Όταν και η ορθολογική Κεντροδεξιά πρέπει να ακούσει έναν ριζοσπάστη: τα μαθήματα Mamdani για την τεχνοκρατική πολιτική
Η νίκη του Zohran Mamdani στις εκλογές της Νέας Υόρκης δεν χρησιμεύει σε κάτι στο να ερμηνευτεί απλά ως ένα ακόμα εκλογικό επεισόδιο στην ιστορία της αμερικανικής πολιτικής.
Η νίκη του Zohran Mamdani στις εκλογές της Νέας Υόρκης δεν χρησιμεύει σε κάτι στο να ερμηνευτεί απλά ως ένα ακόμα εκλογικό επεισόδιο στην ιστορία της αμερικανικής πολιτικής. Είναι ένα πολιτικό σήμα που πρέπει να διαβαστεί ευρύτερα όχι μόνο από τους κατά κόσμο κεντροαριστερούς που προσπαθούν να εναγωνίως να επανασυνδεθούν με τη βάση τους, αλλά και από τη κεντροδεξιά, τους φιλελεύθερους, εκείνους που πιστεύουν στον ορθολογισμό, το μέτρο, την αποτελεσματικότητα και τη διάτήρηση των θεσμών. Γιατί αυτό που συνέβη στη Νέα Υόρκη δεν είναι απλώς η επικράτηση ενός «σοσιαλιστή», αλλά η επιτυχία ενός χαρισματικού ριζοσπάστη, ο οποίος κατάφερε να συνδέσει το πολιτικό μήνυμα με την καθημερινότητα των πολιτών, εκεί όπου οι τεχνοκράτες επικεντρωμένοι στην στοχοπροσήλωση τους συχνά χάνουν το νήμα.
Ο Mamdani, αν και μέλος των Democratic Socialists of America, δεν είπε σχεδόν τίποτε το πρωτότυπο σε επίπεδο ιδεών. Το πρόγραμμά του για στέγαση, δημόσιες συγκοινωνίες και κοινωνικές δαπάνες είναι η γνωστή ατζέντα της προοδευτικής αριστεράς. Εκείνο που έκανε τη διαφορά ήταν η μεθοδολογία: ο τρόπος που οργάνωσε, αφηγήθηκε και επικοινώνησε την πολιτική του. Επέλεξε να μη μιλήσει με αφηρημένα συνθήματα, αλλά να προσφέρει μια αφήγηση όπου κάθε κάτοικος της πόλης μπορούσε να αναγνωρίσει ως δική του ιστορία. Δεν υποσχέθηκε έναν «καλύτερο κόσμο», αλλά μια πιο ανθρώπινη γειτονιά. Δεν απηύθυνε λόγο στους ιδεολόγους, αλλά στους ενοικιαστές, στους οδηγούς, στους ανθρώπους που προβληματίζονται στο πως θα τα βγάλουν πέρα, στις συνθήκες μιας μεγάλης πολυπολιτισμικής παγκόσμιας μητρόπολης.
Και εδώ βρίσκεται το πρώτο μάθημα και για την τεχνοκρατική Κεντροδεξιά: ο πολιτικός ορθολογισμός πολλές φορές δεν αρκεί αν δεν έχει συναίσθημα. Η αποτελεσματικότητα του σχεδιασμού, όταν μένει γυμνή από την μεγάλη αφήγηση, μοιάζει ψυχρή και απρόσωπη. Ο Mamdani δεν νίκησε επειδή είχε δίκιο στο πρόγραμμά του, αλλά επειδή έκανε τον κόσμο να αισθανθεί ότι εκείνος είχε δίκιο να είναι μαζί του. Το συναίσθημα δεν είναι απαραίτητα ο εχθρός της λογικής, αλλά είναι το όχημα που την καθιστά πολιτικά λειτουργική. Οι συντηρητικοί και φιλελεύθεροι πολιτικοί που παραμένουν εγκλωβισμένοι στη γλώσσα των δεικτών, των ποσοστών και των μεταρρυθμίσεων χάνουν το αυτονόητο, ότι ο πολίτης δεν θέλει απλώς να ενημερωθεί, θέλει να πειστεί ότι κάποιος τον καταλαβαίνει.
Το δεύτερο μάθημα είναι η προσωποκεντρική μεθοδολογία. Ο Mamdani λειτούργησε ως οργανωτής, όχι ως διανοούμενος. Πήγε ο ίδιος στις γειτονιές, μίλησε με ανθρώπους, συγκρότησε δίκτυα υποστήριξης. Δεν περίμενε να πείσει μέσα από τηλεοπτικά πάνελ ή οικονομικές μελέτες, αλλά οικοδόμησε πολιτική κοινότητα από κάτω προς τα πάνω. Για την Κεντροδεξιά, που συχνά αντιμετωπίζει την πολιτική ως ζήτημα «καλής διαχείρισης», αυτή είναι μια σημαντική υπενθύμιση: οι πολίτες δεν κινητοποιούνται από τη διακυβέρνηση, αλλά από το αίσθημα συμμετοχής. Ο πολιτικός που διοικεί ξεχνώντας να εμπνεύσει, χάνει το αυριανό εκλογικό του ακροατήριο πριν καν το καταλάβει.
Τρίτο μάθημα, η ανάγκη για επεξηγηματική τεχνοκρατία. Η μεταρρύθμιση δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, πρέπει να έχει πρόσωπο. Ο Mamdani κέρδισε επειδή μίλησε για το πώς μια πολιτική επιλογή αλλάζει κάτι απτό στη ζωή του πολίτη. Αυτό είναι το έλλειμμα των ορθολογικών πολιτικών δυνάμεων σε πολλές χώρες, δηλαδή προωθούν μεν δομικές αλλαγές, αλλά δεν εξηγούν ποτέ τι σημαίνουν και μεσοπρόθεσμα αλλά και άμεσα για την τσέπη, τον χρόνο ή την αξιοπρέπεια του πολίτη. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός δεν είναι αφήγημα εάν δεν συνοδεύεται από την υπόσχεση «δεν θα χρειαστείς να στηθείς πια στην ουρά». Η δημοσιονομική πειθαρχία δεν εμπνέει αν δεν μεταφράζεται σε «θα έχεις σταθερές τιμές στο σούπερ μάρκετ». Η αλήθεια είναι πως ο Mamdani μίλησε καλύτερα τη γλώσσα της πρακτικότητας απ’ ό,τι πολλοί τεχνοκράτες θα ήθελαν.
Τέταρτο μάθημα: η αυθεντικότητα ως πολιτική αξία. Η ρητορική του Mamdani ήταν τόσο άψογη επικοινωνιακά που δεν έμοιαζε φτιαγμένη από επικοινωνιολόγους έμοιαζε με κουβέντα ανθρώπου που πιστεύει πραγματικά ό,τι λέει. Η Κεντροδεξιά, ειδικά στην Ευρώπη, έχει χάσει αυτή την απλότητα. Συχνά κρύβεται πίσω από «ασφαλείς» δηλώσεις, από φράσεις προσεκτικά ζυγισμένες ώστε να μην ενοχλούν. Όμως ο κόσμος δεν θέλει τον άψογο, θέλει αυτόν που μπορεί να του πει μια καλή ιστορία. Ο τεχνοκράτης πολιτικός που μπορεί να μιλήσει απλά, χωρίς να απολογείται για την πολυπλοκότητα, θα είναι πάντα πιο κοντά στον πολίτη ακόμα και από τον δημαγωγό που φωνάζει. Το ζητούμενο είναι η συναισθηματική ευθύτητα, όχι η επιθετικότητα.
Και τέλος, το πέμπτο μάθημα: η ανάγκη να βλέπεις τη ριζοσπαστική επιτυχία όχι με περιφρόνηση, αλλά ως αντανάκλαση μιας κοινωνικής δυσφορίας. Ο Mamdani δεν θα είχε κερδίσει αν δεν υπήρχε πραγματικό πρόβλημα με το κόστος ζωής, με την ανασφάλεια, με την αίσθηση ότι οι πόλεις δεν ανήκουν πια στους κατοίκους τους. Ο λαϊκισμός, ακόμη κι όταν είναι επικίνδυνος, ξεκινά πάντα από υπαρκτά προβλήματα. Η Κεντροδεξιά δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από το να τα αναγνωρίσει, αρκεί να μην υποπέσει στη παγίδα να αναζητήσει τις ίδιες απλοϊκές λύσεις.
Γιατί αυτό είναι το τελικό δίδαγμα του Mamdani: κάθε χαρισματικός λαϊκιστής μπορεί να περιγράψει το πρόβλημα καλύτερα απ’ όλους, αλλά σχεδόν πάντα προτείνει τη λάθος λύση. Η πρόκληση για τους ορθολογικούς της πολιτικής δεν είναι να τον απορρίψουν με αφορισμούς, αλλά να τον παρακολουθήσουν ψύχραιμα, να κατανοήσουν το γιατί συγκινεί, και να δείξουν ότι υπάρχει σοβαρή, εφαρμόσιμη και ανθρώπινη εναλλακτική στον λαϊκισμό του.
Η πολιτική δεν είναι μόνο διαγωνισμός σωστών απαντήσεων, αλλά και μάχη πειθούς. Και εκεί, καμιά φορά, οι ριζοσπάστες έχουν περισσότερα να δείξουν απ’ ό,τι και οι καλύτεροι διαχειριστές.