Η Ζωή, ο καθρέφτης και τα είδωλά της

Ψυχολογία και σημειολογία του εγώ στην πολιτική εικόνα.

Η Ζωή, ο καθρέφτης και τα είδωλά της
Πηγή φωτογραφίας: Facebook / Πλεύση Ελευθερίας

Στην εποχή της επικοινωνίας και της προσεγμένης δημόσιας εικόνας δεν είναι εύκολο να βρει κανείς τόσο ξεκάθαρη περίπτωση ψυχικής νοσηρότητας στην πολιτική. Μια από αυτές είναι η πρόσφατη, στην παρουσίαση του προγράμματος και των στελεχών της Πλεύσης Ελευθερίας όπου η Ζωή Κωνσταντοπούλου με τη συνδρομή της Τεχνητής Νοημοσύνης εμφανίζεται πολλαπλασιασμένη: σε κάθε επάγγελμα, σε κάθε ηλικία, σε κάθε ρόλο, αλλά πάντα με το ίδιο πρόσωπο. Η σκηνή θυμίζει κάτι ανάμεσα σε προεκλογική αφίσα, πείραμα τεχνητής νοημοσύνης και πολιτικό όνειρο αυτοαναπαραγωγής.

Και όμως, πέρα από το επικοινωνιακό θέαμα, η εικόνα αποκαλύπτει ξεκάθαρα μια ολόκληρη ψυχοπολιτική κοσμοαντίληψη.

Στη σημειολογία της πολιτικής εικόνας, όπως θα έλεγε ο Jean Baudrillard, βρισκόμαστε πια στη φάση της «ομοίωσης» εκεί όπου το αντίγραφο υποκαθιστά το πρωτότυπο και η αναπαράσταση δεν παραπέμπει πια σε πραγματικότητα, αλλά την αντικαθιστά. Η πολλαπλή Ζωή δεν παριστάνει απλά τις γυναίκες της κοινωνίας, αλλά τις αναιρεί. Το μήνυμα είναι σαφές καθώς όλες οι γυναίκες, όλες οι μορφές ζωής, φέρουν το πρόσωπο της μίας. Της Ηγέτιδας. Της ίδιας. Ο εαυτός προβάλλεται ως καθολική μήτρα ταυτότητας. Το «εγώ» γίνεται «εμείς» χωρίς να χρειαστεί να συνομιλήσει μαζί του.

Η πρόθεση θα μπορούσε να ήταν φεμινιστική, να δείξει ότι η γυναίκα υπάρχει σε κάθε κοινωνικό ρόλο, ότι η πολιτική είναι υπόθεση όλων. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά, το αισθητικό αποτέλεσμα διαψεύδει την πρόθεση. Αντί να δείχνει μια συλλογικότητα, η εικόνα κατασκευάζει έναν μονοπρόσωπο κόσμο.

Ο Guy Debord, στην Κοινωνία του Θεάματος, θα το ερμήνευε ως τυπική περίπτωση πολιτικής αισθητικοποίησης, όπου το κοινό καλείται να παρακολουθήσει μια ηγέτιδα που παίζει όλους τους ρόλους, αντί να συμμετάσχει το ίδιο στη δράση. Η πολιτική γίνεται θέαμα, και το θέαμα, αυτοθαυμασμός.

Η σημειολογική λειτουργία είναι καθρέφτης. Η Κωνσταντοπούλου δεν επιχειρεί να μοιάσει στις άλλες γυναίκες, επιθυμεί να πείσει ότι οι άλλες γυναίκες είναι εκείνη. Αυτό δεν είναι απλή υπερβολή επικοινωνίας, αλλά είναι προβολή σε πολιτική πράξη της ενοποίησης του προσώπου της με τον λαό. Στην ιστορία της πολιτικής εικόνας, κάτι παρόμοιο βλέπουμε μόνο στα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα: ο Μάο Τσε Τουνγκ ως αιώνια πηγή φωτός και σοφίας, ο Μουσολίνι ως πρότυπο του “νέου ανθρώπου”, ενώ και στην Ελλάδα ο Ιωάννης Μεταξάς απεικονιζόταν παρομοίως ως ο πρώτος εργάτης, πρώτος στρατιώτης, πρώτος αγρότης.

Σε κάθε περίπτωση, ο ηγέτης ενσάρκωνε όλους. Ο λαός δεν υπήρχε χωρίς το πρόσωπό του· το πρόσωπο υποκαθιστούσε τον λαό. Η εικονική δομή της καμπάνιας της Κωνσταντοπούλου αντλεί από το ίδιο αρχέτυπο: τον Ηγέτη-Καθρέφτη, που πολλαπλασιάζει το είδωλό του ώσπου να μην υπάρχει τίποτα έξω από αυτό.

Ο Paul Virilio, γράφοντας για την «αισθητική της ταχύτητας», περιέγραφε πώς η πολιτική εικόνα μετατρέπεται σε όπλο στιγμιαίας εντύπωσης. Όσο πιο γρήγορα αναπαράγεται, τόσο λιγότερο χρειάζεται να σημαίνει. Η φωτογραφία των πολλαπλών Ζωών είναι ακριβώς αυτό: ένα viral θέαμα χωρίς περιεχόμενο. Ένα οπτικό σοκ που κυκλοφορεί ταχύτατα, πριν προλάβει ο θεατής να αναρωτηθεί τι βλέπει. Η ομοιομορφία λειτουργεί ως υποκατάστατο του μηνύματος. Όλοι οι ρόλοι, όλες οι εκφράσεις, όλες οι γυναίκες, ένα πρόσωπο. Και αυτό τους αρκεί.

Η πολιτική ψυχολογία, ωστόσο, προσφέρει μια βαθύτερη ερμηνεία. Ο Harold Lasswell μιλούσε για την πολιτική ως «προβολή και εξιδανίκευση των προσωπικών κινήτρων». Ο ηγέτης που προβάλλει τον εαυτό του σε κάθε μορφή κοινωνικής ζωής δεν απλώς επικοινωνεί· ψυχολογικά αναπαράγει το Εγώ του στο κοινωνικό σώμα.

Ο Adorno θα το ερμήνευε ως στοιχείο αυταρχικής προσωπικότητας: ανάγκη για ταύτιση και κυριαρχία ταυτόχρονα· για έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει “άλλος”, μόνο διαφορετικές όψεις του ίδιου. Και ο Erich Fromm, μιλώντας για τον ναρκισσισμό της εξουσίας, θα έβλεπε στην εικόνα αυτή τον φόβο του πραγματικού προσώπου: ο πολιτικός που πολλαπλασιάζει το είδωλό του, το κάνει για να αποφύγει το ρίσκο της σχέσης , της σύγκρουσης, της διαφωνίας, της κριτικής.

Η Κωνσταντοπούλου, με τη ρητορική της απόλυτης δικαιοσύνης και την ακλόνητη πίστη στο αλάθητό της, είχε πάντα μια μεσσιανική διάσταση. Η εικόνα των πολλών εαυτών της είναι η οπτική ολοκλήρωση αυτής της στάσης. Εκεί όπου η πολιτική αυτοπεποίθηση συναντά τη ναρκισσιστική αυτολατρεία. Εκεί όπου η «εκπροσώπηση» παύει να είναι σχέση και γίνεται αντανάκλαση.

Και κάπως έτσι, το πολιτικό μήνυμα καταρρέει μέσα στην ίδια του την εικόνα. Γιατί η δημοκρατία, όσο κι αν το ξεχνάμε, δεν είναι καθρέφτης. Είναι διάλογος, δηλαδή χώρος όπου ο άλλος δεν έχει το ίδιο πρόσωπο με εμάς.

Η φωτογραφία των πολλαπλών Ζωών, αν τη διαβάσουμε σημειολογικά, είναι η οπτικοποίηση μιας πολιτικής μοναξιάς: ενός υποκειμένου που δεν εμπιστεύεται πια κανέναν να το εκπροσωπήσει, ούτε καν την πραγματικότητα.

Και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον και το πιο ανησυχητικό. Γιατί πίσω από τον πολλαπλασιασμό του Εγώ, κρύβεται ο φόβος της διάλυσης. Το είδωλο θέλει να πείσει ότι είναι αληθινό· αλλά η ίδια η επανάληψή του το προδίδει. Όσο περισσότερες Ζωές βλέπουμε, τόσο λιγότερη ζωή μένει στην εικόνα.

Στο τέλος, η καμπάνια αυτή ίσως πετύχει κάτι παράδοξο, το να αποκαλύψει, μέσα από την υπερβολή της, την κρίση εκπροσώπησης που διατρέχει ολόκληρο το πολιτικό μας σύστημα. Σε μια εποχή όπου τα κόμματα έχουν γίνει brands και οι ηγέτες avatars, η Ζωή Κωνσταντοπούλου απλώς έκανε το επόμενο βήμα: πήρε το meme στα σοβαρά. Έβαλε το πρόσωπό της παντού, γιατί το κοινό, πια, πιστεύει μόνο στις εικόνες.

Ίσως λοιπόν να μην πρόκειται για λάθος, αλλά για μια σχεδόν τραγική ειλικρίνεια: μια πολιτικός που λέει, άθελά της, αυτό που όλοι οι άλλοι υπονοούν, πως στη σύγχρονη πολιτική δεν υπάρχει “εμείς” χωρίς το “εγώ” που το σκηνοθετεί.

Στην Ελλάδα των πολλών “προσώπων”, η Ζωή διάλεξε να φορέσει όλα τα δικά της. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε ποια είναι· είναι ότι, τελικά, δεν βλέπουμε κανέναν άλλο.