Η Θεσσαλονίκη ανάμεσα σε γκρινιάρηδες και αιθεροβάμονες 

Οι δύο φυλές της πόλης δεν σταματούν να συγκρούονται, καταλήγοντας να βλάπτουν από κοινού τις προοπτικές του τόπου που αγαπούν.

Η Θεσσαλονίκη ανάμεσα σε γκρινιάρηδες και αιθεροβάμονες 

Κατεδαφίσεις παραπηγμάτων στην Άνω Πόλη την περασμένη εβδομάδα. Παραπηγμάτων ετοιμόρροπων, που απέκρυπταν ένα βασικό μνημειακό σύνολο της πόλης. Κι ως συνήθως, μπόλικες διαμαρτυρίες· ακούστηκε πάλι ο ισχυρισμός ότι κατεδαφίζεται η ιστορία μας.

Ξεκίνησαν οι κατεδαφίσεις επικίνδυνων κτιρίων στην Άνω Πόλη (ΦΩΤΟ)

Η σταδιακή αποκάλυψη των τειχών αποτελεί εργασία πολλών δεκαετιών. Στην πιο ανατολική πλευρά της αρχαίας πόλης, προς το Επταπύργιο, έχουν διαμορφωθεί κατά μήκος τους χώροι πρασίνου. Στη νότια, προς τον Άγιο Παύλο, είναι απελευθερωμένα μόνο στην εξωτερική πλευρά τους, κάτι που ισχύει και για τα βόρεια. Ίσως τα περισσότερα παραπήγματα παραμένουν εντός και εκτός των τειχών, στο όριο Θεσσαλονίκης-Συκεών, παρά τις πρόσφατες προσπάθειες Δανιηλίδη και Μπουτάρη.

Θα θυμίσω πως η Άνω Πόλη πήρε χαρακτηριστικά φαβέλας μετά το 1915 και τη σταδιακή άφιξη όλο και περισσότερων προσφύγων στη Θεσσαλονίκη. Η εγκατάσταση τους εκεί κορυφώθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι άνθρωποι αυτοί χρησιμοποιούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους για να φυλαχτούν από τη βροχή και το κρύο. Για το σκοπό αυτό αξιοποιήθηκαν ξύλα και σανίδες, τενεκέδες των Αγγλογάλλων, και φυσικά πέτρες και πλίνθοι από τις βυζαντινές οχυρώσεις. Άλλωστε επί αιώνες οι Θεσσαλονικείς ξήλωναν παρατημένα κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά, για να συλλέξουν δομικά υλικά, κάτι που διαπιστώνουμε παρατηρώντας αρχαία ερείπια, εκκλησίες, τζαμιά και λουτρά. Ακόμη και τα ίδια τα τείχη δέχθηκαν τέτοια ανακυκλωμένα είδη: στο Καφαντάρη, η βάση τους αποτελείται από περιποιημένα μαρμάρινα έδρανα, σπόλια από τον αλλοτινό ιππόδρομο. Μετά την απελευθέρωση της πόλης, απλώς ήρθε η σειρά τους να μετατραπούν σε αστικό λατομείο.

Εφόσον λοιπόν είναι τόσο ιστορικά, γιατί οι διαμαρτυρίες; Διότι πολλοί θωρούν την ιστορία μέσα από ιδεολογικούς φακούς. Η διατήρηση των παραπηγμάτων εξυπηρετεί ένα αφήγημα. Το αφήγημα της φτωχομανας, όπου κατέφυγαν τα θύματα της Μεγάλης Ιδέας. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, τα χαμόσπιτα δεν θα υπήρχαν αν δεν είχαμε αποβιβαστεί στη Σμύρνη το 1919, δεν θα υπήρχαν αν είχαμε κάτσει στ’ αυγά μας. Το ότι οι διωγμοί όλων των χριστιανών από τους Νεότουρκους είχαν ήδη ξεκινήσει το 1914 αφήνει αδιάφορους όσους ενστερνίζονται τέτοιες ιδέες. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να εκτίθενται συνεχώς Βενιζελικοί και Βασιλόφρονες, και για τα στρατιωτικά σφάλματα τους, και για την αδυναμία τους να προσφέρουν αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής στους ανταλλαγέντες μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης. Να διαιωνίζεται επ’ αόριστον ο εθνικός διχασμός.

Την ίδια στιγμή, οι ίδιοι άνθρωποι εστιάζουν φανατικά σε ζητήματα ξεπερασμένα και άρα παράλογα. Παραδείγματα είναι η αντίθεση στους ουρανοξύστες και στις εκτεταμένες αποκαταστάσεις αρχαιολογικών χώρων, η απόρριψη της διαπλάτυνσης στην Παλιά Παραλία, η επιμονή για τραμ και θαλάσσια συγκοινωνία, ή η απαίτηση να μην ανοίξουν McDonald’s στην Αριστοτέλους. Πτωχοπροδρομισμός καραμπινάτος.

Τούτη η πολιτικοποιημένη γκρίνια αλληλοσυμπληρώνεται με εκείνη των Μπαγιάτηδων. Μιλώ για τη γκρίνια του τύπου “Τι θα γινόταν αν…”, που διακρίνει όσους έχουν πιο βαθιές σαλονικιώτικες ρίζες. Τι θα γινόταν αν η πόλη παρέμενε ένα δυναμικό και κοσμοπολίτικο βιομηχανικό-εμπορικό κέντρο, με πλούσια πνευματική ζωή; Τι θα γινόταν αν με κάποιο μαγικό τρόπο διατηρούσε όλα ανεξαιρέτως τα πλεονεκτήματα της μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά ως μεγάλη πόλη του ελληνικού κράτους; Δηλαδή, αναρωτιούνται τι θα γινόταν αν είχε συντελεστεί κάποιο… ουράνιο θαύμα, χάρη στο οποίο οι Βούλγαροι θα ήταν πάντα φίλοι μας και ο Ψυχρός Πόλεμος δεν θα είχε συμβεί.

Κακά τα ψέματα, για πολλούς γύρω μας η γκρίνια είναι πλέον ζήτημα ταυτοτικό. Γκρινιάζω, άρα είναι Σαλονικιός. Άθελά τους, σε ένα βαθμό δικαιώνουν όσους μας κατηγορούν ως μηδενιστές και κομπλεξικούς. Και δυστυχώς, δικαιώνοντας τους δυσκολεύουν την εξεύρεση και προώθηση λύσεων γύρω από την ανάπτυξη της πόλης και όλης της Κεντρικής Μακεδονίας, και παρατείνουν τη στασιμότητα. 

Κόντρα στους γκρινιάρηδες στέκονται οι υπεραισιόδοξοι, οι… πεφωτισμένοι οραματιστές. Αυτοί προσδοκούν την ανανέωση μέσα από οποιαδήποτε ιδέα βρίσκουν στο εξωτερικό. Πεζόδρομοι παντού σε μια πόλη με οριακές αστικές συγκοινωνίες και ελάχιστα πάρκινγκ, αθλητικές εκδηλώσεις μέσα στον τόσο επιβαρυμένο αστικό ιστό, “πολιτιστικές” δράσεις που αφορούν ελάχιστους κοσμικούς και εξιστόρηση του χθες με λογικές ακροβασίες επιστρατεύονται συλλήβδην ώστε να ξεφύγει η Θεσσαλονίκη από τη… μιζέρια.

Σέβομαι εκείνους που προωθούν αντίστοιχες πρωτοβουλίες για λόγους επαγγελματικούς ή έστω εισοδηματικούς. Ωστόσο, ομολογώ πως δυσκολεύομαι να κατανοήσω όσους τις υιοθετούν άκριτα χωρίς να έχουν ίδιον συμφέρον. Με εντυπωσιάζει η ανάγκη ορισμένων να ενθουσιάζονται με οτιδήποτε σερβίρεται ως…φρέσκο, και να το αντιμετωπίζουν ως a priori ανώτερο. Υπό την ίδια ακριβώς λογική εξυμνήθηκε η οποιαδήποτε εναλλακτική άποψη του Γιάννη Μπουτάρη, η φαραωνική ανάπλαση της ΔΕΘ, οι ελιές στην Αγγελάκη, ή κάποιες -συζητήσιμης βιωσιμότητας- υποδομές καινοτομίας. Έτσι επίσης κατεδαφίστηκε παλιότερα η Θεσσαλονίκη των Οθωμανών και του Μεσοπολέμου, με αποτέλεσμα αμέτρητα όμορφα παραδοσιακά, νεοκλασικά και εκλεκτικιστικά οικοδομήματα να αντικατασταθούν από άχαρες συρταριέρες.

Πάντως είναι παρήγορο το ότι δεν εξαντλούνται μόνο στη συμπρωτεύουσα τα φαινόμενα τυφλού μιμητισμού. Τα συναντάμε και στην πρωτεύουσα, και μάλιστα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, από πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και οικονομικούς παράγοντες. Από εξέχοντα πρόσωπα που πιστεύουν ότι έχουν αναλάβει ιερά αποστολή… ξεβλαχέματος των Ελλήνων, μέσω της της αναπαραγωγής ξένων προτύπων συχνά απροσδιόριστης -αν όχι ανύπαρκτης- αξίας, εντελώς άσχετων με την ελληνική πραγματικότητα.

Ας επιστρέψουμε όμως στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στους μεν και στους δε τοποθετούνται όσοι ειλικρινά επιθυμούν την πρόοδο, αλλά δεν θεωρούν αυτοσκοπό τον εκσυγχρονισμό. Όσοι πάντα ψάχνουν τη μέση λύση, επειδή απιδέχονται ότι η πόλη ανήκει σε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της. Όσοι καταλήγουν να στοχοποιούνται και από τους γκρινιάρηδες, και από τους αιθεροβάμονες. Όσοι συστηματικά προσπαθούν να γεφυρώσουν τις εσωτερικές διαφορές, καθώς βλέπουν ότι η αγάπη για τον τόπο είναι κοινή. Και η ζωή στο γαλατικό χωριό μας συνεχίζεται, και συνεχίζεται.