγήσει σε νέες τιμολογιακές και τεχνολογικές επιλογές για τους καταναλωτές. Παράλληλα, η ισχυροποίηση της ΔΕΗ ως περιφερειακού παίκτη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη δημιουργεί συνθήκες για μια νέα γεω-οικονομική πραγματικότητα, με την Ελλάδα να αποκτά αυξημένη επιρροή στις διασυνδεδεμένες ενεργειακές αγορές.

Η ελληνική οικονομία συνολικά μπορεί να επωφεληθεί σημαντικά από τον μετασχηματισμό αυτό. Οι επενδύσεις άνω των δέκα δισεκατομμυρίων ευρώ σε διάστημα μόλις τριών ετών δημιουργούν ένα οικονομικό κύμα που επηρεάζει κλάδους όπως οι κατασκευές, η βιομηχανία εξοπλισμού, οι υπηρεσίες μηχανικών, οι τεχνολογικές εφαρμογές και οι μεταφορές. Το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα τέτοιου μεγέθους επενδύσεων είναι σημαντικό και μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης, στην περιφερειακή ανάπτυξη και στη δημιουργία ενός πιο ανθεκτικού παραγωγικού μοντέλου. Η ενίσχυση της κερδοφορίας της ΔΕΗ και οι αυξημένες φορολογικές της υποχρεώσεις δημιουργούν πρόσθετα δημόσια έσοδα σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα χρειάζεται πόρους για να χρηματοδοτήσει μεταρρυθμίσεις και υποδομές.

Υπάρχουν όμως και παράγοντες κινδύνων που απαιτούν προσεκτικό σχεδιασμό και συνεχή παρακολούθηση. Η υλοποίηση ενός τόσο μεγάλου επενδυτικού πλάνου αποτελεί τεράστια επιχειρησιακή πρόκληση και η καθυστέρηση έργων, η αύξηση κόστους ή η αδυναμία εξασφάλισης των απαιτούμενων αδειοδοτήσεων μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τον οικονομικό σχεδιασμό. Επίσης, το ρυθμιστικό περιβάλλον αλλάζει συχνά και επηρεάζει άμεσα την αποδοτικότητα των επενδύσεων. Η διεθνής ενεργειακή αγορά υπόκειται σε απρόβλεπτες διακυμάνσεις που μπορούν να διαταράξουν τα έσοδα από εμπορία και παραγωγή. Παράλληλα, η μετάβαση μακριά από τον λιγνίτη δημιουργεί την ανάγκη για ουσιαστικές πολιτικές ανασυγκρότησης σε περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία και η Αρκαδία, όπου ο ρόλος της ΔΕΗ υπήρξε επί δεκαετίες καθοριστικός.

Το επενδυτικό πρόγραμμα της ΔΕΗ συνθέτει ένα συνεκτικό όραμα για το μέλλον της ελληνικής ενέργειας. Αν υλοποιηθεί με συνέπεια, μπορεί να μεταμορφώσει όχι μόνο την επιχείρηση αλλά και το ενεργειακό μοντέλο της χώρας, να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να αναβαθμίσει τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας στον τομέα της πράσινης ανάπτυξης. Το στοίχημα όμως παραμένει μεγάλο. Η επιτυχία θα εξαρτηθεί από τη διοικητική ικανότητα της εταιρείας, από τη σταθερότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος και από την ικανότητα της ελληνικής πολιτείας να στηρίξει μια συνολική στρατηγική ενεργειακού μετασχηματισμού με κοινωνική συνοχή και θεσμική συνέχεια. Συνολικά, το πλάνο αυτό συνιστά μια από τις πιο σημαντικές εξελίξεις στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής ενέργειας και αποτελεί μια ευκαιρία που δύσκολα μπορεί να επαναληφθεί.