Ο Πολυετής Δημοσιονομικός Προγραμματισμός ως στοίχημα σοβαρότητας για το ελληνικό κράτος
Ο νέος Πολυετής Δημοσιονομικός Προγραμματισμός 2026-2029 αποτελεί ίσως την πιο θεσμικά ουσιαστική πρωτοβουλία των τελευταίων ετών. Και αυτό όχι επειδή περιλαμβάνει εντυπωσιακά μέτρα αλλά επειδή επιχειρεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κράτος αντιλαμβάνεται τον σχεδιασμό πολιτικών.
Για πρώτη φορά υιοθετείται μια συνεκτική τετραετής στρατηγική που ξεπερνά τον κύκλο του ετήσιου προϋπολογισμού και επιδιώκει να προσδώσει στη δημοσιονομική πολιτική βάθος χρόνου και συνέχεια. Αυτή η αλλαγή φιλοσοφίας είναι από μόνη της ένδειξη θεσμικής ωρίμανσης.
Η κυβέρνηση προβάλλει τον ΠΔΠ ως απάντηση στο χρόνιο πρόβλημα της αποσπασματικότητας. Ο σχεδιασμός υπερβαίνει την τρέχουσα κυβερνητική θητεία και υπογραμμίζει ότι τα δημόσια οικονομικά δεν μπορεί να μεταβάλλονται ανάλογα με τις εναλλαγές στην εξουσία. Η προβλεψιμότητα που προσφέρει ένα τέτοιο πλαίσιο αποτελεί μήνυμα σταθερότητας προς αγορές, επενδυτές και πολίτες. Ενισχύει την αντίληψη ότι η χώρα επιδιώκει να οικοδομήσει μια νέα κουλτούρα κυβερνησιμότητας.
Στα θετικά του σχεδίου συγκαταλέγονται οι σαφείς παρεμβάσεις σε εισοδήματα και κοινωνικές παροχές. Η σταδιακή ενίσχυση μισθών και συντάξεων, οι φορολογικές ελαφρύνσεις και οι μειώσεις εισφορών δείχνουν μια σταθερή προσπάθεια στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος. Παράλληλα η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και η συνέχιση της αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους ενισχύουν την αξιοπιστία της χώρας σε μια εποχή διεθνούς αβεβαιότητας. Το σχέδιο προσφέρει επίσης μια σαφή εικόνα για τις ανάγκες του Δημοσίου σε προσωπικό και θεσμοθετεί έναν συντονισμένο προγραμματισμό προσλήψεων με στόχο μια πιο λειτουργική διοίκηση.
Ωστόσο ο ΠΔΠ δεν είναι ένα σχέδιο χωρίς ρίσκα. Όλες οι μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές στρατηγικές εξαρτώνται από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον. Ένα γεωπολιτικό επεισόδιο, μια αναταραχή στις αγορές ενέργειας ή μια ύφεση στην Ευρώπη μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη και τα δημόσια έσοδα. Οι στόχοι για αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις προϋποθέτουν μια οικονομία που αναπτύσσεται σταθερά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό απαιτεί επενδύσεις, παραγωγικές μεταρρυθμίσεις και συνέπεια στην εφαρμογή πολιτικών. Το πιο έντονο όμως ερώτημα που τίθεται αφορά το μέλλον της ανάπτυξης μετά τη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στον δημόσιο διάλογο ακούγεται έντονα ο ισχυρισμός ότι η υψηλή ελληνική ανάπτυξη οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη ροή των πόρων του ΤΑΑ και ότι μετά το 2026 η οικονομία θα βρεθεί σε κενό αέρος. Η Ελλάδα απορροφά πόρους με ταχύτερους ρυθμούς από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και ότι το ΤΑΑ δεν είναι απλώς ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης αλλά ένας μοχλός μεταρρυθμίσεων.
Υπενθυμίζει ότι η χώρα έχει ήδη απορροφήσει ποσά που αντιστοιχούν σε ένα ΕΣΠΑ μέσα σε μόλις τρία χρόνια και ότι το σχέδιο Ελλάδα 2.0 έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των ευρωπαϊκών θεσμών.
Το κρίσιμο όμως επιχείρημα αφορά τη φύση των επενδύσεων. Το ΤΑΑ συνοδεύεται από μεταρρυθμίσεις που δεν έχουν ακόμη καταγραφεί πλήρως στις αναπτυξιακές προβλέψεις. Η ψηφιοποίηση του κράτους, οι αλλαγές στη δικαιοσύνη, η ολοκλήρωση του κτηματολογίου και οι νέες χρήσεις γης, η αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η μείωση του φορολογικού και διοικητικού κόστους δημιουργούν ένα πιο ώριμο περιβάλλον για ιδιωτικές επενδύσεις πέρα από τον ορίζοντα του 2026. Ο στόχος του ΠΔΠ να αυξηθεί το μερίδιο των ιδιωτικών επενδύσεων στο σύνολο των επενδύσεων έως το 2029 δεν είναι απλώς μια τεχνική πρόβλεψη αλλά μια στρατηγική επιλογή.
Ωστόσο αυτή η μετάβαση δεν είναι δεδομένη. Απαιτεί πολιτική σταθερότητα, αναπτυξιακή συνέπεια και διατήρηση του μεταρρυθμιστικού ρυθμού. Η χώρα έχει σημειώσει εντυπωσιακές επιδόσεις στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και έχει αρχίσει να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο ποσοστό επενδύσεων επί του ΑΕΠ. Το ερώτημα είναι αν αυτή η δυναμική μπορεί να διατηρηθεί χωρίς τον καταλύτη των ευρωπαϊκών πόρων.
Σε αυτό το πλαίσιο η κυβερνητική απάντηση δείχνει ότι το στοίχημα της επόμενης μέρας αφορά την ποιότητα των θεσμών και όχι μόνο τη ροή χρηματοδότησης. Ο ΠΔΠ αποτυπώνει αυτή τη φιλοσοφία και επιχειρεί να δώσει συνέχεια και βάθος σε μια πορεία που ξεκίνησε με το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά δεν επιτρέπεται να εξαρτηθεί από αυτό.
Τελικά ο Πολυετής Δημοσιονομικός Προγραμματισμός δεν είναι ένα ακόμη τεχνικό κείμενο. Είναι μια προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί μια νέα κουλτούρα στρατηγικής και υπευθυνότητας. Τα θετικά του είναι σημαντικά και η φιλοδοξία του πραγματική. Οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες δεν ακυρώνουν το σχέδιο αλλά υπενθυμίζουν ότι η επιτυχία του θα εξαρτηθεί από το αν η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει μια οικονομία ανοιχτή, εξωστρεφή, παραγωγική και ανταγωνιστική και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης. Ένα στοίχημα δύσκολο αλλά απολύτως απαραίτητο για τη μελλοντική πορεία της χώρας.