Ποσοστό να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι: Όταν η ισότητα μετατρέπεται σε υποχρέωση
Δευτέρα. Μπαίνω στο γραφείο, κάνω καφέ και ανοίγω τον υπολογιστή. Στο ενδιάμεσο, μιλάω με τα παιδιά στο press room — εκείνες δηλαδή, αφού το 80% του γραφείου είναι γυναίκες. «Κύριε Γιάννη, διαβάσατε το σημερινό άρθρο της φίλης σας;» με ρωτάνε με νόημα. «Όχι ακόμα», απαντώ, και έρχεται η ατάκα που με προειδοποιεί: «Πρέπει να το διαβάσετε, γιατί εδώ μέσα οι γυναίκες είμαστε η πλειοψηφία και εσείς μειοψηφία».
Μπαίνω, λοιπόν, στον πειρασμό και ανοίγω το άρθρο της φίλης Σαρηγιαννίδου για την ποσόστωση των γυναικών σε κάθε εκλογική διαδικασία. Μέχρι την τρίτη παράγραφο ένιωσα 2-3 τρίχες μου ήδη να έχουν ασπρίσει. Έτσι, με φάτσα πλήρους απορίας, ξεκινώ να γράφω — όχι για να αντικρούσω, αλλά για να συμφωνήσω στο πνεύμα και να διαφωνήσω στην ουσία.
Προσωπικά, ποτέ δεν πίστεψα ότι η ισότητα μπορεί να επιβληθεί με νομοθετικές ρυθμίσεις. Η ποσόστωση μπορεί να ξεκίνησε με καλές προθέσεις — να λειτουργήσει ως διορθωτικός μηχανισμός σε μια κοινωνία που για δεκαετίες κρατούσε τις γυναίκες στο περιθώριο. Όμως, στην πράξη, έχει εξελιχθεί σε μια μορφή «υποχρεωτικής εκπροσώπησης», που συχνά περισσότερο προσβάλλει παρά ενδυναμώνει. Γιατί τι είδους ισότητα είναι αυτή που χρειάζεται ποσοστά για να υπάρξει;
Έχω δει γυναίκες να εντάσσονται σε συνδυασμούς για να «βγει το νούμερο», όχι γιατί τους εμπιστεύονται ρόλους ουσίας. Έχω δει και άλλες, εξαιρετικά ικανές, να μένουν απέξω γιατί δεν θέλουν να αισθανθούν «συμβολικές». Όταν η συμμετοχή γίνεται υποχρέωση και όχι επιλογή, τότε η ποσόστωση χάνει τον σκοπό της. Δεν ενθαρρύνει, αλλά αποθαρρύνει. Δεν δημιουργεί ίσες ευκαιρίες, αλλά ένα νέο είδος ανισότητας — αυτή τη φορά στο όνομα της ισότητας.
Και κάπου εκεί κρύβεται το παράδοξο: η ποσόστωση προωθεί μια τεχνητή εικόνα προόδου, χωρίς να αλλάζει ουσιαστικά τίποτα. Αν δεν μεταβληθούν οι νοοτροπίες, αν τα κόμματα συνεχίσουν να λειτουργούν με παλιές δομές και αν η κοινωνία εξακολουθεί να θεωρεί τη γυναίκα «επικουρική παρουσία» στα κέντρα αποφάσεων, τότε η ποσόστωση είναι απλώς ένα νούμερο σε μια λίστα. Μια εύκολη απάντηση σε ένα δύσκολο πρόβλημα.
Η αληθινή πρόοδος δεν μετριέται σε ποσοστά, αλλά σε αντιλήψεις. Χρειάζεται να επενδύσουμε σε κουλτούρα ισότητας, σε ουσιαστική στήριξη, σε πολιτικές που διευκολύνουν τη συμμετοχή χωρίς να την επιβάλλουν. Να δημιουργήσουμε συνθήκες που να επιτρέπουν στις γυναίκες να ισορροπούν επάγγελμα, οικογένεια και δημόσιο ρόλο χωρίς ενοχές ή εμπόδια. Να αλλάξουμε τη ρητορική που τις θέλει «εκπληρώσεις υποχρέωσης» και να τις αντιμετωπίσουμε όπως είναι πραγματικά: δυναμικές, ικανές και απολύτως απαραίτητες για τη δημόσια ζωή.
Η ισότητα δεν έρχεται με νόμους, αλλά με συνείδηση. Και κάθε φορά που μια γυναίκα αναρωτιέται αν είναι εκεί επειδή το αξίζει ή επειδή το επιβάλλει η ποσόστωση, χάνεται λίγο από το νόημα της δημοκρατίας. Γιατί η δημοκρατία δεν είναι να βάζεις κανόνες για να φαίνεται δίκαιη, αλλά να δημιουργείς ευκαιρίες για να είναι δίκαιη. Και αυτό δεν το εξασφαλίζουν οι αριθμοί, το εξασφαλίζει η κουλτούρα μας, οι πράξεις μας και ο τρόπος που βλέπουμε την αξία του άλλου.
Η ποσόστωση ίσως να ήταν κάποτε αναγκαία. Σήμερα όμως, όσο πιο πολύ την εφαρμόζουμε, τόσο πιο καθαρά φαίνεται ότι δεν είναι λύση — είναι σύμπτωμα. Το ζητούμενο δεν είναι να γεμίσουμε τις αίθουσες με γυναίκες «για να υπάρχει ισορροπία», αλλά να φτάσουμε κάποτε στο σημείο που δεν θα χρειάζεται να τις μετράμε. Όταν αυτό συμβεί, τότε θα μπορούμε να πούμε πως η ισότητα έχει πραγματικά κερδηθεί.
Ποσόστωση: Αναγκαίο κακό ή εργαλείο; Από την αμφισβήτηση στην κατανόηση!