Οι εκλογές κρίνονται στο ταμείο – και κανείς δεν φαίνεται έτοιμος

Και εδώ ξεκινά το πραγματικό δίλημμα: αν όχι ο Μητσοτάκης, τότε ποιος;

Οι εκλογές κρίνονται στο ταμείο – και κανείς δεν φαίνεται έτοιμος
Συνέντευξη τύπου του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στα πλαίσια της 87ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023. (ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ/ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ)

Στην πολιτική, όλα αλλάζουν εκτός από έναν κανόνα: οι εκλογές κερδίζονται ή χάνονται στην οικονομία. Όσο κι αν γεμίζουν οι ειδήσεις με σενάρια «μεγάλων επιστροφών», σκάνδαλα και θεσμικές κόντρες, ο μέσος πολίτης ξέρει καλά τι τον νοιάζει: αν θα πληρώσει τον λογαριασμό του ρεύματος, αν θα βρει σπίτι σε λογικό ενοίκιο και αν το σούπερ μάρκετ θα πάψει να μοιάζει με ληστεία μέρα-μεσημέρι.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπαίνει στον έβδομο χρόνο της πρωθυπουργίας του. Η φθορά είναι δεδομένη και η κοινωνική κόπωση εμφανής. Όμως, παρά τα προβλήματα και τα λάθη, η ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου αναμένεται να είναι η στιγμή όπου θα φανεί αν μπορεί να ανακτήσει την πολιτική πρωτοβουλία με ουσιαστικές παροχές και απτά μέτρα για την καθημερινότητα. Διότι η ακρίβεια –με πληθωρισμό 3,7% και δομικό στο 4%– έχει γίνει το υπ’ αριθμόν ένα πολιτικό πρόβλημα.

Και εδώ ξεκινά το πραγματικό δίλημμα: αν όχι ο Μητσοτάκης, τότε ποιος;

Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει εγκλωβισμένος στη δική του εσωτερική αναμονή για την «επιστροφή» του Αλέξη Τσίπρα, μια επιστροφή που θυμίζει περισσότερο teaser για σίριαλ παρά πολιτικό σχέδιο. Ο Τσίπρας εμφανίζεται πότε ως καταλύτης ανατροπής και πότε ως φάντασμα του παρελθόντος – και το κόμμα του εν τω μεταξύ περιορίζεται σε ανακοινώσεις αγανάκτησης και επιθετικά hashtags.

Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, με τον Νίκο Ανδρουλάκη να επαναλαμβάνει μονότονα τη λέξη «θεσμικότητα», μοιάζει εγκλωβισμένο στο ρόλο του «παρατηρητή» που περιμένει απλώς να του πέσει η εξουσία στα χέρια. Ένα κόμμα που ονειρεύεται ότι θα βρεθεί ξανά στο επίκεντρο, αλλά δεν έχει καταφέρει να πείσει ούτε για το τι πρεσβεύει σήμερα, ούτε για το πού θέλει να πάει τη χώρα αύριο.

Στην πραγματικότητα, η αντιπολίτευση μοιάζει να έχει υιοθετήσει πλήρως τον ρόλο του σχολιαστή: ξοδεύει χρόνο σε τηλεοπτικά παράθυρα και social media, ενώ η έννοια «εναλλακτικό κυβερνητικό πρόγραμμα» μάλλον θεωρείται ξεπερασμένη πολυτέλεια.

Η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ είναι η καλύτερη απόδειξη. Η κυβέρνηση ακολούθησε τη γνωστή συνταγή: «ναι στον έλεγχο, αλλά υπό τους δικούς μας όρους». Η αντιπολίτευση, αντί να κάνει σοβαρή δουλειά και να καταθέσει τεκμηριωμένο φάκελο, επέλεξε το σίγουρο μονοπάτι: λίγο θέατρο στη Βουλή, πολλές δηλώσεις στα μικρόφωνα και κάμποσες κραυγές περί «θεσμικής εκτροπής».

Αντί για κάθαρση, τηλεδικείο· αντί για προτάσεις, hashtags. Ο μέσος πολίτης, φυσικά, δεν καταλαβαίνει τίποτα – και γιατί να καταλάβει; Στο τέλος βλέπει απλώς δύο πλευρές που αλληλοκατηγορούνται, λες και δίνουν μάχη για το καλύτερο τρέιλερ, όχι για το ποιος θα κυβερνήσει.

Την ίδια στιγμή, η ακρίβεια χτυπάει κόκκινο. Ο πληθωρισμός στο 3,7%, ο δομικός στο 4%, τα ενοίκια σε ιστορικά υψηλά, και οι μισθοί να αρνούνται πεισματικά να ακολουθήσουν. Η Τράπεζα της Ελλάδος καταγράφει ένα στα τρία νοικοκυριά να δίνει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για στέγη. Αλλά η αντιπολίτευση, αντί να προτείνει λύσεις για την ακρίβεια, μοιάζει περισσότερο απασχολημένη με το αν θα «επιστρέψει ο Αλέξης» ή αν «ο Σαμαράς θα κάνει κόμμα».

Ο πολίτης, που μετράει ευρώ-ευρώ το καλάθι του σούπερ μάρκετ, λογικά αναρωτιέται αν παρακολουθεί πολιτική ανάλυση ή κουτσομπολιό.

Μέσα σε όλα αυτά, ακούγεται και η συζήτηση για την πιθανή επιστροφή του Γρηγόρη Δημητριάδη. Κάποιοι τη ζητούν επίμονα, άλλοι «φτύνουν τον κόρφο τους», και μερικοί απλώς σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Όμως, η αλήθεια είναι πως για τον μέσο πολίτη τέτοια ζητήματα είναι πολυτέλεια. Εκείνος θέλει να ξέρει αν θα αντέξει να πληρώσει το ρεύμα, όχι αν αλλάζουν οι ισορροπίες στο Μαξίμου.

Το πολιτικό σκηνικό λοιπόν θυμίζει περισσότερο κακοστημένη σειρά που συνεχίζει απλώς γιατί «έχει ακόμα κοινό». Η κυβέρνηση αναζητά το νέο της αφήγημα, η αντιπολίτευση εξακολουθεί να παίζει το ρόλο του μόνιμου καταγγέλλοντος χωρίς εναλλακτικό σχέδιο, και οι πολίτες, όπως πάντα, παραμένουν θεατές.

Γι’ αυτό και το ερώτημα παραμένει ανοιχτό και βασανιστικό: αν όχι ο Μητσοτάκης, τότε ποιος; Η αντιπολίτευση μοιάζει περισσότερο με σχολιαστή της επικαιρότητας παρά με δύναμη που μπορεί να κυβερνήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ παλεύει με τα φαντάσματά του, το ΠΑΣΟΚ με την αδράνειά του, και στο μεταξύ οι πολίτες περιμένουν απαντήσεις για την ακρίβεια, τους μισθούς και τη στέγη – όχι άλλες κομματικές ίντριγκες.

Η ιστορία είναι αμείλικτη: οι εκλογές δεν κρίνονται στις πολιτικές επιστροφές ή στις κοινοβουλευτικές φασαρίες. Κρίνονται στην οικονομία. Και όσο η αντιπολίτευση αδυνατεί να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει, τόσο το δίλημμα θα μένει αναπάντητο.

Και προς το παρόν, όσο κι αν δυσαρεστεί κάποιους, η απάντηση παραμένει μία.