Κοινωνία σε μόνιμο debate χωρίς κανόνες και χωρίς ουσία
Ο λαός, ο ίδιος που βρίζει τους πολιτικούς, πουλάει πατριωτισμό, αναλύει δημοσιονομικά μεγέθη με όρους ψυγείου (“τα λεφτά μας πίσω”) και πιστεύει ακράδαντα ότι η πολιτική είναι θέμα τσαγανού και όχι γνώσης.
Κάπου το 2008, κάτι έσπασε. Ή καλύτερα, όλοι σπάσαμε — και μετά αρχίσαμε να κολλάμε τα κομμάτια μας με κομματική κόλλα. Από τότε, ό,τι μας συμβαίνει, οτιδήποτε, πρέπει να έχει πολιτική εξήγηση, ιδεολογική καταγωγή, κομματική ερμηνεία.
Αγανάκτησες από τη δουλειά; Φταίει το κράτος. Δεν βρίσκεις να νοικιάσεις σπίτι; Είναι ο νεοφιλελευθερισμός. Ο καφές πήγε 3.80; Το φταίξιμο στους Αμερικανούς. Χώρισες; Κάποια στιγμή, θα πεις πως ήταν δεξιός/α και δεν άντεχες τις αξίες του.
Από το 2008 και μετά, η ζωή μας σταμάτησε να είναι απλώς προσωπική. Έγινε κομματικό όχημα. Όλοι απέκτησαν άποψη για τα πάντα, με τη σίγουρη αυτοπεποίθηση του ημιμαθή που ψάχνει ψήγματα δικαίωσης σε Facebook posts και Reddit threads. Δεν υπάρχουν αναλύσεις. Υπάρχουν μόνο “γραμμές”. Και αν δεν συμφωνείς, είσαι απλώς “προδότης”, “πληρωμένος”, “άσχετος”.
Το ίδιο μοντέλο το βλέπεις στις ΗΠΑ: Ένας τύπος που πρωταγωνίστησε σε reality show, έμεινε αμέτοχος όταν οπαδοί του εισέβαλαν στο Καπιτώλιο, κατηγορείται ποινικά και όμως ξαναεκλέγεται. Όχι γιατί είναι “καλός”. Αλλά γιατί “οι άλλοι είναι χειρότεροι”.
Το ίδιο και στο Ηνωμένο Βασίλειο: Το Brexit ψηφίστηκε για να “πάρουμε πίσω τον έλεγχο”, και τελικά πήραν πίσω μόνο τις τιμές των supermarket στα επίπεδα του ’82. Σήμερα, κανείς δεν λέει “έκανα λάθος”. Λένε: “το σύστημα μας πολέμησε”. Ή ακόμα πιο σουρεάλ: “φταίει η ΕΕ που έφυγα απ’ την ΕΕ και τα ’κανα θάλασσα”.
Ο συνδετικός κρίκος; Ο λαός που έχει πειστεί πως ξέρει. Πάντα ξέρει. Και πάντα φταίνε οι άλλοι.
Αν είχαμε βγάλει τα πετρέλαια του Αιγαίου, λέει ο ξερολόγος του Twitter, θα είχαμε γίνει Ντουμπάι. (Αλλά μάλλον θα τα τρώγαμε σε προεκλογικά επιδόματα, υπερωρίες ανύπαρκτων έργων και σε offshore πλοιοκτητών που αγαπούν την Ελβετία.)
Τα μνημόνια έφεραν την κρίση, λένε οι προφήτες των καφενείων. (Όχι η κρίση τα μνημόνια. Όχι οι 1.000.000 δημόσιοι υπάλληλοι με ψεύτικα πτυχία. Όχι οι Ολυμπιακοί των 40 δις και τα εξοπλιστικά της ψευτομαγκιάς μας.)
Ο Τσίπρας θα τα άλλαζε όλα. (Και άλλαξε… τη ρότα από το ΟΧΙ στο ΝΑΙ, έκανε υπουργό Άμυνας τον Πάνο Καμμένο και διέλυσε κάθε ίχνος εμπιστοσύνης στη σοβαρή Αριστερά.)
Αλλά όχι. Δεν φταίει ο λαός. Ο λαός “παρασύρθηκε”. Ήταν “απελπισμένος”. Ο λαός, ο ίδιος που βρίζει τους πολιτικούς, πουλάει πατριωτισμό, αναλύει δημοσιονομικά μεγέθη με όρους ψυγείου (“τα λεφτά μας πίσω”) και πιστεύει ακράδαντα ότι η πολιτική είναι θέμα τσαγανού και όχι γνώσης.
Και έτσι φτάσαμε να μην έχουμε επιχειρηματίες, αλλά “δεξιούς“. Να μην έχουμε νέους με όραμα, αλλά “ελιτιστές“. Να μην υπάρχει κανείς που να λέει απλώς “δεν ξέρω“. Όλοι ξέρουν. Και όλοι γκαρίζουν.
Έτσι ζούμε σήμερα: Όλα είναι πολιτική. Ακόμα και ο καιρός, το delivery που άργησε, ο μποτιλιαρισμένος περιφερειακός.
Και όσο αυτό συνεχίζεται, ένα είναι το βέβαιο:
Δεν θα μας καταστρέψουν οι πολιτικοί. Θα μας καταστρέψει η απολυτότητα της άγνοιάς μας.
Γιατί κατά βάθος δεν θέλουμε λύσεις – θέλουμε σενάρια. Να μας φταίει το ΝΑΤΟ, ο Σόρος, η Μέρκελ, ο Μπαγκλαβάς. Να πιστεύουμε φαλακρούς που πουλάνε κεραλοιφές κατά της φαλάκρας και φωτοτυπίες προφητειών, ή να πιστεύουμε πως αν βάλουμε την Τζώρτζια και τον Σπύρο τον Πιμπίλα στη βουλή θα στρώσει η χώρα.
Διότι δεν είναι η λύση που θέλουμε – είναι η μελλοντική αποτυχία στην οποία θα ρίξουμε το φταίξιμο. Να μπορούμε με στόμφο να πούμε «εγώ τα έλεγα», «ένας δεν βρέθηκε να μας σώσει», «μας πρόδωσαν όλοι». Είναι κι αυτός ένας τρόπος να αποφεύγεις τον καθρέφτη.