Όταν η ανασφάλεια ντύνεται αγάπη: Το ψυχολογικό πρότυπο της προσκόλλησης
Η πραγματική αγάπη δεν είναι να μας κρατούν για να νιώθουμε ασφαλείς, αλλά να μπορούμε να στεκόμαστε με ηρεμία, ακόμη κι όταν ο άλλος απομακρύνεται.
Υπάρχουν φορές που νομίζουμε πως αγαπάμε βαθιά, ενώ στην πραγματικότητα προσκαλούμαστε με όλη τη δύναμη του φόβου μας, φόβου μην μείνουμε μόνοι. Φόβου μήπως ο άλλος φύγει. Και τότε, ό,τι μοιάζει με αγάπη, αρχίζει σιγά–σιγά να γίνεται ανάγκη.
Δεν είναι ότι δεν αγαπάμε πραγματικά, είναι ότι ο φόβος εγκατάλειψης γίνεται τόσο δυνατός, που η αγάπη μπερδεύεται με την προσπάθεια να κρατηθούμε ασφαλείς. Το σώμα και το μυαλό ενεργοποιούν εκείνα τα παλιά μοτίβα επιβίωσης που κάποτε μας “προστάτευσαν” — αλλά σήμερα, μας κρατούν παγιδευμένους.
Το anxious attachment: Όταν η σύνδεση γεννάει άγχος
Στην ψυχολογία, το ονομάζουμε αγχώδης προσκόλληση (anxious attachment), είναι ο εσωτερικός μηχανισμός που σε κάνει να αναζητάς διαρκώς επιβεβαίωση, να φοβάσαι την απόσταση, να ερμηνεύεις τη σιωπή του άλλου ως απόρριψη.
Η παιδική ρίζα είναι συχνά κοινή: μια ασταθής συναισθηματική διαθεσιμότητα από το πρόσωπο που μας φρόντιζε. Ένας γονιός που ήταν άλλοτε παρών και άλλοτε απόμακρος που αγαπούσε, αλλά δεν έδινε συνέπεια και προβλεψιμότητα.
Κι έτσι, το παιδί έμαθε να ζει με την αβεβαιότητα:
• “Αν κάνω κάτι λάθος, ίσως πάψει να με αγαπά.”
Αυτό το “ίσως” μεταφέρεται, ασυνείδητα, σε κάθε μελλοντική σχέση.
Η ανασφάλεια ως απόηχος του τραύματος
Το ‘’anxious attachment’’ δεν είναι απλώς ένα μοτίβο συμπεριφοράς — είναι σωματοποιημένο τραύμα σχέσης. Κάθε φορά που το άτομο βιώνει συναισθηματική απόσταση, ενεργοποιείται το νευρικό σύστημα άμυνας, όπως τότε που η παιδική του ασφάλεια εξαρτιόταν από τη διαθεσιμότητα του γονέα.
Σύμφωνα με τη θεωρία του νευροβιολογικού δεσμού (Schore, 2003; Porges, 2011), ο εγκέφαλος του παιδιού διαμορφώνεται μέσα στη ρύθμιση ή τη μη ρύθμιση της σχέσης με τον φροντιστή. Όταν η σύνδεση είναι ασταθής, το σύστημα προσκόλλησης μένει “σε επιφυλακή”, έτοιμο να αντιδράσει υπερβολικά στην πιθανότητα απώλειας.
Μια μετα-ανάλυση (Mikulincer & Shaver, 2019) έδειξε ότι τα άτομα με αγχώδη προσκόλληση έχουν αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης και αυτόνομης ενεργοποίησης σε καταστάσεις συναισθηματικής απόρριψης, κάτι που εξηγεί γιατί οι αντιδράσεις τους συχνά βιώνονται ως “υπερβολικές”. Δεν είναι υπερβολή, είναι αναβίωση του παλιού τραύματος.
• “Αν με αγαπάς, θα με καθησυχάσεις”
Στην ενήλικη ζωή, το άγχος της εγκατάλειψης γίνεται συναισθηματικό μοτίβο. Το άτομο νιώθει διαρκώς ότι πρέπει να κερδίζει την αγάπη του άλλου — με φροντίδα, κατανόηση, προσφορά ή θυσία. Κάθε μικρή απομάκρυνση βιώνεται σαν απειλή. Κάθε καθυστέρηση στο μήνυμα σαν απόρριψη.
Η φράση “αν με αγαπάς, θα με καθησυχάσεις” δεν είναι χειριστική· είναι κραυγή ενός εσωτερικού παιδιού που δεν έμαθε ποτέ πως η αγάπη μπορεί να είναι σταθερή χωρίς να χρειάζεται επιβεβαίωση κάθε λεπτό. Αυτή η εσωτερική φωνή δεν ζητά “περισσότερη αγάπη”. Ζητά περισσότερη ασφάλεια.
Η θεραπευτική ματιά: Από την προσκόλληση στη νευροπλαστικότητα
Η θεραπευτική διαδικασία δεν στοχεύει μόνο στην κατανόηση των μοτίβων, αλλά στη νευροβιολογική επανεκπαίδευση του εγκεφάλου. Όταν το άτομο βιώνει μέσα στη θεραπευτική σχέση σταθερότητα, ασφάλεια και συναισθηματική ρύθμιση, ενεργοποιείται η νευροπλαστικότητα — η φυσική ικανότητα του εγκεφάλου να δημιουργεί νέες συνδέσεις και να τροποποιεί παλιές αντιδράσεις φόβου.
Σύμφωνα με έρευνες του Daniel Siegel (2012) και της Ruth Lanius (2020), η ασφαλής θεραπευτική σχέση μπορεί να μειώσει τη δραστηριότητα της αμυγδαλής (περιοχή του φόβου) και να ενισχύσει τη λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού, επιτρέποντας στο άτομο να ρυθμίζει πιο αποτελεσματικά το στρες και να επανερμηνεύει τα ερεθίσματα ασφάλειας.
Με απλά λόγια, κάθε φορά που κάποιος νιώθει αποδοχή εκεί όπου άλλοτε ένιωθε απόρριψη, ο εγκέφαλος “ξαναγράφει” το μονοπάτι του τραύματος.
Και αυτό είναι η ουσία της θεραπείας τραύματος:
• να δημιουργεί νέες εμπειρίες ασφάλειας εκεί όπου υπήρχε φόβος.
Η ψυχοθεραπεία, λοιπόν, δεν είναι απλώς μια συναισθηματική κουβέντα, είναι μια βιολογική διαδικασία αναδόμησης. Μέσα από τη συνέπεια και τη ρύθμιση της σχέσης θεραπευτή – θεραπευόμενου, ο εγκέφαλος μαθαίνει πως μπορεί να νιώθει ασφαλής χωρίς υπερ-επαγρύπνηση. Και τότε, η αγάπη παύει να είναι πεδίο φόβου — γίνεται χώρος ελευθερίας.
Η πραγματική αγάπη δεν είναι να μας κρατούν για να νιώθουμε ασφαλείς, αλλά να μπορούμε να στεκόμαστε με ηρεμία, ακόμη κι όταν ο άλλος απομακρύνεται. Η ασφάλεια που ψάχνουμε στις αγκαλιές των άλλων, αρχίζει πάντα από τη συμφιλίωση με τον εαυτό μας — και η θεραπεία είναι ο δρόμος που κάνει αυτή τη συμφιλίωση βιολογικά και ψυχικά δυνατή.