Παραίτηση Αλέξη Τσίπρα: Το τέλος ενός κύκλου πολιτικής κενολογίας
O ελληνικός λαός, έχοντας δοκιμάσει πια το «πουκάμισο αδειανό» των λόγων του, θα γυρίσει επιτέλους την πλάτη στην κενολογία;
Χθες, ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά την παραίτησή του από βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ – μια κίνηση που επισφραγίζει το τέλος της παρουσίας του στο κόμμα που ίδρυσε, αλλά ταυτόχρονα σηματοδοτεί την απαρχή ενός νέου πολιτικού κύκλου για τον ίδιο. Ο πρώην πρωθυπουργός αποχώρησε λίγο πριν την έναρξη της νέας συνόδου της Βουλής, δηλώνοντας πως «παραιτούμαι από βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν παραιτούμαι από την πολιτική δράση». Με άλλα λόγια, αφήνει την έδρα του αλλά δεν εγκαταλείπει την πολιτική: αντιθέτως, απαλλαγμένος πια από κομματικούς μηχανισμούς, φλερτάρει ανοιχτά με την ιδέα ίδρυσης νέου πολιτικού φορέα. Όπως αποκάλυψε η Lifo, εδώ και καιρό εργάζεται παρασκηνιακά για τη δημιουργία ενός νέου, πιο κεντρώου κόμματος, με σύνθημα τον «συμπεριληπτικό πατριωτισμό». Η παραίτηση λοιπόν του Τσίπρα από τη Βουλή μοιάζει περισσότερο με αφετηρία παρά με τέλος – το πρώτο αποφασιστικό βήμα για το νέο του κόμμα, όπως σημειώνουν πολιτικοί αναλυτές.
Ωστόσο, μαζί με το κεφάλαιο αυτό που ανοίγει, κλείνει ένας πολύ μεγάλος κύκλος. Πρόκειται για τον κύκλο της «πρώτη φορά Αριστερά» διακυβέρνησης, αλλά και της αντιπολίτευσης που άσκησε ο Τσίπρας, ο οποίος διήρκεσε πάνω από 15 χρόνια. Ένας κύκλος που, όπως θα αναλύσουμε, χαρακτηρίστηκε από πολιτική κενολογία – άφθονες εξαγγελίες και ταραχώδεις κινήσεις, αλλά ισχνά αποτελέσματα για τη χώρα. Ας δούμε λοιπόν τι αφήνει πίσω του ο Αλέξης Τσίπρας και γιατί πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί το επιτομάχιο της πολιτικής κενολογίας στην Ελλάδα.
Πολιτική κενολογία: Πολλά λόγια, μηδενικό αποτέλεσμα
Ο όρος «πολιτική κενολογία» περιγράφει γλαφυρά ένα φαινόμενο οικείο στην ελληνική δημόσια ζωή. Όπως το είχε ορίσει σκωπτικά ο διανοητής Χρήστος Γιανναράς, πρόκειται για την κατάσταση όπου ένα πολιτικό σχήμα «είναι κενό από κάθε πολιτικό περιεχόμενο, ένα “άδειο πουκάμισο”, χρησιμοποιείται η λέξη [σ.σ. κάποιο ιδεολόγημα] για να παρουσιαστεί ως υπαρκτό το πολιτικό τίποτα». Με απλά λόγια, πολιτική κενολογία είναι να λες πολλά, να υπόσχεσαι πολλά, ακόμα και να κινείσαι διαρκώς πολιτικά, αλλά εντέλει να μην κάνεις τίποτα ουσιαστικό για την πρόοδο της κοινωνίας. Αντί για πραγματικές λύσεις, ο πολιτικός κενολόγος προσφέρει φανταχτερές δηλώσεις και ακροβατισμούς. Το αποτέλεσμα; Η ζωή των πολιτών δεν βελτιώνεται, η οικονομία και η επιχειρηματικότητα δεν διευκολύνονται – ίσως μάλιστα πηγαίνουν πίσω.
Ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε πρωταθλητής σε αυτό το είδος κενολογίας. Ανήλθε στην εξουσία ως «αντισυστημικός ρήτορας» το 2015, υποσχόμενος να σκίσει τα μνημόνια και να αλλάξει ριζικά την πορεία της χώρας. Στην πράξη όμως, η πρωθυπουργία του εξελίχθηκε σε έναν κύκλο κενών εξαγγελιών και συμβολικών κινήσεων χωρίς πρακτικό αντίκρισμα. Εφάρμοσε τελικά μνημονιακές πολιτικές χειρότερες από εκείνες που προηγουμένως κατήγγελλε, ενώ πολλές από τις «μεταρρυθμίσεις» του αποδείχθηκαν επιφανειακές ή και επιζήμιες.
Δεν πρόκειται απλώς για εκτίμηση των πολιτικών αντιπάλων του. Ακόμα και ουδέτεροι παρατηρητές θα συμφωνούσαν ότι η περίοδος Τσίπρα γέμισε από βερμπαλισμούς και ιδεοληπτικές “κορώνες”, που τελικά δεν μετουσιώθηκαν σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Ο ίδιος ο Τσίπρας τώρα φαίνεται να επιχειρεί “μεγάλο rebranding” – ίσως προσπαθώντας να αποτινάξει την ταμπέλα του αποτυχημένου και να εμφανιστεί με νέο προσωπείο. Αλλά, όπως θα δούμε, το πολιτικό του αποτύπωμα μέχρι σήμερα κάθε άλλο παρά θετικό μπορεί να χαρακτηριστεί.
Η Ελλάδα-πύλη της Ευρώπης για εκατομμύρια παράνομους μετανάστες
Μία από τις πιο χειροπιαστές συνέπειες της διακυβέρνησης Τσίπρα ήταν η μετατροπή της Ελλάδας σε ξέφραγο αμπέλι για τις μεταναστευτικές ροές. Το 2015, εν μέσω προσφυγικής κρίσης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ακολούθησε μια πολιτική «ανοιχτών συνόρων», με αποτέλεσμα η χώρα να γίνει η κύρια δίοδος προς την Ευρώπη για τεράστιες μάζες ανθρώπων από την Ασία και την Αφρική. «Ανοιχτά σύνορα» σημαίνουν εκατομμύρια παράνομους μετανάστες! σχολίαζαν χαρακτηριστικά διεθνείς οργανισμοί εκείνη την εποχή. Και πράγματι, πάνω από 800.000 άτομα έφτασαν δια θαλάσσης στην Ελλάδα μόνο το 2015, αριθμός πρωτοφανής. Συνολικά μέσα στην τετραετία, ένας πληθυσμός αρκετών εκατομμυρίων διέσχισε τα ελληνικά σύνορα με προορισμό την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, δημιουργώντας ασφυκτική πίεση στα νησιά και στις δομές φιλοξενίας.
Το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξουμε με hotspots τύπου Μόριας που εξελίχθηκαν σε άτυπα γκουλάγκ, να χαθούν ανθρώπινες ζωές στο Αιγαίο και τελικά η Ελλάδα να βρεθεί απομονωμένη και υπόλογη εντός ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι επί ΣΥΡΙΖΑ κινδύνεψε ακόμη και η συμμετοχή μας στη ζώνη Σένγκεν λόγω της ανεξέλεγκτης εισροής. Αυτός ο μεταναστευτικός εφιάλτης φέρει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Αλέξη Τσίπρα, όσο κι αν ο ίδιος επιχειρεί να ανασκευάσει την ιστορία.
Στο άρμα της «Βρυξελλοκεντρικής» διακυβέρνησης – Από τον Σημίτη στον Τσίπρα
Παρά τη ρητορική του περί ρήξης με το «παλιό καθεστώς», ο Αλέξης Τσίπρας στην πράξη έδεσε το άρμα του στις ίδιες ράγες με τους προκατόχους του, ακολουθώντας πιστά τη βρυξελλοκεντρική γραμμή διακυβέρνησης. Μετά το αρχικό του τσαλαβούτημα το 2015 (που παρ’ ολίγον να οδηγήσει σε Grexit), ο Τσίπρας έκανε στροφή 180 μοιρών (ή 360 όπως θα έλεγε ο ίδιος): όχι μόνο εγκολπώθηκε πλήρως το μνημονιακό πρόγραμμα, αλλά εξελίχθηκε σε αγαπημένο παιδί των Ευρωπαίων ηγετών, εφαρμόζοντας ό,τι του υπαγόρευε η τρόικα. Θυμίζουμε ότι τελικά υπέγραψε το τρίτο και σκληρότερο μνημόνιο τον Αύγουστο του 2015, ανατρέποντας τη λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος. Από εκεί και έπειτα, εφάρμοσε σκληρή λιτότητα έως το 2018, ακολουθώντας πειθήνια τις «ντιρεκτίβες» των πιστωτών ενώ παράλλη εκχώρισε όλη τη δημόσια περιουσία για 99 χρόνια.
Πολλοί παρατηρητές παρομοιάζουν την μετάλλαξη αυτή του Τσίπρα με την πορεία του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Όπως ο Σημίτης στη δεκαετία του ’90 έθεσε ως προτεραιότητα την ένταξη στην ΟΝΕ και συμμορφώθηκε πλήρως προς τα κελεύσματα των Βρυξελλών, έτσι και ο Τσίπρας, από επαναστάτης, μετατράπηκε γρήγορα σε πειθήνιο εκτελεστή των ευρωπαϊκών αποφάσεων.
Συνοψίζοντας, ο Τσίπρας δεν άλλαξε ρότα στη χώρα – αντίθετα, την κράτησε γερά δεμένη στο «γερμανικό άρμα» και στην ευρωκρατία, ξεκίνησε νέα πορεία προς την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης και την ασφυκτική γραφειοκρατία, και διατήρησε ανέγγιχτες τις παθογένειες του κρατισμού. Όπως δηκτικά θα λέγαμε, από το «Go back, Mrs Merkel» πέρασε γρήγορα στο «Yes, Madame». Η αντισυστημική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ απεδείχθη απλώς μία ακόμα παραλλαγή της ίδιας κεντροαριστερής κενολογίας που επί δεκαετίες ταλανίζει τον τόπο.
Το μοναδικό «θετικό»: Ξεγύμνωμα της πλειοψηφίας και της υποκρισίας της Αριστεράς
Μέσα σε όλα τα αρνητικά, μπορεί κανείς να βρει ένα και μοναδικό θετικό στην περιπέτεια Τσίπρα: ότι ξεσκεπάστηκαν με τον πλέον εμφαντικό τρόπο ορισμένες αυταπάτες της μεταπολίτευσης. Πρώτον, ξεγυμνώθηκε ο μύθος ότι «ο λαός έχει πάντα δίκιο». Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε πως η πλειοψηφία σε μια δημοκρατία μπορεί κάλλιστα να κάνει οικτρές επιλογές. Ο ελληνικός λαός ανέδειξε τον Τσίπρα πανηγυρικά, του έδωσε 62% στο δημοψήφισμα του 2015 για ρήξη με την Ευρώπη, μόνο και μόνο για να φανεί στην πράξη πόσο καταστροφική θα ήταν μια τέτοια επιλογή. Ευτυχώς (και εδώ ελλοχεύει μια μεγάλη ειρωνεία) ο ίδιος ο Τσίπρας αγνόησε τη λαϊκή εντολή του “Όχι” και έκανε πίσω την τελευταία στιγμή – κάτι που αργότερα παραδέχθηκε ότι ήταν η μόνη λογική επιλογή. Αν είχαμε ακολουθήσει μέχρι τέλους τη γραμμή του “Όχι”, σήμερα πιθανότατα η Ελλάδα θα είχε την κατάληξη ενός απομονωμένου Βαλκανικού κρατιδίου, ένα μίγμα Σκοπίων, Βουλγαρίας, Κοσόβου και Λιβύης, εκτός ευρώ και σε απόλυτη οικονομική εξαθλίωση. Το δημοψήφισμα του 2015 θα μείνει στην ιστορία ως μνημείο πολιτικής παραφροσύνης της πλειοψηφίας – ένα πολύτιμο μάθημα ότι η κοινή γνώμη μπορεί να σφάλει τραγικά.
Δεύτερον, η περίοδος Τσίπρα ξεσκέπασε την υποκρισία και τον κυνισμό της λεγόμενης «προοδευτικής» παράταξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε με υποσχέσεις ηθικού πλεονεκτήματος και κοινωνικής δικαιοσύνης, όμως έπεσε από την εξουσία φορτωμένος σκάνδαλα και αμαρτίες. Στα χρόνια του συνέβησαν πρωτοφανείς θεσμικές εκτροπές: απόπειρες ελέγχου των ΜΜΕ, παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, ανοχή (ή και κάλυψη) σε κρούσματα διαφθοράς. Δεν είναι τυχαίο ότι υπουργοί του καταδικάστηκαν για παράνομες μεθοδεύσεις. Η κορυφαία περίπτωση είναι αυτή του στενού συνεργάτη του, Νίκου Παππά, ο οποίος καταδικάστηκε ομόφωνα σε ειδικό δικαστήριο για αντισυνταγματικές ενέργειες με σκοπό τον έλεγχο των τηλεοπτικών καναλιών – ενέργειες που, όπως κατέγραψαν οι δικαστές, έγιναν σε συνεχή συνεννόηση με τον τότε πρωθυπουργό Τσίπρα. Με άλλα λόγια, το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» τσαλακώθηκε ανεπανόρθωτα: αποδείχθηκε ότι και οι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί μπορούν να κυβερνήσουν με τον πιο κυνικό, πελατειακό και διεφθαρμένο τρόπο.
Η τετραετία ΣΥΡΙΖΑ άφησε πίσω της καταδικασμένους υπουργούς, διασπάθιση κοινοτικών κονδυλίων (π.χ. στα προσφυγικά camps), φαινόμενα ακραίας ανικανότητας (βλ. τραγωδία στο Μάτι) και έναν διάχυτο θεσμικό κυνισμό. Ο ίδιος ο Τσίπρας, αντί να απολογηθεί, έφτασε στο σημείο να καταγγέλλει σκευωρίες όταν ήρθε η ώρα της λογοδοσίας. Αυτή η στάση του δεν κάνει παρά να επιβεβαιώνει πόσο στρεβλά είχε κυριαρχήσει η Αριστερά στο δημόσιο λόγο μεταπολιτευτικά – κουνώντας το δάχτυλο στους άλλους, ενώ η ίδια λειτουργούσε με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Τουλάχιστον, μετά την εμπειρία της κυβέρνησης Τσίπρα, οι πολίτες μπορούν πια να κρίνουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα τα μεγάλα λόγια και τις εύκολες καταγγελίες. Η Αριστερά έχασε κάθε δικαίωμα να παριστάνει τον ηθικό τιμητή, καθώς απαξιώθηκε στα μάτια της κοινωνίας τόσο με τις πράξεις όσο και με τις παραλείψεις της.
Η υστεροφημία του Τσίπρα
Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από βουλευτής, με ταυτόχρονη προαναγγελία νέου πολιτικού εγχειρήματος, μας καλεί να κάνουμε τον απολογισμό του. Και ο απολογισμός αυτός, υπό ένα εριστικό και καυστικό πρίσμα, μόνο κολακευτικός δεν είναι. Ο Τσίπρας υπήρξε ο πρωθυπουργός της πολιτικής κενολογίας: διακήρυξε ελπίδα αλλά σκόρπισε απογοήτευση, υποσχέθηκε ρήξη αλλά εφάρμοσε μνημόνια, ευαγγελίστηκε δικαιοσύνη αλλά κυβέρνησε με τσιμεντωμένες τις καθεστωτικές πρακτικές. Επί ημερών του, η χώρα βρέθηκε λίγο πριν την οικονομική καταστροφή, μετατράπηκε σε διάδρομο μεταναστών και γνώρισε θεσμικές παρεκτροπές που δεν περίμενε κανείς από μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Και τώρα, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, ο ίδιος άνθρωπος επιχειρεί να αναγεννηθεί πολιτικά από τις στάχτες του. Θα βρει άραγε ανταπόκριση; Ή μήπως ο ελληνικός λαός, έχοντας δοκιμάσει πια το «πουκάμισο αδειανό» των λόγων του, θα γυρίσει επιτέλους την πλάτη στην κενολογία;