Οι εξοπλισμοί επιστρέφουν στην Ευρώπη: Πού βρίσκεται η Ελλάδα σε αυτή την εξίσωση
Τα τελευταία τρία χρόνια, η Ευρώπη έχει μπει σε έναν από τους μεγαλύτερους εξοπλιστικούς κύκλους της σύγχρονης ιστορίας της. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν ήταν απλώς ένα γεωπολιτικό σοκ, ήταν η στιγμή που η Γηραιά Ήπειρος αντιλήφθηκε ότι η μεταψυχροπολεμική «ασφάλεια χωρίς κόστος» έχει τελειώσει. Από το 2022 έως σήμερα, οι αμυντικές δαπάνες των χωρών της ΕΕ αυξήθηκαν κατά σχεδόν 40%, φτάνοντας τα 343 δισ. ευρώ το 2024, το υψηλότερο επίπεδο από τη δεκαετία του ’80.
Στο επίκεντρο της αλλαγής βρίσκονται οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η Γερμανία, παραδοσιακά επιφυλακτική, πραγματοποίησε ιστορική στροφή με το Zeitenwende του Όλαφ Σολτς. Το Βερολίνο έφτασε για πρώτη φορά μετά το 1991 το 2% του ΑΕΠ στην άμυνα, ενώ επενδύει €100 δισ. σε πλήρη αναμόρφωση της Μπούντεσβερ. Η Γαλλία, ως πυρηνική δύναμη και μόνη χώρα της ΕΕ με παγκόσμια στρατιωτική παρουσία, αγγίζει πλέον το 2,1% του ΑΕΠ, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρεί σταθερά άνω του 2,3%.
Η Πολωνία, όμως, συμβολίζει περισσότερο από κάθε άλλη χώρα τη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Δαπανά ήδη 3,8% του ΑΕΠ της, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, και εξοπλίζεται με ρυθμούς που θυμίζουν ψυχροπολεμική εποχή, προετοιμαζόμενη για ένα ενδεχόμενο κυμαίνον «μετά την Ουκρανία» σκηνικό.
Στην εξίσωση αυτή η Ελλάδα έχει μια ιδιαίτερη θέση. Η χώρα μας είναι μία από τις ελάχιστες στον ευρωπαϊκό χώρο που επί δεκαετίες διατηρεί σταθερά υψηλές αμυντικές δαπάνες, πάνω από 2,5%–3% του ΑΕΠ. Οι λόγοι γνωστοί: το διαρκώς ασταθές ελληνοτουρκικό περιβάλλον, η ανάγκη αποτροπής και η προστασία της κυριαρχίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, την ώρα που πολλές ευρωπαϊκές χώρες «ανακαλύπτουν» την άμυνα, η Ελλάδα είχε ήδη κάνει την επιλογή αυτή και σήμερα βρίσκεται πιο επιχειρησιακά έτοιμη από τους περισσότερους εταίρους της. Από τα Rafale και τις αναβαθμισμένες φρεγάτες μέχρι το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των F-16, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν επενδύσει διαχρονικά σε σκληρή αποτροπή και αυτό αποδεικνύεται πλέον στρατηγικό πλεονέκτημα.
Όμως το πραγματικό ερώτημα παραμένει: Γιατί η Ευρώπη εξοπλίζεται τόσο έντονα;
Πρώτον το προφανές, η Ρωσία. Η εισβολή στην Ουκρανία κατέρριψε την ψευδαίσθηση ότι η Ευρώπη είναι γεωπολιτικά προστατευμένη. Η Μόσχα δαπανά πλέον 7% του ΑΕΠ της για την άμυνα, αναπτύσσοντας έναν στρατό που, παρά τις αδυναμίες του, παραμένει ένας διαρκής κίνδυνος για τα ανατολικά σύνορα. Η Πολωνία, οι Βαλτικές Δημοκρατίες, η Φινλανδία και η Σουηδία βλέπουν το ενδεχόμενο μελλοντικής επιθετικότητας όχι ως θεωρία, αλλά ως ρεαλιστικό σενάριο.
Δεύτερον, ο φόβος αποδυνάμωσης της αμερικανικής ομπρέλας. Οι ΗΠΑ δίνουν πλέον προτεραιότητα στον Ινδο-Ειρηνικό και η ευρωπαϊκή εξάρτηση από την Ουάσινγκτον μοιάζει πιο εύθραυστη από ποτέ. Η Ευρώπη καλείται να αναπτύξει έναν βαθμό στρατηγικής αυτονομίας που έλειπε επί δεκαετίες.
Τρίτον, η εσωτερική αστάθεια. Κρίσεις στα Βαλκάνια, ενίσχυση εθνικιστικών ρευμάτων, μεταναστευτικές πιέσεις και ενεργειακή αβεβαιότητα αυξάνουν την απειλή για την ευρωπαϊκή συνοχή.
Όλα αυτά όμως έχουν κόστος και το κόστος το επωμίζονται οι κοινωνίες. Οι εξοπλισμοί δεν είναι μια αφηρημένη έννοια: κάθε ευρώ που πηγαίνει σε άρματα, πυραυλικά συστήματα ή drones δεν πηγαίνει σε σχολεία, νοσοκομεία, κοινωνικές πολιτικές. Σε περιόδους πληθωρισμού και υψηλού κόστους ζωής, η μετατόπιση τεράστιων πόρων προς την άμυνα προκαλεί ήδη πολιτικές εντάσεις. Ορισμένα κράτη αναγκάζονται να αυξήσουν το χρέος τους, άλλα περικόπτουν κοινωνικές δαπάνες, ενώ οι λαοί βλέπουν τις ανάγκες τους να υποχωρούν πίσω από τις στρατηγικές προτεραιότητες.
Η Ευρώπη εξοπλίζεται γιατί φοβάται και δικαίως. Αλλά η διαχείριση αυτού του φόβου απαιτεί λεπτή ισορροπία. Η αποτροπή είναι αναγκαία. Η στρατιωτικοποίηση, όμως, δεν πρέπει να γίνει αυτοσκοπός. Το στοίχημα της επόμενης δεκαετίας θα είναι αν η Γηραιά Ήπειρος μπορεί να διατηρήσει την ασφάλειά της χωρίς να θυσιάσει την κοινωνική της συνοχή. Αν δεν το πετύχει, τότε ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει κερδίσει κάτι πολύ βαθύτερο: μια Ευρώπη που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην πολιτική της ασφάλειας και στο κοινωνικό της μοντέλο.
Νομίζατε δεν θα σχολιάσω; Η Ιθάκη και η τέχνη του blame game