Το νέο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και η ωρίμανση των ΣΔΙΤ ως επιλογή στη δημόσια υγεία

Το νέο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και η ωρίμανση των ΣΔΙΤ ως επιλογή στη δημόσια υγεία
Φωτογραφία αρχείου

Η ανακοίνωση των πέντε επενδυτικών σχημάτων που υπέβαλαν φάκελο ενδιαφέροντος για το νέο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμη βήμα στην αλυσίδα των έργων ΣΔΙΤ στην πόλη. Είναι η στιγμή που η ελληνική εμπειρία των Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα εισέρχεται σε ένα νέο πεδίο, το πιο ευαίσθητο και ταυτόχρονα το πιο απαιτητικό, όπως είναι η υγεία. Και μόνο γι’ αυτό, η Θεσσαλονίκη γίνεται το εργαστήριο μιας ιστορικής μετατόπισης.

Το νέο νοσοκομείο, με προϋπολογισμό 350 εκατομμυρίων ευρώ και διάρκεια σύμβασης 30 ετών, σηματοδοτεί μια διαφορετική αντίληψη για τη δημόσια φροντίδα που την καθιστά λειτουργική, τεχνολογικά προηγμένη, και κυρίως λογοδοτούμενη ως προς το κόστος, τον χρόνο και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται. Η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα προσφέρει έναν δρόμο βιωσιμότητας μέσα σε ένα περιβάλλον δημοσιονομικών περιορισμών και αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών.

Στην Ελλάδα, οι ΣΔΙΤ έχουν ήδη περάσει από το στάδιο της πειραματικής εφαρμογής. Σχολεία, δικαστικά μέγαρα, φοιτητικές εστίες, υποδομές ψηφιακής διακυβέρνησης, καθώς όλα αυτά αποτέλεσαν τις πρώτες ύλες μιας θεσμικής ωρίμανσης που αναγνωρίστηκε διεθνώς. Όταν η Παγκόσμια Τράπεζα κατατάσσει το ελληνικό πλαίσιο ΣΔΙΤ δεύτερο παγκοσμίως, κάτι γίνεται σωστά και το κάνει γιατί διαπιστώνει συνέπεια, προβλεψιμότητα και τεχνική αρτιότητα σε μια χώρα που, πριν δύο δεκαετίες, θεωρούνταν θεσμικά απρόβλεπτη.

Αυτό το θεσμικό κεφάλαιο είναι τώρα που αξιοποιείται στον τομέα της υγείας. Και το ενδιαφέρον των πέντε σχημάτων αποτελεί απόδειξη εμπιστοσύνης στην ελληνική διοίκηση, σε έναν τομέα όπου οι χρόνοι και τα κόστη παραδοσιακά εκτροχιάζονταν. Η επιλογή του Αντικαρκινικού Θεσσαλονίκης ως πρώτου έργου ΣΔΙΤ στην υγεία δείχνει, επίσης, πολιτική ωριμότητα. Διότι αν υπάρχει ένας τομέας όπου η αποτυχία δεν συγχωρείται, αυτός είναι η ογκολογία.

Η σύμπραξη κρατάει σταθερή την ευθύνη του Δημοσίου για την ιατρική λειτουργία, ενώ ο ιδιώτης αναλαμβάνει τη μελέτη, χρηματοδότηση, κατασκευή και συντήρηση. Πρόκειται για έναν διαχωρισμό ρόλων που, διεθνώς, έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά του: το δημόσιο διατηρεί τον έλεγχο της υγειονομικής πολιτικής, ενώ ο ιδιωτικός φορέας εξασφαλίζει υποδομές και υπηρεσίες υποστήριξης υψηλής ποιότητας, με ρήτρες απόδοσης και διαρκή αξιολόγηση.

Έτσι διαμορφώνεται ένα σύστημα που ενισχύει το ΕΣΥ, το εκσυγχρονίζει και το προστατεύει από την αδράνεια που τόσο συχνά το φθείρει.

Η Θεσσαλονίκη, ως δεύτερη σε μέγεθος μητρόπολη της χώρας, είχε ανάγκη από μια τέτοια υποδομή. Η υγειονομική γεωγραφία της Βόρειας Ελλάδας στηρίζεται σε νοσοκομεία που λειτουργούν με υπερφόρτωση και περιορισμένους πόρους. Η δημιουργία ενός αντικαρκινικού κέντρου 425 κλινών, με μονάδες εντατικής θεραπείας, ανακουφιστικής φροντίδας, ημερήσιας νοσηλείας και ακτινοθεραπείας, συνιστά έργο κοινωνικής δικαιοσύνης. Σηματοδοτεί ότι η καταπολέμηση του καρκίνου αντιμετωπίζεται ως εθνική προτεραιότητα, όχι ως περιφερειακό ζήτημα.

Ταυτόχρονα, το έργο αυτό μπορεί να αναδιαμορφώσει τη σχέση του πολίτη με την έννοια του δημόσιου νοσοκομείου. Οι ΣΔΙΤ, όταν εφαρμόζονται σωστά, εισάγουν μια κουλτούρα αξιολόγησης, πρόληψης αστοχιών και διαχείρισης κινδύνου. Υποχρεώνουν τον ιδιωτικό τομέα να «ποντάρει» στην ποιότητα, αφού τα έσοδά του εξαρτώνται από τη διαρκή τήρηση των προδιαγραφών. Και υποχρεώνουν το Δημόσιο να λειτουργεί ως αυστηρός επόπτης και όχι ως αδρανής ιδιοκτήτης.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο, το έργο του Αντικαρκινικού μπορεί να αποδειχθεί μεταρρυθμιστικό: γιατί επαναφέρει την έννοια της ευθύνης, τόσο για το κράτος όσο και για τον ανάδοχο.

Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν ποιοι από τους πέντε ενδιαφερόμενους θα περάσουν στη φάση του ανταγωνιστικού διαλόγου και ποιο σχήμα θα αναλάβει το έργο. Όμως, όποια κι αν είναι η τελική επιλογή, η ουσία παραμένει: η Ελλάδα δοκιμάζει ένα νέο μοντέλο εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, προς τη διαφάνεια και προς την ίδια την έννοια του κοινού συμφέροντος.

Σε μια εποχή όπου η δημόσια υγεία δοκιμάζεται από κρίσεις, οικονομικές, ενεργειακές, δημογραφικές, καθώς η λύση δεν μπορεί να είναι η ακινησία. Οι ΣΔΙΤ προσφέρουν ένα σταθερό εργαλείο συνέχειας πολιτικής και θεσμικής σοβαρότητας. Αν το Αντικαρκινικό Θεσσαλονίκης ολοκληρωθεί έγκαιρα, με ποιότητα και λογοδοσία, τότε η Ελλάδα δεν θα έχει απλώς ένα ακόμα νέο νοσοκομείο, θα λειτουργεί ως ένα νέο παράδειγμα.

Και τα παραδείγματα, στην πολιτική όπως και στην υγεία, είναι αυτά που σώζουν ζωές.