ΟΠΕΚΕΠΕ και κρατική διαφθορά: Το σκάνδαλο, η συνενοχή και η βουβή οργή
Δέκα χρόνια μετά το δημοψήφισμα της οργής, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ φανερώνει πόσα λίγα έχουν αλλάξει στη χώρα. Πού σταματά το κράτος και πού αρχίζει το κύκλωμα;
Δεν θα μπω στο ύψος του προστίμου για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, διότι δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με το σκεπτικό της Ευρωπαίας εισαγγελέα. Ούτε στο ότι περίπου τα ίδια παρατηρούνται σε όλη την ΕΕ. Ούτε φυσικά στο αν πρόκειται για αμιγώς νεοδημοκρατική υπόθεση, καθώς όλοι μας γνωρίζουμε τι συμβαίνει με τις αγροτικές ενισχύσεις εδώ και πάνω από 40 χρόνια, από την εποχή του “όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά”.
Τι συμβαίνει με τους…αγρότες του καναπέ, με τις εικονικές ομάδες παραγωγών, με τη βιομηχανία επιδοτήσεων σε γίδια, ελαιόδεντρα και τεύτλα. Άλλωστε η Ελλάδα δεν διαθέτει πραγματικό, στρατηγικό σχέδιο για την πρωτογενή παραγωγή. Αντίθετα, διαθέτει ένα αποτελεσματικό δίκτυο κρατικοδίαιτων ψηφοφόρων, που συντηρούνται από το κράτος-τροφό.
Συνεπώς, με τη μαζικότητα που τη χαρακτηρίζει, η όλη υπόθεση δεν είναι απλώς ένα τυπικό επεισόδιο διαφθοράς · είναι ένας καθρέφτης του κράτους και του πολιτικού προσωπικού. Οι αποκαλύψεις αποτυπώνουν τη γνωστή παθογένεια του διοικητικού μας μηχανισμού: ένα πλέγμα κρατικών υπαλλήλων, πολιτικών προσώπων και νταραβερτζήδων που λυμαίνονται δημόσιους πόρους με πλήρη αίσθηση ατιμωρησίας. Ωστόσο, η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ δεν συνιστά σοβαρό πλήγμα μόνο στην μεταρρυθμιστική εικόνα της τωρινής κυβέρνησης. Έχει πληγεί και πάλι το κύρος της δικαιοσύνης και της δημόσιας διοίκησης, διότι χωρίς τις παρακολουθήσεις της ευρωπαϊκής εισαγγελίας τίποτα δεν θα είχε βγει στο φως.
Το σκάνδαλο φέρνει ξανά στην επιφάνεια την ανακολουθία της πολιτικής ηθικής. Όταν πρόκειται για φθορές που προκαλούν ανήλικοι στα σχολεία, το κράτος -ορθώς- ζητά αποζημίωση από τους γονείς. Όταν όμως πρόκειται για μαζική εξαπάτηση των ευρωπαϊκών θεσμών με επίσημες σφραγίδες και υπογραφές, όποιος ζητά ατομικές ευθύνες χαρακτηρίζεται σχεδόν λαϊκιστής. Ναι, υπήρξαν παραιτήσεις. Δείγμα στοιχειώδους σοβαρότητας, αλλά ελάχιστα αποτελεσματικό ως προς την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης: το πρόστιμο των 413 εκατομμυρίων επιβλήθηκε μετά από εξωτερικό έλεγχο και θα καλυφθεί σίγουρα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Κοινώς από όλους τους φορολογούμενους, ακόμη και από εκείνους που εξακολουθούν να διώκονται ανηλεώς για μνημονιακά χρέη λίγων χιλιάδων ευρώ. Όχι από τους…αρμόδιους, και ενδεχομένως ούτε καν από αυτούς που πλούτισαν μέσω της απάτης, εάν δεν γίνουν επιτυχημένοι καταλογισμοί.
Με εξαίρεση τον πρωθυπουργό, οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι προφέρουν ξύλινο λόγο αντί για απολογία ή έστω αυτοκριτική, φτάνοντας στο σημείο να δηλώνουν ευθαρσώς ότι έχουν ήσυχη τη συνείδηση τους. Με τον τρόπο τους όχι μόνο δεν ικανοποιούν το δημόσιο αίσθημα, αλλά αντιθέτως εξοργίζουν. Όταν πολιτικοί εμφανίζονται ατάραχοι ή ακόμη και αλαζονικοί απέναντι στην κατακραυγή, εκλαμβάνονται -δικαίως- ως θρασείς ή αδιάφοροι.
Πάντως ακούγοντας τις καταγεγραμμένες συνομιλίες συνειδητοποιούμε ότι ο πολιτικάντης του 2025 δεν μοιάζει με τον παλιό Μαυρογιαλούρο· είναι πολύ πιο κυνικός και συμφεροντολόγος, χωρίς καν την πρόφαση επιδίωξης κοινωνικής συνοχής. Θυμίζει περισσότερο τον κοτζαμπάση της οθωμανικής εποχής: γνωρίζει καλά πώς λειτουργεί η εξουσία και επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τη μεσολάβηση σου σε αυτό, σκεπτόμενος αμιγώς ψηφοθηρικά.
Δυστυχώς όμως το ανησυχητικό δεν είναι οι επιτήδειοι. Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Το πραγματικά ανησυχητικό είναι η γενικευμένη αίσθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει, ότι τα πρόσωπα εναλλάσσονται αλλά τα κυκλώματα παραμένουν κραταιά, με τους ίδιους πάντα ευνοούμενους. Και όταν ακουστούν τα ονόματα των 40 βουλευτών που φέρονται να εμπλέκονται, δεν θα προκαλέσουν έκπληξη· μόνο γέλιο πικρό, καθώς σίγουρα θα περιλαμβάνονται και γνωστοί κήνσορες της πολιτικής κάθαρσης, οι οποίοι ταυτόχρονα πίεζαν για να “τρέξουν οι επιδοτήσεις”.
Αυτή τη φορά μάλλον δεν θα δούμε μαζική αντίδραση τύπου Τεμπών. Δεν υφίσταται η ίδια συναισθηματική φόρτιση, όπως προκλήθηκε από τα νεαρά θύματα της τραγωδίας. Τούτου λεχθέντος, η βουβή οργή δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδιαφορία. Οι κυβερνώντες, ανεξαρτήτως απόχρωσης, κάνουν το λάθος να την ερμηνεύουν ως μιθριδατισμό, ως παθητική ανοχή λόγω εξοικείωσης με το πελατειακό μικρόβιο. Ή ακόμη χειρότερα, ως ευθεία συνενοχή. Σφάλλουν, όπως έσφαλαν και το 2015, όταν περίμεναν άνετη επικράτηση του Ναι στο δημοψήφισμα-παρωδία. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή κύριο ζητούμενο δεν είναι τόσο η τιμωρία κάποιων μεμονωμένων υπαλλήλων, ούτε η επικοινωνιακή αξιοποίηση των παραιτήσεων. Ζητούμενο είναι να μη χαθεί ακόμη μία ευκαιρία για ουσιαστικό εκσυγχρονισμό και λογοδοσία, τουτέστιν για εξάλειψη του βαθέος κράτους.
Πάντως ο καθρέφτης έχει δύο όψεις. Πρέπει όλοι μας να κοιταχτούμε σε αυτόν και να αποφασίσουμε αν όντως επιθυμούμε πραγματικά την εξάλειψη του πελατειασμού ή αν απλώς περιμένουμε τη σειρά μας για να επωφεληθούμε από αυτόν. Η υπόθεση μας αναγκάζει να κοιτάξουμε κατάματα μια αλήθεια που όλοι γνωρίζουν αλλά λίγοι παραδέχονται: η διαφθορά δεν είναι μόνο κάθετη -από πάνω προς τα κάτω- αλλά και οριζόντια, διατρέχει όλες τις βαθμίδες του κρατικού μηχανισμού και της κοινωνίας. Από τα αγροτικά επιδόματα μέχρι τις πολεοδομίες, τα κτηματολόγια, τα στρατόπεδα, τα νοσοκομεία, τους δήμους και τις εφορίες, το φαινόμενο είναι το ίδιο: ένα κράτος-μηχανισμός συναλλαγής που υπερβαίνει κόμματα και κυβερνήσεις. Ένα αειθαλές φαινόμενο που ξεκάθαρα μας οδήγησε στα μνημόνια και που κάποτε αποδόθηκε ως “όλοι μαζί τα φάγαμε”.
Υ.Γ: Δεν επιτρέπεται η συγκεκριμένη υπόθεση να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για την ανεξέλεγκτη εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στη νότια Ελλάδα.