Η βεντέτα και το «έγκλημα τιμής»: ένας επικίνδυνος εκτροχιασμός από το κράτος δικαίου
Στη δημοκρατική έννομη τάξη όμως υπάρχει μόνο ένα σύστημα δικαίου και καμία ιδιωτική μορφή απονομής «δικαιοσύνης» δεν μπορεί να γίνει ανεκτή ή έστω αφηγηματικά εξωραϊσμένη.
Η πρόσφατη αναφορά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Νίκου Ανδρουλάκη στη βεντέτα ως «έγκλημα τιμής», με αφορμή το αιματηρό περιστατικό στα Βορίζια Ηρακλείου, άνοιξε μια συζήτηση που ξεπερνά κατά πολύ την πολιτική επικαιρότητα. Η χρήση μιας τόσο φορτισμένης έννοιας για να περιγραφεί μια πράξη εκδίκησης εισάγει θολά όρια ανάμεσα στη θεσμική νομιμότητα και σε παραδοσιακές μορφές βίας. Όταν ο πολιτικός λόγος επιχειρεί εξυπηρετώντας μικροκομματικούς σκοπούς και ικανοποίηση τοπικών πελατειών να εντάξει τη δολοφονία σε ένα πλαίσιο τιμής, η δημόσια σφαίρα διολισθαίνει σε μία επικίνδυνη σύγχυση ως προς το τι σημαίνει δικαιϊκή τάξη και τι επιτρέπεται να εξωραΐζεται στο όνομα της «παράδοσης».
Από νομική σκοπιά, ο Ποινικός Κώδικας είναι απόλυτα σαφής. Η ανθρωποκτονία από πρόθεση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 299, θεμελιώνεται αποκλειστικά στην αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Το κίνητρο δεν μεταβάλλει την ύπαρξη ή τη φύση του εγκλήματος. Δεν υπάρχει στο ελληνικό δίκαιο ειδική διάταξη που να αναγνωρίζει «εγκλήματα τιμής» ή οποιαδήποτε μορφή ελαφρυντικής μεταχείρισης λόγω προσβολής της προσωπικής ή οικογενειακής τιμής. Ακόμη και τα κλασικά ελαφρυντικά του άρθρου 84 αναφέρονται σε συγκεκριμένες ψυχολογικές ή συμπεριφορικές συνθήκες και όχι σε ηθικούς κώδικες που θα μπορούσαν να νομιμοποιούν οποιαδήποτε αυτοδικία. Οποιαδήποτε δημόσια περιγραφή της βεντέτας ως «τιμητικής» πράξης έρχεται λοιπόν σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα και το γράμμα του ποινικού δικαίου, καθώς υπονοεί ότι ο δράστης λειτουργεί μέσα σε ένα παράλληλο σύστημα κανόνων που το κράτος οφείλει να κατανοήσει ή να σεβαστεί. Στη δημοκρατική έννομη τάξη όμως υπάρχει μόνο ένα σύστημα δικαίου και καμία ιδιωτική μορφή απονομής «δικαιοσύνης» δεν μπορεί να γίνει ανεκτή ή έστω αφηγηματικά εξωραϊσμένη.
Η πολιτική διάσταση του ζητήματος είναι εξίσου κρίσιμη. Ο πολιτικός λόγος δεν περιγράφει απλώς την πραγματικότητα. Τη διαμορφώνει. Όταν ένας πολιτικός αρχηγός μιλά για τη βεντέτα χρησιμοποιώντας όρους που υπονοούν έναν κώδικα αξιών πίσω από μια πράξη βίας, κινδυνεύει να μειώσει την αναγκαία κοινωνική απαξία που απαιτείται για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Η βεντέτα δεν αποτελεί ιστορικο-πολιτισμικό απολίθωμα αλλά ζώσα πηγή φόβου, ανασφάλειας και συχνά ένοπλων συγκρούσεων. Η σύνδεσή της με την τιμή μετατρέπει μία αντικοινωνική συμπεριφορά σε σύμπτωμα ταυτότητας, αφήνοντας υπαινιγμούς ότι η παραβατικότητα έχει ηθική βάση. Μια τέτοια προσέγγιση ακυρώνει την πολιτική ευθύνη να προστατεύεται η ανθρώπινη ζωή χωρίς αστερίσκους και υπονομεύει τη δυνατότητα των κρατικών θεσμών να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά κύκλους βίας που αναπαράγονται επί δεκαετίες.
Οι πολιτικές συνέπειες δεν περιορίζονται στο επίπεδο του συμβολισμού. Σε μια χώρα που έχει αντιμετωπίσει επανειλημμένα ζητήματα οπλοκατοχής και ενδοκοινοτικής βίας, οι ηγεσίες χρειάζεται να διατυπώνουν καθαρή θέση που να ενισχύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και όχι να επιτρέπει ερμηνείες που φλερτάρουν με ηθική σχετικοποίηση. Η ασφάλεια και η δικαιοσύνη δεν μπορούν να συνδιαλέγονται με παραδόσεις που έρχονται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου. Ο πολιτικός λόγος οφείλει να υπενθυμίζει ότι η έννομη τάξη δεν χωρά εκπτώσεις, ούτε πολιτισμικές ούτε συναισθηματικές.
Σε κοινωνιολογικό επίπεδο η χρήση του όρου «έγκλημα τιμής» ενισχύει τη λογική ενός συστήματος που βασίζεται στην κυριαρχία, τον φόβο και την ανακύκλωση της βίας. Η βεντέτα δεν λειτουργεί ως μορφή “λαϊκής δικαιοσύνης” αλλά ως μηχανισμός παραγωγής τρόμου. Η έννοια της τιμής, στην παραδοσιακή της εκδοχή, μετατρέπει την ανθρώπινη ζωή σε διαπραγματεύσιμο μέγεθος και δημιουργεί μία κοινωνία όπου οι οικογένειες ζουν ως εν δυνάμει στόχοι και οι νεότερες γενιές μεγαλώνουν σε περιβάλλον όπου η χρήση όπλων συνδέεται με τον αυτοπροσδιορισμό. Οποιαδήποτε πολιτική δήλωση που αγγίζει αυτή τη σφαίρα οφείλει να αποδομεί και όχι να συντηρεί τέτοιες αντιλήψεις. Η γλώσσα που περιβάλλει ένα φαινόμενο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία το αντιλαμβάνεται. Αν η βεντέτα παρουσιαστεί ως έκφραση τιμής, τότε μειώνεται η κοινωνική απαξία, ενισχύονται τα στερεότυπα και αποδυναμώνεται η αποφασιστικότητα της κοινότητας να απορρίψει αυτούς τους κύκλους βίας.
Η δημόσια συζήτηση για τα εγκλήματα εκδίκησης δεν μπορεί να αποδεχθεί ηθικούς χαρακτηρισμούς που θολώνουν το περιεχόμενο της ποινικής πράξης. Η προστασία της ζωής και η αδιαίρετη εφαρμογή του ποινικού δικαίου αποτελούν θεμέλιο της δημοκρατίας. Η εισαγωγή όρων που παραπέμπουν σε ηθικούς κώδικες εξωθεσμικής κυρωτικής πρακτικής υπονομεύει αυτό το θεμέλιο και αφήνει χώρο για μια επικίνδυνη σχετικοποίηση της βίας. Η συζήτηση πρέπει να επιστρέψει στην ουσία: το κράτος δικαίου δεν αναγνωρίζει παράδοση που να υπερισχύει της ζωής και ο πολιτικός λόγος οφείλει να κατοχυρώνει αυτή την αρχή χωρίς αμφισημίες, στέλνοντας ένα μήνυμα ομόθυμης καταδίκης, και όχι μικροκομματικής εκμετάλλευσης τοπικών «εξαιρετισμών», για αντάλλαγμα την τοπική συμπάθεια και λίγες ψήφους σύντεκνων στις εκλογές.