Ο πολιτικός Σαββόπουλος και η οπτικοποίηση του cancel

Οι άδειες καρέκλες στην κηδεία του Σαββόπουλου έγιναν το πιο ειλικρινές πολιτικό κάδρο της σύγχρονης Ελλάδας

Ο πολιτικός Σαββόπουλος και η οπτικοποίηση του cancel
Λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών για τον Διονύση Σαββόπουλο. Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025 (ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ / EUROKINISSI)

Αν και σε μια κηδεία συνήθως δεν σχολιάζονται οι απουσίες, η φωτογραφία από την κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου, με τις άδειες καρέκλες των εκπροσώπων του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, συμπυκνώνει σε ένα μόνο κάδρο όλη την αμηχανία της ελληνικής Αριστεράς απέναντι σε εκείνον που άλλοτε θεωρούσε «δικό της». Δεν είναι απλώς μια απουσία, είναι μια πολιτική δήλωση με σιωπηλό υπότιτλο.

Ο άνθρωπος που τραγούδησε τη συλλογική ψυχή της δεκαετίας του 1960 και της μεταπολίτευσης, που έδωσε μουσική μορφή στο πολιτισμικό της άλμα και στη μελαγχολία της φθοράς, έφυγε συνοδευόμενος από την κοινωνία αλλά όχι από τα κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς.

Η απουσία τους είναι ντροπιαστική. Όχι για εκείνον, αλλά για αυτούς. Δεν υπάρχει άλλο παράδειγμα στην Ευρώπη όπου οι πολιτικές ηγεσίες αγνοούν την κηδεία ενός δημιουργού που σημάδεψε μισό αιώνα εθνικής αυτογνωσίας. Είναι η αισθητική φτώχεια του κομματισμού, η δυσανεξία απέναντι σε ο, τι δεν εντάσσεται στις στενές κομματικές τους γραμμές. Ένα μνημείο μικρότητας σε μια στιγμή που θα απαιτούσε γενναιοδωρία.

Ο Roland Barthes θα έλεγε πως «η απουσία στο κάδρο παράγει νόημα». Εδώ, η απουσία δεν είναι απλώς φυσική, αλλά καταλήγει να γίνεται ιδεολογική. Είναι η απόλυτη οπτικοποίηση του «cancel» έναντι ενός καλλιτέχνη που τόλμησε να μην του ανήκει. Που αρνήθηκε να τραγουδήσει με το στόμα του κόμματος ή τόλμησε να στραφεί απέναντι στον ρυθμό των ψηφοφόρων. Που απέρριψε τον ρόλο του «πολιτισμικού στρατιώτη» ή του «οργανικού διανοούμενου» και επέμεινε να παραμείνει πολίτης και ελεύθερος στοχαστής της εποχής του.

Από το Φορτηγό και τον Μπάλλο ως τα Τραπεζάκια έξω, ο Σαββόπουλος υπήρξε ο πιο πολιτικός των απολιτικών. Στον «Χειμώνα ετούτο», ψιθύριζε «δεν είμαι Πασόκα, δεν είμαι ούτε Κουκουέ», όχι από απάθεια, αλλά από ανάγκη ελευθερίας. Στην Ρεζέρβα (1979), πέρα από όλα τα άλλα, με τον “Πολιτευτή”, αποκάλυψε το κενό πίσω από τη ρητορική των κομμάτων και κατέδειξε το τέλμα του μεταπολιτευτικού κομματισμού. Εκεί, όπως έχει αναδείξει ο Νίκος Σαραντάκος, υπήρχε αρχικά ο στίχος «κι ο χουντοαριστερισμός σας με έχει φλομώσει» ένας στίχος που μάλλον (αυτό)λογοκρίθηκε, ίσως επειδή χρησιμοποίησε ορολογία που ο κυρίαρχος λόγος της εποχής δεν άντεχε τέτοια ευθύτητα. Ο Σαββόπουλος είχε δει, πολύ πριν από τους πολιτικούς επιστήμονες, πώς η αντισυστημική ρητορική μπορεί να καταλήξει σε αυταρχισμό της “προόδου”.

Τη δεκαετία του ’80 στράφηκε στη νεορθοδοξία, σε μια υπαρξιακή αναζήτηση που κορυφώθηκε με το Κούρεμα, έναν δίσκο που δεν χάιδευε αυτιά, αλλά κατέγραφε τη διάψευση της Αριστεράς και την απογύμνωση του λαϊκισμού. Στα χρόνια που ακολούθησαν, παρέμεινε πολιτικός, όχι γιατί ανήκε κάπου αλλά γιατί τοποθετήθηκε όταν οι άλλοι σιώπησαν. Τόλμησε να μιλήσει για «Κωλοέλληνες», όχι υβριστικά αλλά αναστοχαστικά. Αυτό-υπονομευτικά στους μύθους της ίδιας της γενιάς του, του ίδιου του εαυτού του. Με προσωπικό κόστος, που ήταν διατεθειμένος να το πληρώσει για την αλήθεια της τέχνης του.

Και στην εποχή της κρίσης, οι απόψεις του Σαββόπουλου δεν άρεσαν σε όλους. Αποκήρυξε τη Χρυσή Αυγή χωρίς αμφισημίες. Στήριξε το «Ναι» στο δημοψήφισμα του 2015, υπερασπιζόμενος την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας όταν το “Όχι” γινόταν φετίχ. Συντάχθηκε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όχι ως κομματικός, αλλά ως άνθρωπος που πίστεψε στην ανάγκη μιας κανονικότητας απέναντι στη δημαγωγία.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας στήριξε τον εμβολιασμό, και στον πόλεμο της Ουκρανίας στάθηκε καθαρά υπέρ των θυμάτων της εισβολής.

Όλες αυτές οι τοποθετήσεις δεν ήταν Δεξιές. Ήταν έντιμες. Και αυτό είναι που δεν του συγχώρεσαν ποτέ οι πρώην «ομότεχνοι» του χώρου της Αριστεράς: ότι συνέχισε να σκέφτεται, όταν εκείνοι έμαθαν απλώς να αντιδρούν.

Επομένως η απουσία των κομματικών ηγεσιών από την κηδεία του δεν πρέπει ν αντιμετωπίζεται ως μια απλή λεπτομέρεια. Είναι ένα πολιτισμικό γεγονός. Δείχνει μια Ελλάδα που αρνείται να τιμήσει εκείνους που την ξεγύμνωσαν με ειλικρίνεια. Μια χώρα όπου η Τέχνη πρέπει πάντα να μικραίνει και να “ανήκει” κάπου για να γίνεται αποδεκτή. Ούτε η Μελίνα, ούτε ο Μίκης, ούτε ο Μάνος χρειάστηκαν κομματικά διαπιστευτήρια για να θεωρηθούν εθνικοί. Και εντέλει, δεν τα χρειάζεται και ο Νιόνιος όμως, που ακριβώς επειδή τα εξέθεσε, επιχείρησαν αποτυχημένα να τον ακυρώσουν.