Μέρος Β’ – Οι διαδρομές που δεν θέλαμε να δούμε
Υπάρχουν ιστορίες που δεν θάβονται επειδή τις ξέχασε η κοινωνία. Θάβονται επειδή έτσι βολεύει. Κι όταν το φως σβήνει, μένουν μόνο οι σκιές αυτές που δεν κατονομάζονται, αλλά καθορίζουν πρόσωπα και μοίρες.
Η υπόθεση που έγινε εργαλείο… και μετά εξαφανίστηκε
Μια δεκαετία πριν, ένας υπουργός βρέθηκε στη δίνη μιας θύελλας. Όχι επειδή υπήρχαν πραγματικά στοιχεία εναντίον του· αυτά, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχαν. Αλλά επειδή κάποιοι φρόντισαν να υπάρξει εικόνα.
Εικόνα κομμένη, ραμμένη, ανασχηματισμένη. Εικόνα που πρόβαλε κάτι διαφορετικό από την αλήθεια. Εικόνα που χτίστηκε για να καταστρέψει, όχι για να ενημερώσει.
Και η κοινή γνώμη –όπως πάντα– πίστεψε την εικόνα. Μέχρι που το δικαστήριο την κατέρριψε ολοκληρωτικά.
Ο “μεταφορέας” του υλικού – ένας ρόλος εκτός κάδρου
Τότε, σύμφωνα με όσα είχαν γραφτεί στον Τύπο, υπήρξε ένας άνθρωπος που βρέθηκε στην πιο κρίσιμη θέση. Όχι μπροστά στην κάμερα. Όχι στο κέντρο των εξελίξεων.
Αλλά στον δρόμο από τη Θεσσαλονίκη προς τα στούντιο της Αθήνας.
Ήταν αυτός που μετέφερε υλικό το οποίο, αργότερα, θα γινόταν το βασικό “όπλο” μιας τηλεοπτικής επίθεσης. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς περιήλθε στα χέρια του. Κανείς δεν έμαθε γιατί αποφάσισε να το παραδώσει. Κανείς δεν έμαθε ποιον εξυπηρετούσε και τι προσδοκούσε.
Το μόνο βέβαιο είναι πως χωρίς εκείνον, τίποτα από όσα ακολούθησαν δεν θα είχε υπάρξει.
Ο «μοντέρ» – ο δημοσιογράφος που διαμόρφωσε πραγματικότητα
Το υλικό κατέληξε στα χέρια ενός από τους πιο γνωστούς τηλεοπτικούς δημοσιογράφους της εποχής. Ένας άνθρωπος που γνώριζε καλά ότι η πολιτική στηρίζεται συχνά όχι σε γεγονότα, αλλά σε εντυπώσεις. Και οι εντυπώσεις φτιάχνονται.
Κομμάτια αφαιρέθηκαν. Άλλα ενισχύθηκαν. Σιωπές παρουσιάστηκαν ως ενοχές. Φράσεις απομονώθηκαν ώστε να αποκτήσουν βάρος που δεν είχαν.
Το αποτέλεσμα δεν ήταν απλώς τηλεοπτικό υλικό· ήταν μια κατασκευασμένη αφήγηση. Μια αφήγηση που δεν αποτύπωνε το τι έγινε, αλλά το τι έπρεπε να πιστέψει ο θεατής.
Έτσι φτιάχνεται η «ζούγκλα»: με επιλογές, με ψαλιδίσματα, με τέχνη και σκοπιμότητα.
Η απόλυτη σιωπή όταν ήρθε η δικαίωση
Χρόνια μετά, όταν ο υπουργός αθωώθηκε πανηγυρικά, η δημόσια σφαίρα περίμενε –έστω– μια συγγνώμη. Μια διόρθωση. Μια παραδοχή ότι η εικόνα είχε ξεφύγει από την αλήθεια.
Όμως ο άνθρωπος που μετέφερε το υλικό δεν είπε τίποτα. Ο άνθρωπος που το μοντάρισε δεν είπε τίποτα. Και ο άνθρωπος που τότε υιοθέτησε το αφήγημα της «ενοχής» –με τρόπο υπερβολικά έντονο για να θεωρηθεί αθώος– εξαφανίστηκε από τον διάλογο σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ εμπλοκή.
Η σιωπή δεν ήταν αμηχανία. Ήταν επιλογή.
Όταν η σκιά μετατρέπεται σε ηθικολογία
Το πιο παράξενο –ή ίσως το πιο ενδεικτικό– είναι πως σήμερα το ίδιο πρόσωπο εμφανίζεται ως αμείλικτος κριτής των άλλων.
Εκείνος που τότε κράτησε στο χέρι του ένα υλικό που οδήγησε έναν άνθρωπο στην απαξίωση, εκείνος που δεν είπε λέξη όταν η αλήθεια αποκαταστάθηκε, εκείνος που έκανε χρήση της σιωπής σαν εργαλείο αυτοπροστασίας,
τώρα στέκεται στη δημόσια ζωή με το ύφος του ηθικού τιμητή.
Κι αυτό είναι το πραγματικό σκοτάδι:
όχι ότι υπήρξαν σκιές στο παρελθόν, αλλά ότι μετατράπηκαν σε πολιτικό κεφάλαιο.
Η χώρα που ξεχνά ό,τι δεν πρέπει να ξεχάσει
Όσα συνέβησαν τότε δεν χάθηκαν. Απλώς μετακινήθηκαν σε μια ζώνη χαμηλού θορύβου, εκεί όπου δεν φτάνουν οι δημόσιες συζητήσεις αλλά παραμένουν όσοι ξέρουν.
Από εκεί, αθόρυβα, επηρεάζουν την πορεία ανθρώπων που σήμερα εμφανίζονται “αδιάβλητοι”. Και αυτό είναι το πιο ύπουλο είδος συνέχειας: η συνέχεια που δεν διακηρύσσεται, αλλά ενυπάρχει.
Το παρελθόν δεν έπαψε ποτέ να είναι κομμάτι της εικόνας.
Απλώς μετατοπίστηκε, όχι για να κρυφτεί, αλλά για να μην το κοιτάζουν.