Νοσταλγία, στασιμότητα και ανάγκη οράματος στη Χαλκιδική
Η Χαλκιδική δεν καταρρέει από τον τουρισμό, αλλά από την έλλειψη οράματος. Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο, όμως έχει πια φτάσει στα όριά του.
Συζητήθηκε πολύ φέτος η Χαλκιδική μας, μα όχι για καλό. Συζητήθηκε για την κακή εικόνα της: υπερτουρισμός συνοδευόμενος από έλλειψη νερού, σκουπίδια, λύματα, ασφυκτικές συνθήκες στις παραλίες, μποτιλιαρίσματα, σκάνδαλα στις πολεοδομίες, και πάει λέγοντας.
Χαρακτηριστική η συζήτηση για τις σχεδιαζόμενες ξενοδοχειακές επενδύσεις στο Διάπορο, και το αναλογικά φαραωνικό μέγεθος τους· πολλοί -δικαίως- απορούν γιατί θα πρέπει να οικοδομηθεί ένα από τα τελευταία ελάχιστα ανέγγιχτα σημεία της περιοχής, και μάλιστα ως…στρατηγική επένδυση. Δεν αρκεί ο υφιστάμενος κορεσμός;
Σαν συνέπεια όλων αυτών των προβληματισμών, στα ψηφιακά μίντια εξυμνείται το… ένδοξο παρελθόν, όταν ο τόπος ήταν τουριστικά παρθένος, σχεδόν εξωτικός.
Μετά από 52 συναπτά καλοκαίρια στην Κασσάνδρα, ομολογώ πως δεν έχω αναμνήσεις από αυτή την κατά Ησίοδο… Χρυσή Εποχή. Αντίθετα, θυμάμαι πως οι πατεράδες μας οδηγούσαν μέχρι την Κρυοπηγή για να γεμίσουν μπιτόνια με πόσιμο νερό· θυμάμαι πως χρειαζόσουν βύσμα για να πάρεις τηλεφωνική σύνδεση· θυμάμαι την αποκομιδή απορριμμάτων με τρακτέρ· Θυμάμαι πως ανέκαθεν υπήρχαν βόθροι· θυμάμαι πόσο αρχιτεκτονικά αδιάφοροι ήταν οι νεότεροι οικισμοί· θυμάμαι ότι το οδικό δίκτυο ήταν πάντοτε προβληματικό· θυμάμαι τους αμέτρητους ξανθούς τουρίστες (και κυρίως τουρίστριες) το ’80· θυμάμαι επικίνδυνα λούνα παρκ όπου από τύχη δεν γινόταν ατύχημα· θυμάμαι πως το παρκάρισμα ήταν ήδη δύσκολο τη δεκαετία του ’90· θυμάμαι ισόβιους παράνομους κατασκηνωτές εκεί που σκάει το κύμα· θυμάμαι νεκρούς από αυτοκινητιστικά που είδα με τα μάτια μου· θυμάμαι το κακής ποιότητας γρήγορο φαγητό· θυμάμαι τις καταστροφικές πυρκαγιές (ειδικά εκείνη του 2006) εξαιτίας της πλημμελούς πυροπροστασίας. Υποψιάζομαι ότι παρόμοιες αναμνήσεις έχουν οι παλιοί παραθεριστές στη Σιθωνία και στα Νέα Ρόδα.
Θυμάμαι επίσης ατελείωτο κολύμπι σε υπέροχες παραλίες, επικά ξενύχτια κάτω απ’ τ’ άστρα ή σε κλαμπ, πεντανόστιμα ψάρια στο Παλιούρι και στο Ποσείδι, εξαιρετικά ζαρζαβατικά και φρούτα από ντόπια κτήματα, φιλίες, έρωτες, μοναδικές οικογενειακές στιγμές.
Περιστασιακά με κάνει να νιώθω εκνευρισμό, απογοήτευση ή οργή για όσα στραβά υπάρχουν. Σε μένα όμως η Χαλκιδική έχει προσφέρει άφθονη χαρά και ξεκούραση, με τα κακά της και τα -πολύ περισσότερα- καλά της. Βλέπετε, όσο κι αν γκρινιάζουμε, δεν είναι λίγο το να απολαμβάνουμε έναν τόσο ωραίο τόπο μόλις 100-150 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Έναν τόπο που -από άποψη φυσικού κάλλους- συναγωνίζεται επάξια μέρη διάσημα στις δαλματικές ακτές, στη βορειοδυτική Ιταλία και στη νότια Γαλλία.
Πάντως, πρόβλημα υπάρχει και είναι σοβαρό, απλώς δεν είναι καινούργιο. Το πρόβλημα δεν είναι πως αυξήθηκαν δραματικά οι διανυκτερεύσεις, διότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ούτε ότι αγοράζουν τα παλιά σπίτια οι τάχα… μπας κλας Ανατολικοευρωπαίοι με τις αμαξάρες. Ούτε το ότι οι τουρίστες ξοδεύουν περισσότερα χρήματα στα σούπερ μάρκετ αντί σε μπιτσόμπαρα και σε ταβέρνες. Ούτε οι πισίνες, που γεμίζονται όταν η ζήτηση νερού είναι χαμηλή. Ούτε, φυσικά, η φοβική οδήγηση Ελλήνων και ξένων στους επικίνδυνους δρόμους. Το μείζον πρόβλημα είναι ότι -εξαιρουμένων ορισμένων πολυτελών resort- η Χαλκιδική παραμένει απελπιστικά στάσιμη, με βασική ευθύνη των μόνιμων κατοίκων της και των εκπροσώπων τους. Βλέπετε, συγκρινόμενοι με τους Κυκλαδίτες, οι Χαλκιδικιώτες χάνουν κατά κράτος.
Δυστυχώς επιδεικνύουν οκνηρία οι Χαλκιδικιώτες διότι πιστεύουν πως είναι βολεμένοι. Βολεμένοι από τα χαμηλής ανταποδοτικότητας δημοτικά τέλη των μόνιμων παραθεριστών, την αρπακόλα παροχή υπηρεσιών και την ανάπτυξη-εκμετάλλευση ακινήτων. Βολεμένοι επειδή με δουλειά τριών μηνών, ζουν δώδεκα. Κατά συνέπεια, αρνούνται να συνειδητοποιήσουν ότι το δικό τους μοντέλο ήλιος+θάλασσα βρίσκεται πια σε αδιέξοδο. Αδυνατούν να καταλάβουν ότι η φύση τους –ειδικά τα δάση– αποτελεί το μεγαλύτερο κεφάλαιό τους, που ζημιώνεται από τα φωτοβολταϊκά και την εγκατάλειψη. Αδυνατούν να καταλάβουν ότι εφόσον παρέχουν τριτοκοσμικές υπηρεσίες, θα έχουν και τριτοκοσμικό τουρισμό. Αδυνατούν να καταλάβουν ότι πλέον είναι αυτοκαταστροφική η κοντόφθαλμη επιμονή τους να διοχετεύουν την κίνηση των αυτοκινήτων μέσα από τα χωριά. Αδυνατούν να καταλάβουν ότι η κατασκευή και συντήρηση νέων, πανάκριβων υποδομών σε δήμους όπου τον χειμώνα διαβιούν λίγες δεκάδες χιλιάδες και το καλοκαίρι παστώνονται πολλές εκατοντάδες χιλιάδες είναι αδικαιολόγητη. Αδυνατούν να καταλάβουν ότι ο χουβαρδάς τουρίστας αναζητά περισσότερα ερεθίσματα από ξαπλώστρα και ομπρέλα: ζητά πεζοπορίες σε δάση, αρχαίο και σύγχρονο πολιτισμό, ποιοτικό φαγητό από αγνά υλικά, ημερήσιες εκδρομές σε κοντινούς προορισμούς, ευρηματικά σουβενίρ και δώρα, πρώτης τάξεως προσωπική εξυπηρέτηση.
Η λύση λοιπόν στο πρόβλημα είναι μάλλον απλή, αλλά ομολογουμένως δύσκολο να επιτευχθεί. Εάν θέλει πραγματικά να ξεκολλήσει από το σημερινό τέλμα, η χερσόνησος οφείλει να στραφεί σε τουρισμό οκταμήνου, με λιγότερο και πλουσιότερο κόσμο το καλοκαίρι και πάρα πολύ περισσότερο την άνοιξη και το φθινόπωρο. Φυσικά, για κάτι τέτοιο απαιτείται τόλμη, δουλειά και φαντασία. Θα πρέπει να δημιουργηθούν ελκυστικά αξιοθέατα και νέες δυνατότητες σχεδόν από το μηδέν, θα πρέπει να μεταμορφωθούν οι οικισμοί, θα πρέπει να επανασχεδιαστεί η λειτουργία των φορέων, θα πρέπει να αλλάξει η τωρινή παλιακή νοοτροπία των δημοτών, των επιχειρηματιών και των αιρετών.
Μπορεί να συντελεστεί τόσο θεαματική αλλαγή παραδείγματος στη Χαλκιδική; Δύσκολο, αν και όχι ακατόρθωτο. Πάντως ενδέχεται να απαιτηθεί δυναμική παρέμβαση του κεντρικού κράτους, δεδομένου ότι μιλάμε για εθνικό πλούτο. Ως τότε, εμείς οι παλιοί θα συνεχίσουμε να την απολαμβάνουμε όπως είναι, με φίλους στην ακροθαλασσιά και με λίγες μετακινήσεις. Αυτές ας τις κάνουν τώρα τα παιδιά μας.