Μητροπολιτική η λύση στο χάος των αρμοδιοτήτων

Με αφορμή το παραλιακό μέτωπο Θεσσαλονίκης: Όταν όλοι είναι αρμόδιοι, κανείς δεν είναι υπεύθυνος

Μητροπολιτική η λύση στο χάος των αρμοδιοτήτων
Facebook

Μετά το εκτεταμένο ρεπορτάζ της Δήμητρας Τσάτσου για τις κραυγαλέες αντιθέσεις στο παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης, τη σκυτάλη πήρε η Ευτυχία Βατάλη. Σκοπός της ήταν να αποτυπώσει τις αρμοδιότητες που αφορούν το νερό, τις ακτές και τα ρέματα· να ξεκαθαρίσει ποιος κάνει τι.

Ύστερα από πάμπολλα τηλεφωνήματα σε ιθύνοντες και εξίσου πολλές διευκρινιστικές επαφές, η δική της έρευνα κατέγραψε ένα κανονικό κουβάρι ευθυνών, σε άρθρο που δημοσιεύεται αυριο. Άλλος είναι υπεύθυνος για την επιφάνεια της θάλασσας, άλλος για την ποιότητα των υδάτων, άλλος για την κατασκευή των αγωγών, άλλος για τη συντήρηση και διαχείρισή τους, και φυσικά πολλοί άλλοι για τις παραθαλάσσιες χρήσεις γης και τις αδειοδοτήσεις. Εν ολίγοις, στα ζητήματα της σαλονικιώτικης… Ριβιέρας εμπλέκεται μια στρατιά ανευθυνοϋπεύθυνων φορέων, είτε τοπικών είτε της κεντρικής διοίκησης. Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη ούτε η εικόνα εγκατάλειψης σε ορισμένα σημεία, ούτε η τόσο βραδεία ενοποίηση του παραλιακού μετώπου.

Το πρόβλημα των διοικητικών αλληλοεπικαλύψεων και των κενών στη διαχείριση είναι πασίγνωστο στα τρία μεγάλα αστικά κέντρα. Στην περίπτωσή μας, όμως, είναι ακόμη χειρότερο για έναν απλό λόγο: η… Συμπρωτεύουσα είναι μακριά από τη λήψη αποφάσεων του υδροκέφαλου κράτους, απέχει 500 χιλιόμετρα. Οι τοπικοί της παράγοντες δεν μπορούν να πιέζουν φορτικά τους μανδαρίνους των υπουργείων, σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους στην Αττική. Έτσι, παρά το μέγεθός της (ιδίως αν τη δούμε στις πλήρεις μητροπολιτικές της διαστάσεις), η Θεσσαλονίκη συχνά αντιμετωπίζεται ως μια πιο γκρινιάρα εκδοχή της Κοζάνης, της Πάτρας ή των Ιωαννίνων.

Η πιο λογική απάντηση θα ήταν η περαιτέρω αποκέντρωση — αλλά με περιεχόμενο. Στην πρωτεύουσα θα πρέπει να δρομολογείται η νομοθεσία, να εκπονείται ο στρατηγικός σχεδιασμός και να κρίνονται τα πραγματικά μεγάλα ζητήματα. Από εκεί και πέρα, ένα σύγχρονο μεταρρυθμιστικό πνεύμα θα ενίσχυε τις αποκεντρωμένες διοικήσεις, καθιστώντας τες τοπικά υπουργεία, που θα διέθεταν αυτόνομους προϋπολογισμούς. Αυτές οι μονάδες θα εκτελούσαν τις αναγκαίες, καθημερινές λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού: ελέγχους νομιμότητας, μισθοδοσία, μεταθέσεις, διορισμούς, διαχείριση νοσοκομείων και ΑΕΙ, αναθέσεις προμηθειών, επιδοτήσεις, εγκρίσεις και επιχορηγήσεις μέχρι μεσαίου μεγέθους επενδύσεις. Η ενίσχυση των αποκεντρωμένων θα βελτίωνε την κρατική λειτουργία τοπικά, παραμένοντας υπό τον πολιτικό έλεγχο της εκάστοτε κυβέρνησης.

Συμπληρωματικά θα λειτουργούσαν οι ΟΤΑ, δηλαδή οι περιφέρειες και οι δήμοι. Οι δικοί τους πόροι επίσης θα ήταν προκαθορισμένοι, προερχόμενοι κυρίως από φόρους στα ακίνητα και από ευρωπαϊκά προγράμματα. Τα ποσά αυτά θα συμπλήρωνε το κράτος, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας σταδιακής γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ κέντρου και… επαρχίας. Υπό την αυτονόητη παραδοχή ότι η Ελλάδα δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα αν συνεχίσει να αναπτύσσεται τόσο δυσανάλογα.

Υπάρχουν ωστόσο προκλήσεις στις οποίες ούτε οι επιμέρους μικροί δήμοι μπορούν να ανταποκριθούν, ούτε οι περιφέρειες να παρέμβουν αποφασιστικά. Εκεί εντοπίζεται και το μεγαλύτερο μπέρδεμα. Το διαπιστώνει κανείς εύκολα, παρατηρώντας την κατάσταση των δρόμων, την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαχείριση απορριμμάτων, την αστυνόμευση, την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, τον χωροταξικό σχεδιασμό, τις βουλωμένες σχάρες και φρεάτια — και φυσικά το πολύπαθο παραλιακό μέτωπο του Θερμαϊκού. Στην περίπτωση της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, η απάντηση είναι γνωστή, εφαρμόζεται παγκοσμίως και ονομάζεται μητροπολιτική διακυβέρνηση.

Στα εν λόγω πολεοδομικά συγκροτήματα, η πανσπερμία διοικήσεων, υπηρεσιών, οργάνων και φορέων έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο. Όταν πρόκειται για πόρους και εξουσία, όλοι θέλουν. Όταν πρόκειται για ευθύνη και βάρη, κανείς. Όταν οι πολίτες δυσανασχετούν, όλοι κατηγορούν όλους — και άκρη δεν βγαίνει. Θέσεις όπως “Πρόεδρος της Τοπικής Ένωσης Δήμων” προκαλούν — στην καλύτερη περίπτωση — συγκαταβατικά χαμόγελα, ως βαρύγδουποι τίτλοι κενοί περιεχομένου.

Ίσως τώρα αναρωτιέστε γιατί δεν εφαρμόζεται η μητροπολιτική διακυβέρνηση, εφόσον είναι τόσο χρήσιμη. Ακούμε συνήθως δυσκολίες που μάς αφήνουν παγερά αδιάφορους, όπως πχ πώς θα εκλέγονται οι επικεφαλής. Πρόκειται για ζητήματα διαδικαστικά, που θα είχαν λυθεί εύκολα εάν υπήρχε η απαιτούμενη πολιτική βούληση. Αλλά δεν υπάρχει.

Βλέπετε, στην πραγματικότητα, κανείς από όσους αποφασίζουν δεν επιθυμεί ένα υψηλό επίπεδο διοικητικής αποκέντρωσης. Δεν το επιθυμούν οι νυν δήμαρχοι και περιφερειάρχες, γιατί θα χάσουν προνόμια. Δεν το επιθυμούν υπουργοί και βουλευτές, γιατί θα χάσουν ισχύ. Δεν το επιθυμούν υπουργικά και κομματικά στελέχη, γιατί θα χάσουν την ικανότητα να μεσολαβούν ανάμεσα σε εμάς και στην κορυφή. Δυστυχώς, αντί να πάμε μπροστά, τα μνημόνια μάς πήγαν πιο πίσω, αφού η ξένη πίεση ουσιαστικά επέβαλε υπερσυγκέντρωση, υποτίθεται για καλύτερο έλεγχο των κονδυλίων.

Εν κατακλείδι, η αποκέντρωση είναι καλή για τους πολλούς, αλλά κακή για όσους θα έπρεπε να την θεσμοθετήσουν. Γι’ αυτό και θα τη δούμε μόνο αν επιβληθεί ως ευρωπαϊκή οδηγία. Δυστυχώς, άλλη ελπίδα δεν φαίνεται να υπάρχει.