Πώς το Μητροπολιτικό Πάρκο της ΔΕΘ μεταμορφώνει την αγορά της Θεσσαλονίκης
Το Μητροπολιτικό Πάρκο της ΔΕΘ, με αυτή την έννοια, δεν είναι ένα έργο πολυτελείας. Είναι μια αναπτυξιακή ανάγκη πρώτης γραμμής. Γράφει ο Διονύσης Ασημιάδης.
Σε μια εποχή όπου η αστική αγορά της Θεσσαλονίκης δοκιμάζεται από τη στασιμότητα, τη μετατόπιση της εμπορικής δραστηριότητας στα περιφερειακά malls και την υποχώρηση της καταναλωτικής κίνησης στο κέντρο, η προοπτική ενός μεγάλου μητροπολιτικού πάρκου γεννά, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, μια ουσιαστική ελπίδα οικονομικής αναζωογόνησης.
Η πόλη, που άλλοτε ζούσε από τον ρυθμό της καθημερινής εμπορικής συναλλαγής και το σφυγμό της μικρής επιχειρηματικότητας, βρίσκεται σήμερα σε ένα μεταίχμιο. Είτε θα επανεφεύρει το εμπορικό της πρόσωπο, είτε θα συνεχίσει να παρακολουθεί παθητικά τη συρρίκνωση του ιστορικού της κέντρου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Μητροπολιτικό Πάρκο της ΔΕΘ δεν είναι απλώς ένα έργο πράσινης ανάπλασης. Είναι μια συστημική παρέμβαση με σαφείς οικονομικές συνέπειες, ικανές να επανεκκινήσουν τη ροή κεφαλαίου, να πυροδοτήσουν νέες επιχειρηματικές δράσεις και να αποκαταστήσουν την οικονομική λειτουργία του αστικού πυρήνα. Και η αγορά είναι εκείνη που θα δεχτεί την πρώτη, καθοριστική ανάσα.
Με βάση συγκριτικά παραδείγματα από αστικές παρεμβάσεις διεθνούς εμβέλειας και σύμφωνα με ποσοτικές εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ και του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, το Μητροπολιτικό Πάρκο αναμένεται να λειτουργήσει ως καθοριστικός καταλύτης επανεκκίνησης της τοπικής οικονομίας. Η προσέλκυση τακτικής και ποιοτικής επισκεψιμότητας σε έναν χώρο 175 στρεμμάτων πρασίνου και πολιτιστικής δραστηριότητας θα αναδιαμορφώσει τη ροή του καταναλωτικού κοινού, ενισχύοντας ταυτόχρονα την παραμονή του στο εμπορικό κέντρο.
Ο μηχανισμός αυτός είναι γνωστός στην οικονομική γεωγραφία ως “spillover effect” και έχει τεκμηριωθεί σε μητροπολιτικά πάρκα της Βαρκελώνης, του Παρισιού και της Βιέννης, όπου η αύξηση στη φυσική ροή καταναλωτών έχει οδηγήσει σε αναβίωση τοπικών επιχειρήσεων, αύξηση του τζίρου έως και 30% και μείωση των εμπορικών κενών κατά 20-25% εντός πενταετίας.
Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, η δημιουργία ενός μεγάλου, σταθερού ρεύματος πολιτών και τουριστών στο κέντρο αποτελεί κρίσιμο παράγοντα αντιστροφής της τάσης περιθωριοποίησης της αγοράς από τα εμπορικά κέντρα των δυτικών και ανατολικών συνοικιών.
Η οικονομική κατάσταση της πόλης τα τελευταία χρόνια αποτυπώνεται σε έναν διαρκώς αποδυναμούμενο εμπορικό παλμό, καθώς περίπου μία στις τρεις μικρές επιχειρήσεις στον κεντρικό ιστό λειτουργεί πλέον οριακά ή με ζημιογόνα αποτελέσματα, σύμφωνα με στοιχεία του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Πάνω από το ένα τέταρτο των καταστημάτων σε βασικούς εμπορικούς άξονες, όπως η Τσιμισκή, η Εγνατία και η Βενιζέλου, χαρακτηρίζονται ως εν δυνάμει κενά, λόγω της συνεχούς υποχώρησης της ζήτησης και της αδυναμίας διατήρησης μισθώσεων.
Την ίδια στιγμή, έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ και του Οικονομικού Επιμελητηρίου Βορείου Ελλάδος καταδεικνύουν ότι η Θεσσαλονίκη υστερεί στον δείκτη αγοραστικής δύναμης κατά περίπου δώδεκα τοις εκατό σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών παραμένει στάσιμο επί πέντε συνεχόμενα έτη.
Το εμπορικό της κέντρο, που υπήρξε για δεκαετίες συγκριτικό πλεονέκτημα και δομικό στοιχείο της ταυτότητας της πόλης, αδυνατεί πλέον να ανταγωνιστεί τους σύγχρονους περιφερειακούς εμπορικούς πόλους, οι οποίοι προσφέρουν ενοποιημένες εμπειρίες στάθμευσης, κατανάλωσης και ψυχαγωγίας. Η απουσία ενός δημόσιου χώρου σύγχρονων προδιαγραφών, ικανού να προσελκύσει μαζική και σταθερή ροή επισκεπτών, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ήδη αποδυναμωμένη αγορά, η οποία στερείται τον πιο ζωτικό της πόρο: την καθημερινή παρουσία ανθρώπων με πραγματική αγοραστική πρόθεση. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανάγκη για ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης δεν αποτελεί απλώς ένα αίτημα αναβάθμισης του δημόσιου χώρου, αλλά όρο επιβίωσης για τη βιωσιμότητα της τοπικής αγοράς.
Επιπλέον, σύμφωνα με προκαταρκτική οικονομοτεχνική μελέτη, η αύξηση στην εμπορική κίνηση αναμένεται να προκαλέσει αύξηση του κύκλου εργασιών στις επιχειρήσεις εστίασης και λιανεμπορίου κατά 18-22% μέσα στην πρώτη τριετία από τη λειτουργία του πάρκου, ενώ οι τιμές των επαγγελματικών ακινήτων ενδέχεται να αυξηθούν κατά 15-20%, ενισχύοντας και τη δυναμική για επενδύσεις. Οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν δεν θα περιορίζονται στον τουρισμό ή στις υπηρεσίες αναψυχής, αλλά θα εκτείνονται και σε παραγωγικούς τομείς της τοπικής οικονομίας, όπως η κατασκευή, η προμήθεια εξοπλισμού και η εμπορική υποστήριξη των νέων επιχειρήσεων που θα ανοίξουν σε ένα ευνοϊκότερο οικονομικό περιβάλλον. Η αγορά θα ανακτήσει ρόλο κινητήρα της αστικής ζωής και όχι παθητικού αποδέκτη της ύφεσης.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι πως η αύξηση της ζήτησης δεν προκύπτει τεχνητά ή συγκυριακά, αλλά στηρίζεται σε μια δομική αλλαγή της καθημερινής εμπειρίας του πολίτη: σε μια πόλη πιο προσβάσιμη, πιο φιλική, πιο λειτουργική. Όταν η πόλη γίνεται βιώσιμη, η αγορά ακολουθεί, όχι με όρους επιδοτήσεων, αλλά με όρους πραγματικής οικονομικής κινητικότητας. Το Μητροπολιτικό Πάρκο της ΔΕΘ, με αυτή την έννοια, δεν είναι ένα έργο πολυτελείας. Είναι μια αναπτυξιακή ανάγκη πρώτης γραμμής.