Οι καυτές συναυλίες της οργής
Από τα συνθήματα υπέρ της Χαμάς στο Γκλάστονμπερι ως τη φθορά της δημοκρατίας: πώς η κοινωνική οργή και η απογοήτευση τρέφουν τα άκρα.
Σοκαρίστηκε η Γηραιά Αλβιόνα παρακολουθώντας στο Γκλάστονμπερι τους καλοπληρωμένους Bob Vylan να προτρέπουν σε θανάτωση των εφέδρων Ισραηλινών στρατιωτών, με το πλήθος να επευφημεί εκστασιασμένο.
Εντάξει, σίγουρα πιο σκληρό από όσα ακούμε σε δικές μας καλοκαιρινές συναυλίες, αλλά περίπου στο ίδιο πνεύμα με το γνωστό “Λευτεριά-λευτεριά-λευτεριά στην Παλαιστίνη”. Η τραγική ειρωνεία: το να κουνούν παλαιστινιακές σημαίες οι παριστάμενοι σε μια συναυλία, εξαιτίας ενός πολέμου που ξεκίνησε όταν η Χαμάς έσφαξε εκατοντάδες επειδή βρέθηκαν σε μια άλλη συναυλία.
Το εν λόγω ετήσιο φεστιβάλ είναι διάσημο για τον ροκ χαρακτήρα του, άρα κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει έκπληξη. Ωστόσο, μέσα στη διάρκεια των χρόνων το ακροατήριο έχει εξελιχθεί σε αρκετά μεσοαστικό και μεσήλικο, με τα εισιτήρια να έχουν πια φτάσει στις 400 λίρες. Αν κάτι λοιπόν προκάλεσε σοκ ήταν το γεγονός ότι πλέον υιοθετούν απροκάλυπτα ακραίες θέσεις οι πολίτες εκείνοι που θεωρούνται ραχοκοκαλιά της κοινωνίας. Αν κάτι προκάλεσε σοκ ήταν η λαχτάρα -υποτίθεται- βολεμένων Βρετανών για αίμα.
Το γεγονός φυσικά δεν είναι μεμονωμένο, και το όλο φαινόμενο είθισται να αποδίδεται βολικά σε…σκοτεινούς εξωτερικούς παράγοντες. Αν και αυτή η ερμηνεία δεν είναι απολύτως λάθος, τα αίτια της οργής είναι σαφώς πιο σύνθετα. Ειδικά ο νέος αντισημιτισμός έχει στοιχεία δεκαετίας 1930, και κυρίως εκδηλώνεται από τα θύματα της παγκοσμιοποίησης στον δυτικό κόσμο. Η φτωχοποίηση ή/και ο φόβος της εξωθούν πάμπολλους πολίτες στα άκρα, και οι Εβραίοι ξανά αποτελούν έναν βολικό…σάκο του μποξ.
Μπορεί τα δύο άκρα να ομονοούν ως προς τον αντισημιτισμό και τον αντικαπιταλισμό, όμως έχουν εντελώς διαφορετικές απόψεις για το τι θα πρέπει να γίνει στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών κοινωνιών. Οι μεν ζητούν ορθάνοιχτα σύνορα και πλήρη ανατροπή των προηγούμενων προτύπων, ενώ οι δε επιστροφή στα παλαιά εθνικά ιδεώδη και σε πολύ πιο συντηρητικές αξίες. Οι μεν αυτομαστιγώνονται για την αλλοτινή αποικιοκρατία, ενώ οι δε περηφανεύονται γι αυτήν. Στις ΗΠΑ, οι μεν χονδρικά ψήφισαν Καμάλα Χάρις, ενώ οι δε Ντόναλντ Τραμπ. Τουλάχιστον στην ΕΕ τα πράγματα δεν είναι τόσο ασπρόμαυρα.
Εν τούτοις οι πολιτικά μετριοπαθείς λιγοστεύουν παντού. Κεντροδεξιοί γίνονται δεξιοί, κεντροαριστεροί γίνονται αριστεροί, ο ενδιάμεσος χώρος αδειάζει, τα πεδία συνεννόησης εξαντλούνται, και τελικά η δημοκρατική λειτουργία τίθεται σε υπαρξιακό κίνδυνο. Είναι τουλάχιστον παρήγορο το ότι οι εξτρεμιστικές θεωρίες φαίνονται να γοητεύουν περισσότερο όσους ήταν νεαροί το 2008, δηλαδή άτομα μεταξύ 30-40 ετών. Οι νεότεροι είναι σαφώς πιο απολιτίκ και δύσπιστοι απέναντι σε εντυπωσιακά μα κενά περιεχομένου συνθήματα. Σήμερα γενικά παρατηρούμε τα κορίτσια να στρέφονται προς τον φιλελευθερισμό και τα αγόρια προς τον συντηρητισμό, αλλά κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει την αυριανή τους τοποθέτηση. Το μόνο βέβαιο είναι πως οι επόμενες γενιές διακατέχονται από απαισιοδοξία, από απογοήτευση.
Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας, αλλά θα το ξαναπούμε: η απογοήτευση οδηγεί στη μόνιμη αποχή από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και η μόνιμη αποχή τρέφει τον φασισμό, ειδικά μεταξύ των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων, εκείνων που νιώθουν όλο και πιο περιθωριοποιημένα. Τούτου λεχθέντος, η αποχή αποτελεί προφανή επιλογή για όσους πείθονται πώς ολάκερο το πολιτικό σύστημα είναι βρώμικο, στημένο ώστε να επωφελούνται επιλεγμένοι λίγοι, σαν τους…πελάτες του ΟΠΕΚΕΠΕ. Δέκα χρόνια μετά τον θρίαμβο του ΟΧΙ εξακολουθούμε να μην είμαστε ασφαλείς, και για την κατάσταση αυτή ο μέσος Έλληνας φέρει ελάχιστη ευθύνη.
Η κυβέρνηση μάλλον δεν αντελήφθη ότι το 41% σήμαινε ρητή εντολή αλλαγών με αναπτυξιακή χροιά, όχι λευκή επιταγή κατοχής της εξουσίας. Αντί όμως να ανατρέπει, προτιμά να συναλλάσσεται: επιλέγει να ανέχεται το βαθύ κράτος και να αρκείται στην ξερή διαχείριση, ακολουθώντας λογική Σημίτη. Ειδικά στην οικονομική πολιτική, η προσέγγιση της είναι μυωπική. Καθώς απειλείται μόνο από τον κακό της εαυτό, η έλλειψη σοβαρής εναλλακτικής θα οδηγήσει σε ακυβερνησία εάν οι πολίτες της γυρίσουν στην πλάτη. Συνεπώς, λόγω κάποιων -δήθεν μεταρρυθμιστικών- εμμονών της η κυβέρνηση ίσως βλάψει κάτι πολύ πιο σπουδαίο από την ίδια. Ίσως βλάψει ανεπανόρθωτα τη χώρα.