Οι προοπτικές του προϋπολογισμού αλλά και οι ανάγκες επαγρύπνησης

Οι προοπτικές του προϋπολογισμού αλλά και οι ανάγκες επαγρύπνησης
(ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI)

Η κατάθεση του νέου κρατικού προϋπολογισμού στη Βουλή επιβεβαιώνει ότι το οικονομικό αφήγημα της χώρας έχει εισέλθει σε μια διαφορετική φάση. Μετά από μια δεκαετία κρίσης και τέσσερα χρόνια συνεχών διεθνών αναταράξεων όπως η πανδημία, η ενεργειακή ασφυξία, ο πληθωρισμός και η γεωπολιτική αβεβαιότητα, η συζήτηση μετατοπίζεται από τον στενό δημοσιονομικό κορσέ προς τη διαμόρφωση ενός πιο ολοκληρωμένου παραγωγικού και κοινωνικού υποδείγματος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο προϋπολογισμός του 2026 δεν περιορίζεται στη λογιστική αποτύπωση των εσόδων και των δαπανών αλλά φανερώνει μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της πορείας της οικονομικής πολιτικής.

Τα μακροοικονομικά μεγέθη υποστηρίζουν αυτή τη μετατόπιση. Η Ελλάδα προβλέπεται να συνεχίσει για έκτο συναπτό έτος να αναπτύσσεται με ρυθμούς υψηλότερους από την Ευρωζώνη. Η ανάπτυξη εκτιμάται στο 2,2% για το 2025 και στο 2,4% για το 2026, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης κινείται σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα.

Το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να αγγίξει τα 260 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ ο πληθωρισμός συνεχίζει την αποκλιμάκωση προς τους στόχους της ΕΚΤ. Η εικόνα αυτή οφείλεται στη συνδυαστική επίδραση επενδύσεων, αυξημένης απασχόλησης και δημοσιονομικής σταθερότητας. Σημαντικό ρόλο έχει και η φορολογική μεταρρύθμιση που εισάγεται από το 2026, η οποία επιδιώκει να ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα με κοινωνικά και δημογραφικά κριτήρια.

Η αναμόρφωση της φορολογίας εισοδήματος αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του νέου προϋπολογισμού. Πρόκειται για παρέμβαση που αποσκοπεί σε μια πιο ισορροπημένη κατανομή των φορολογικών βαρών ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες και ηλικιακές κατηγορίες. Οι νέοι έως 30 ετών, οι οικογένειες με παιδιά, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, οι αγρότες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες περιλαμβάνονται στις ομάδες που ωφελούνται περισσότερο.

Το συνολικό ύψος των φοροελαφρύνσεων φτάνει τα 1,76 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2026, με σημαντικό μέρος των ωφελημάτων να διοχετεύεται άμεσα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Οι ρυθμίσεις για ακριτικές περιοχές, μικρούς οικισμούς και νέα ζευγάρια αποτελούν προσπάθεια ενίσχυσης της περιφερειακής συνοχής και συγκράτησης πληθυσμών εκτός μεγάλων αστικών κέντρων.

Αντίστοιχα σημαντική για τον προϋπολογισμό είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας. Η χώρα προβλέπεται να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,7% το 2025 και 2,8% το 2026. Οι επιδόσεις αυτές έχουν συμβάλει στην επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα και στη διαρκή αναβάθμιση από διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Η σταθερότητα του δημοσιονομικού πλαισίου λειτουργεί ως προϋπόθεση για τις μόνιμες φορολογικές παρεμβάσεις και για την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης στις αγορές. Η διατήρηση αυτής της πορείας απαιτεί συνεχή εγρήγορση, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου το ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας έχει αναθεωρηθεί αλλά οι πιέσεις στις ευρωπαϊκές οικονομίες παραμένουν έντονες.

Οι επενδύσεις αποτελούν τρίτο κρίσιμο πυλώνα του προϋπολογισμού. Με προβλεπόμενη αύξηση 10,2% το 2026, συμβάλλουν σημαντικά στον συνολικό ρυθμό ανάπτυξης. Η υλοποίηση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης επιταχύνεται και λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για τους βασικούς τομείς της οικονομίας. Το παραγωγικό μοντέλο μεταβαίνει από τη φάση της αναπλήρωσης απωλειών στη φάση της ανανέωσης κεφαλαίου και των υποδομών. Η στροφή αυτή αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα της ανάπτυξης, καθώς ενισχύει την παραγωγικότητα και διευρύνει τον εξαγωγικό προσανατολισμό της χώρας.

Η αγορά εργασίας ενισχύει τη δυναμική αυτή, με την ανεργία να υποχωρεί στο 8,6% και τους μισθούς να αυξάνονται σε πραγματικούς όρους. Οι καθαρές αποδοχές αναμένεται να είναι πάνω από 30% υψηλότερες σε σύγκριση με το 2019, χάρη στις μειώσεις φόρων και εισφορών αλλά και στην αύξηση της απασχόλησης. Αυτή η θετική εικόνα συνδέεται με τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που επέτρεψαν στις τράπεζες να χρηματοδοτούν ξανά πιο ενεργά την οικονομία.

Παρά τη συνολικά αισιόδοξη εικόνα, υπάρχουν σημεία που απαιτούν προσεκτική ανάγνωση. Η επίτευξη των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα έσοδα θα συνεχίσουν να αυξάνονται και ότι οι δημόσιες δαπάνες θα παραμείνουν απολύτως ελεγχόμενες. Οι δημοσιονομικές ανάγκες που προκύπτουν από έκτακτα γεγονότα, όπως οι φυσικές καταστροφές των τελευταίων ετών, δείχνουν ότι οι ανάγκες αυτές μπορούν να μεταβληθούν απότομα.

Η αύξηση των επενδύσεων σε τέτοιο ύψος στηρίζεται στην πλήρη διαθεσιμότητα και απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς και στη σταθερή προθυμία του ιδιωτικού τομέα να συνεχίσει να επενδύει σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων. Αν η ευρωπαϊκή οικονομία επιβραδύνει ή αν καθυστερήσουν οι διαδικασίες υλοποίησης έργων, η αναπτυξιακή επίδοση μπορεί να επηρεαστεί αισθητά. Αντίστοιχα, οι προβλέψεις για την κατανάλωση στηρίζονται στην προϋπόθεση ότι η αγοραστική δύναμη θα συνεχίσει να αυξάνεται με ρυθμούς που υπερβαίνουν το κόστος στέγασης και τις λοιπές ανελαστικές δαπάνες των νοικοκυριών.

Η δημοσιονομική σταθερότητα προϋποθέτει επίσης άρτια λειτουργία όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Το σύστημα υγείας, τα ασφαλιστικά ταμεία και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης αντιμετωπίζουν πιέσεις που συχνά υπερβαίνουν τις αρχικές προβλέψεις. Επιπλέον, η φορολογική μεταρρύθμιση συνοδεύεται από αβεβαιότητες ως προς την τελική της απόδοση, ιδιαίτερα στο πρώτο έτος εφαρμογής. Το υψηλό δημόσιο χρέος, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση ως ποσοστό του ΑΕΠ, εξακολουθεί να είναι ευαίσθητο στις διεθνείς μεταβολές επιτοκίων και στις διακυμάνσεις του οικονομικού κλίματος. Παραμένει συνεπώς απαραίτητη η προσεκτική παρακολούθηση όλων των κρίσιμων παραμέτρων, ώστε η συνολική στρατηγική να διατηρήσει τη σταθερότητά της.

Όλα αυτά αναδεικνύουν ότι η επιτυχία του προϋπολογισμού θα κριθεί από την ικανότητα της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης να προσαρμόζονται γρήγορα σε μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η πολιτική συνέπεια, η διοικητική αποτελεσματικότητα και η κοινωνική συνοχή αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις. Το ζητούμενο αφορά την προοπτική μιας σταθερής και συνεπούς οικονομικής στρατηγικής που υπερβαίνει τις εναλλαγές κυβερνήσεων και ενισχύει την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία. Αν επιτευχθεί αυτό, ο προϋπολογισμός του 2026 μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για μια νέα οικονομική κανονικότητα που θα στηρίζεται σε βιώσιμη ανάπτυξη, ισχυρά δημόσια οικονομικά και ενισχυμένη διεθνή αξιοπιστία.